Η ζωή του Χρίστου Παπαδημητρίου περιστρέφεται γύρω από τους αριθμούς. Καθηγητής Ηλεκτρικής Μηχανικής και Υπολογιστικών Επιστημών με αντικείμενο τη θεωρία αλγορίθμων και την πολυπλοκότητα στο περίφημο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ στην Καλιφόρνια των Ηνωμένων Πολιτειών, συγγραφέας πέντε επιστημονικών εγχειριδίων, αλλά και ενός graphic novel, λάτρης του πιάνου, αλλά και κιμπορντίστας σε ροκ συγκρότημα, είναι ένας άνθρωπος που βλέπει τα πράγματα με αντισυμβατική ματιά – και έχει τη διάθεση να συνδιαλεγεί για αυτά με ανοιχτό μυαλό, χωρίς προκαταλήψεις. Η συζήτηση ξεκινάει από το πιάνο δίπλα μας και επεκτείνεται στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, στα μαθηματικά, στο Διαδίκτυο, στα κόμικς και στην πραγματική επανάσταση της εποχής.
Παίζετε πιάνο; «Βέβαια! Επίσης, θα δείτε στην ιστοσελίδα μου ότι παίζω και κίμπορντ από το 2006 σε ένα ροκ συγκρότημα, τους Lady X and the Positive Eigenvalues. Τελευταία φορά παίξαμε τον Νοέμβριο σε ένα πάρτι στο Μπέρκλεϊ».
Ισχύουν, θα λέγατε, όσα ακούγαμε ως μαθητές αναφορικά με την προνομιακή σχέση της μουσικής με τα μαθηματικά; «Και ναι και όχι. Η σχέση μουσικής και μαθηματικών έχει επισημανθεί από την εποχή του Πυθαγόρα. Κατά κάποιον τρόπο τα πάντα στηρίζονται στα μαθηματικά, ίσως η μουσική λίγο περισσότερο. Η μαθηματική θεωρία του καλαίσθητου στον ήχο είναι ίσως πιο απλή από το καλαίσθητο στα εικαστικά και γι’ αυτό προσφέρεται ως παράδειγμα».
Διδάσκετε και διαμένετε στις ΗΠΑ, επομένως, παρ’ ότι είστε συχνά εδώ, η καθημερινότητά σας είναι περισσότερο εκείνη της Αμερικής. Επιστρέφοντας εφέτος, πώς είδατε την Ελλάδα του 2011 σε σχέση με εκείνη του 2010; «Νομίζω ότι τα πράγματα ήταν σαφή από το 2010. Δεν μάθαμε κάτι καινούργιο, όσα βλέπουμε είναι μαθηματικά επακόλουθα όσων ξέραμε. Το μόνο που έχει αλλάξει είναι πως το 2011 έχει γίνει η πλατεία Ταχρίρ. Εχουμε δει ότι ακόμη και σε καταπιεστικά καθεστώτα μπορεί να γίνει κάτι και ο κόσμος το έχει νιώσει αυτό. Είμαι πολύ πιο αισιόδοξος εφέτος, όχι αναφορικά με την κυβέρνηση ή την αντιπολίτευση, αλλά με όλους τους υπόλοιπους. Εχω αναρτήσει στο Διαδίκτυο μία ομιλία μου για την ελληνική κρίση. Ξέρετε, δεν υπάρχει τίποτε πιο βίαιο από τη διαφθορά. Η ανάλυση που κάνω σε εκείνη την ομιλία λέει ότι η διαφθορά του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα, αποτιμώμενη με οικονομικούς όρους, ισούται με τον θάνατο 16.000 ατόμων. Αν υπολογίσουμε ότι η επένδυση μιας ανθρώπινης ζωής αποτιμάται σε 3,5 εκατ. ευρώ, τα 60 δισ. που συντηρητικά μπορεί να πει κανείς ότι χάθηκαν εξαιτίας της διασπάθισης και της κλοπής του δημόσιου χρήματος την τελευταία τριακονταετία, ένα 20% του χρέους δηλαδή, αντιστοιχούν σε 16.000 νεκρούς. Για να το πω αλλιώς, ο μέσος Ελληνας θα πεθάνει δύο μήνες νωρίτερα επειδή αυτοί έπρεπε να πάρουν τα εκατομμύριά τους. Δεν υπάρχει τίποτε μη βίαιο στο να κλέβεις τον λαό».
Είναι σαφές ότι η οργή και η αγανάκτηση είναι διάχυτες. Ως κοινωνία, ωστόσο, έχουμε αυτήν τη στιγμή μπει σε διαδικασία σκέψης γύρω από το πρόβλημα, σε διαδικασία διαλόγου για το τι έφταιξε; «Αυτήν τη στιγμή ο διάλογος που γίνεται είναι χυδαίος. Από τη μία έχουμε την οργή και την αγανάκτηση και από την άλλη το “μαζί τα φάγαμε”. Το τελευταίο είναι καταπληκτικό παράδειγμα, επειδή αν το πω εγώ είναι μια πικρή αλήθεια, όταν το λέει ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης είναι χυδαίο ψέμα. Είναι σαν να έλεγε ο Χίτλερ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο “μαζί τον χάσαμε”. Σίγουρα η Μεταπολίτευση στάθηκε μια φρικτή αποτυχία. Σίγουρα έχει την ευθύνη του ο ελληνικός λαός. Με ρώτησε κάποιος συνάδελφός σας σε μια άλλη συνέντευξη γιατί οι αμερικανοί ψηφοφόροι είναι τόσο συντηρητικοί. Δεν ξέρω κανέναν ψηφοφόρο σε οποιοδήποτε κράτος του κόσμου που να είναι πιο συντηρητικός από τον έλληνα ψηφοφόρο – να ψηφίζει επί 35 χρόνια τους ίδιους ανθρώπους ελπίζοντας ότι ο ανιψιός θα είναι καλύτερος από τον θείο και ο γιος από τον πατέρα. Να ψηφίζει δηλαδή τους ίδιους ανθρώπους γνωρίζοντας πως είναι ελεεινοί, κλέφτες, άσχετοι, και, ακόμη και σήμερα, στις δημοσκοπήσεις το 40% του πληθυσμού να υποστηρίζει ότι θα ψηφίσει τα μεγάλα κόμματα».
Τα μικρά κόμματα θα αποτελούσαν λύση; «Τα μικρά κόμματα είναι η άλλη τεράστια τραγωδία της Ελλάδας. Παροιμιώδης ανικανότητα και έλλειψη φαντασίας: Να παίζεις χωρίς αντίπαλο και να παίρνεις 3% είναι φοβερό».
Πάντως και στην Ιταλία, για παράδειγμα, με πλήθος μικρών και μεσαίων κομμάτων, επί περίπου μισό αιώνα οι πολίτες ψήφιζαν και οι συνθέσεις των κυβερνήσεων παρέμεναν σχεδόν οι ίδιες.«Πριν από 15 χρόνια όμως στην Ιταλία έγινε μια μεγάλη επανάσταση: Τα δύο μεγάλα κόμματα αυτοδιαλύθηκαν υπό το βάρος εγκλημάτων ελάχιστων σε σχέση με αυτά που βαραίνουν τα δικά μας κόμματα. Απλώς στην Ιταλία υπάρχουν δικαστές. Στην Ελλάδα υπάρχουν μισθοφόροι που ξέρουν νομικά».
Φοβάμαι ότι λόγω της μακροχρόνιας παραμονής σας στις ΗΠΑ μπαίνω διαρκώς στον πειρασμό να κάνω συγκρίσεις μεταξύ των δύο κοινωνιών. Εκεί πώς αντιμετωπίζονται τα φαινόμενα πολιτικής διαφθοράς; «Ο κυβερνήτης του Ιλινόι, μιας μεγάλης και σημαντικής Πολιτείας, βρίσκεται στη φυλακή για δέκα χρόνια. Στην Αγγλία υπάρχει πολιτικός ο οποίος τιμωρήθηκε με φυλάκιση τριών ετών για παραπλανητικές δηλώσεις εξόδων. Ο έλεγχος των εξουσιών στην Ελλάδα όμως έχει εξασφαλίσει την ατιμωρησία των πολιτικών. Η Αστυνομία αναλαμβάνει την καταστολή της οργής, η Δικαιοσύνη την προστασία των πολιτικών και την καταστολή της οργής, το κράτος να μη μας πιάσουν ποτέ στα πράσα. Για ένα πράγμα είμαι σίγουρος: Ουδείς θα πάει φυλακή».
Δεν ξέρω κανέναν ψηφοφόρο σε οποιοδήποτε κράτος του κόσμου που να είναι πιο συντηρητικός από τον έλληνα ψηφοφόρο – να ψηφίζει επί 35 χρόνια τους ίδιους ανθρώπους ελπίζοντας ότι ο ανιψιός θα είναι καλύτερος από τον θείο και ο γιος από τον πατέρα. Να ψηφίζει δηλαδή τους ίδιους ανθρώπους γνωρίζοντας πως είναι ελεεινοί, κλέφτες, άσχετοι, και, ακόμη και σήμερα, στις δημοσκοπήσεις το 40% του πληθυσμού να υποστηρίζει ότι θα ψηφίσει τα μεγάλα κόμματα
Είχατε πει σε πρόσφατη ομιλία σας αναφορικά με το ζήτημα της παραμονής ή εξόδου από τη χώρα για επαγγελματικούς λόγους ότι η επιλογή εξαρτάται από τον χαρακτήρα του καθενός. Εσείς για ποιον λόγο αποφασίσατε να φύγετε εκτός Ελλάδας; «Στην εποχή μου η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική. Δεν είναι ότι είχα καταλάβει τις δυνατότητές μου και ένιωθα ότι στο εξωτερικό θα μπορούσα να πετύχω όσα πέτυχα τελικά. Είχα πάρει ένα πτυχίο, είχα πάει στον στρατό, ήταν η χούντα, δεν ήθελα να μείνω άλλο στην Ελλάδα».
Επιστρέψατε παρ’ όλα αυτά. «Επέστρεψα το 1981 πιστεύοντας ότι θα μπορούσα να βοηθήσω να γίνει κάτι. Με την προοπτική ότι θα μείνω, πίστευα ότι η φάση των ΗΠΑ είχε τελειώσει».
Αλλά ξαναφύγατε το 1988. «Ναι, αλλά η αλήθεια είναι κάπως πιο πολυσύνθετη, όπως πάντα. Μετά τα πρώτα τρία χρόνια έβλεπα ότι διαμορφωνόταν μια διαδικασία εξόδου. Είχα βρει δουλειά στο εξωτερικό και προσπαθούσα απεγνωσμένα να κρατήσω μερικούς δεσμούς με την Ελλάδα, να διδάξω κάποιο εξάμηνο εδώ. Είχα όμως αρχίσει να φεύγω σταδιακά, λόγω ενός είδους ακαδημαϊκής διαφθοράς. Η πληροφορική γινόταν σημαντική, κονδύλια έρχονταν από την Ευρώπη, πολλοί ήθελαν να βάλουν το δάχτυλό τους στο βάζο με το μέλι».
Με την εμπειρία και των δύο ακαδημαϊκών συστημάτων, τι είναι αυτό που διασφαλίζει στον επιστήμονα καλύτερο περιβάλλον εργασίας στο αμερικανικό πανεπιστήμιο σε σχέση με το ελληνικό; «Πάρα πολλά πράγματα. Η ποικιλία που εξασφαλίζουν δημόσια και ιδιωτικά πανεπιστήμια – θεωρώ το άρθρο του Συντάγματος που επιβάλλει μόνο το δημόσιο πανεπιστήμιο στην Ελλάδα κατάρα – και η αυτονομία των ιδρυμάτων αυτών. Θα σταθώ όμως σε ένα άλλο ζήτημα. Ας υποθέσουμε ότι θεωρούμαι ένας από τους καλούς καθηγητές που διαθέτει το πανεπιστήμιο στο οποίο εργάζομαι. Αυτό σημαίνει ότι αν το ΜΙΤ, για παράδειγμα, μου κάνει κάποια προσφορά και δεχθώ να πάω εκεί, ο κοσμήτορας και ο πρύτανης του πανεπιστημίου μου θα χάσουν τον ύπνο τους. Η απώλεια ενός καλού καθηγητή μπορεί να αποβεί πλήγμα στην καριέρα τους. Γιατί; Επειδή πρόκειται για διοικητικούς πανεπιστημίου καριέρας και η καριέρα τους ωφελείται όταν το πανεπιστήμιό τους γίνεται καλύτερο, ενώ δοκιμάζεται όταν χάνει ικανά στελέχη. Μια σύγκριση τώρα: Οταν έφυγα από το Πολυτεχνείο, αυτό έγινε έπειτα από ειδική συνεδρίαση με μοναδικό θέμα την απόλυσή μου. Θέλω να πω, όχι μόνο δεν προσπάθησε κανείς να με κρατήσει, έκαναν και πάρτι!».
Εχει σημασία η διάκριση μεταξύ ενός πανεπιστημιακού με αποκλειστικά διοικητική ενασχόληση και εκείνου που θα επικεντρώνεται στο διδακτικό και ερευνητικό έργο; Ρωτάω επειδή ήταν ένα από τα ακανθώδη σημεία του νέου νομοσχεδίου για την Παιδεία που ψηφίστηκε από τη Βουλή. «Εχω δει τον νόμο, αλλά δεν τον έχω μελετήσει ενδελεχώς και, όπως ξέρετε, ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες. Ως αρχή ακούγεται σωστή. Προφανώς, θα πρέπει όσοι ασχολούνται με τη διοίκηση να είναι επιφανείς πανεπιστημιακοί, αναγνωρισμένοι από την ακαδημαϊκή κοινότητα, δεν το αρνείται κανείς, ωστόσο από ένα σημείο και μετά θα πρέπει να έχουν επιλέξει μια καριέρα που να τους οδηγεί σε ανώτερες διοικητικές θέσεις σε πανεπιστήμια της Ελλάδας, ή – γιατί όχι; – και του εξωτερικού. Αλλά το χειρότερο πράγμα που έχουν κάνει οι πολιτικοί στο πανεπιστήμιο είναι ότι έχουν προσδέσει τη σπουδάζουσα νεολαία, το πιο αγνό τμήμα του ελληνικού λαού, στις κομματικές παρατάξεις. Το αποτέλεσμα είναι ο συντηρητισμός να διαχέεται στους φοιτητές μέσω των κομματικών νεολαιών και οι ηγέτες τους να περιμένουν τη σειρά τους για να γίνουν βουλευτές και υπουργοί».
Κάτι που δείχνει πως ακόμη και οι καλές προθέσεις μπορούν στην πορεία να διαστρεβλωθούν. Γιατί η συμμετοχή των φοιτητών στη διοίκηση των πανεπιστημίων νοήθηκε ως άκρως προοδευτικό και επιθυμητό μέτρο στο πλαίσιο των φοιτητικών αγώνων των δεκαετιών του ’60 και του ’70.«Οπωσδήποτε. Οταν επέστρεψα μετά τη χούντα ζητούσα και εγώ επίμονα να αυξηθούν τα ποσοστά συμμετοχής τους. Υπήρχε, βλέπετε, ο θεσμός της έδρας, μια ολόκληρη αρτηριοσκληρωτική ακαδημαϊκή τάξη που προσπαθούσε να σταματήσει την πρόοδο. Εκείνη την εποχή σίγουρα το μέτρο ήταν επιθυμητό, είδατε όμως πού κατέληξαν τα πράγματα. Για να είμαστε πάντως ειλικρινείς, όταν θεσμοθετείται ένας νόμος που θα διέπει το ακαδημαϊκό τοπίο επί δεκαετίες δεν μπορεί να κριθεί από όσα βλέπει κανείς εκείνη τη στιγμή».
Το «Logicomix» που γράψατε με τον Απόστολο Δοξιάδη το 2008 γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Πιστεύατε, όταν το ξεκινούσατε, ότι θα μπορούσε να γνωρίσει τέτοια απήχηση; «Με τίποτε δεν περιμέναμε τόσο μεγάλη επιτυχία. Είχαμε επίγνωση του γεγονότος ότι κάναμε πολύ καλή δουλειά, ότι δεν συμβιβαστήκαμε. Μας ήταν επίσης γνωστό ότι το θέμα του ήταν δύσκολο – διαβάζει κόμικς κανείς για να ξεσκάσει, όπως και να το κάνουμε».
Εσείς διαβάζετε κόμικς; «Οταν αρχίσαμε να το δουλεύουμε με τον Απόστολο Δοξιάδη το 2001, με ρώτησε αν θέλω να το κάνουμε υπό μορφή κόμικ. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να βάλω τα γέλια. Οταν κατάλαβα ότι το έλεγε στα σοβαρά, πήγα να βάλω τα κλάματα. Μετά γνώρισα τους καλλιτέχνες, εντυπωσιάστηκα με τη δουλειά τους, διάβασα κόμικς για να καταλάβω τις δυνατότητες του μέσου. Ως τότε νόμιζα ότι δεν είχα ασχοληθεί καθόλου με κόμικς. Πριν από δύο καλοκαίρια όμως, όταν επισκεύαζα το σπίτι μου στα Εξάρχεια, ανακάλυψα κάτι μπαούλα με τετράδια από το δημοτικό ως το πανεπιστήμιο που είχε φυλάξει η μάνα μου. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και δύο τετράδια με σχέδιο και ιστορίες που είχα γράψει – πρώιμο graphic novel του οποίου την ύπαρξη είχα ξεχάσει εντελώς όλα αυτά τα χρόνια! Τώρα πια βέβαια διαβάζω τα πάντα».
Περίπου μέχρι τη δεκαετία του ’80 το κόμικ καυτηριαζόταν γενικά ως παραλογοτεχνία και η προβολή του ήταν μάλλον αρνητική. «Οντως. Και μπορεί το 90% των κόμικς να ανταποκρίνονταν σε αυτόν τον χαρακτηρισμό. Υπήρχαν όμως και διαμάντια. Κοιτάξτε, γύρω στο 1860 τα μπεστ σέλερ της εποχής περιελάμβαναν μυθιστορήματα και ποίηση. Τα μυθιστορήματα θεωρούνταν παρακατιανό είδος, καλά μόνο για γυναίκες και ανθρώπους κατώτερης πνευματικής στάθμης. Η θεά των τεχνών ήταν η ποίηση. Αν συνιστούσες σε κάποιον να διαβάσει ένα βιβλίο, εννοούσες Μπάιρον, όχι Ντίκενς. Σήμερα, ο όρος βιβλίο είναι πια ταυτισμένος με το μυθιστόρημα. Εγώ νομίζω, και πολλοί συμφωνούν, ότι το 2050 το μυθιστόρημα δεν θα είναι πια το κυρίαρχο λογοτεχνικό είδος. Το ερώτημα είναι τι θα το διαδεχθεί. Ε, το graphic novel δεν είναι κακός υποψήφιος!».
Η αφήγηση, αν δεν κάνω λάθος, έχει κεντρική θέση στη μεθοδολογία της διδασκαλίας σας – κάνετε ένα λογοπαίγνιο με τον «μύθο» και τα «μαθηματικά» μιλώντας για «mythematics».
«Αρχή της όλης ιδέας είναι η παρατήρηση ότι από τη διδασκαλία στο πανεπιστήμιο απουσιάζει εντελώς η αφήγηση. Τόσο το σχολείο όσο και το πανεπιστήμιο είναι ένα πολύ πρόσφατο πείραμα· αν πούμε ότι η πολιτισμική ιστορία του ανθρώπινου είδους μετρά 50.000 χρόνια, σχολείο υφίσταται εδώ και 2.000 χρόνια, ενώ πανεπιστήμιο μόλις την τελευταία χιλιετηρίδα. Την προηγούμενη περίοδο τα πάντα μεταδίδονταν μέσω ιστοριών, πώς οργώνεις, πώς κυνηγάς, πώς βρίσκεις ταίρι, πώς παντρεύεσαι, πώς μεγαλώνεις τα παιδιά σου, τι πρέπει να πιστεύεις, ποια είναι η βούληση των θεών ή των πνευμάτων. Ο εξοστρακισμός αυτής της πρακτικής διδασκαλίας από την εκπαίδευση μου φαίνεται επικίνδυνη. Αν για να σου εξηγήσω το ίδιο ζήτημα χρησιμοποιήσω ένα λογικό επιχείρημα και μια ιστορία, το μυαλό σου θα θυμηθεί την ιστορία. Επομένως, θεωρώ χαμένη ευκαιρία εκ μέρους του δασκάλου να μη διακόπτει τον συμβατικό τρόπο διδασκαλίας με μια αφήγηση σχετική, ή ακόμη και άσχετη, με το αντικείμενο της στιγμής».
Είναι αυτό το πλαίσιο της ερμηνείας της διδασκαλίας των μαθηματικών για ένα μαθητικό ή και ευρύτερο κοινό που σας έκανε να ασχοληθείτε με το μυθιστόρημα γράφοντας το «Τούρινγκ» το 2003; «Κάπως ανάποδα έγινε, για να είμαι ειλικρινής. Τελειώνοντας το “Τούρινγκ”, κάθησα και σκέφτηκα: “Τώρα γιατί το έκανα αυτό;”. Και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ήταν ακριβώς επειδή μου άρεσε να λέω ιστορίες και να μιλώ για τα μαθηματικά και την πληροφορική. Βέβαια, σήμερα λέω ότι αγαπώ πολύ αυτό το βιβλίο, μου άλλαξε τη ζωή και είμαι περήφανος για αυτό, αλλά αν το έγραφα σήμερα θα το έκανα πολύ διαφορετικό».
Θα το ξανακάνετε μελλοντικά; Θα γράψετε κάτι σε αυτήν τη φόρμα; «Αυτήν τη στιγμή τελειώνω ένα μυθιστόρημα».
Αρα, το κάνατε ήδη... «Δεν έχει άμεση σχέση με τα μαθηματικά, αν και ο αφηγητής είναι ένας αποτυχημένος μαθηματικός. Πολλοί από τους στοχασμούς τόσο του αφηγητή όσο και άλλων ηρώων έχουν να κάνουν με τον τρόπο με τον οποίο η τυχαιότητα και το ρίσκο διαφεντεύουν τη ζωή μας. Ο τίτλος είναι “Ανεξαρτησία” – παραπέμπει τόσο στην ελληνική Ιστορία όσο και σε τεχνικό όρο της θεωρίας των πιθανοτήτων. Πρόκειται για την ιστορία μιας ελληνικής οικογένειας, μιλάει για τη χούντα, το αντάρτικο πόλεων και το 1821».
Ποιο παράδειγμα θα χρησιμοποιούσατε για να πείσετε για τη γοητεία των μαθηματικών, όχι για τη χρησιμότητά τους, κάποιον που δεν είναι εξοικειωμένος με την επιστήμη αυτή; «Στο “Logicomix” υπάρχει μια σκηνή με τον μεγάλο μαθηματικό και φιλόσοφο Μπέρτραντ Ράσελ σε ηλικία 13 ετών να διαβάζει Ευκλείδη και να καταλαβαίνει για πρώτη φορά τι σημαίνει απόδειξη – ένα επιχείρημα στο οποίο δεν χωρούν “αλλά” και “γιατί”. Αυτό μπορεί να πείσει κάποιον για τη δύναμη των μαθηματικών. Στη ζωή μας θέλουμε να είμαστε σίγουροι – και δεν μπορούμε, είναι αδύνατον. Τα μαθηματικά είναι ένας χώρος στον οποίο υφίσταται μια ελπίδα σιγουριάς. Αυτή είναι όχι ακριβώς η γοητεία, αλλά η έλξη των μαθηματικών. Για τη γοητεία θα παρέπεμπα κάποιον που είναι μαθηματικός σε ένα καταπληκτικό βιβλίο στα αγγλικά που λέγεται “Proofs from the Book”. Ενας μεγάλος μαθηματικός, ο Πολ Ερντος, έλεγε πως υπάρχει ένα βιβλίο στον ουρανό όπου γράφονται οι πολύ όμορφες αποδείξεις – και αυτό το βιβλίο προσπαθεί να το κάνει αυτό. Τα μαθηματικά για εμένα σε κάνουν να νιώθεις όπως μπροστά στον Βαν Γκογκ ή στον Μπετόβεν: Το μυαλό σου βρίσκεται σε αδυναμία να πιστέψει την ομορφιά που βλέπει».
Είχατε την τύχη να ζήσετε στη σταδιοδρομία σας την ακμή μιας επιστήμης που καθόρισε μια ολόκληρη εποχή, κάτι που δεν συμβαίνει συχνά. Παρατηρείτε συνειδητά στην καθημερινότητά σας τις διαφορές μεταξύ της εποχής που αρχίσατε να ασχολείστε με την πληροφορική ως φοιτητής και του σήμερα; «Εννοείται, δεν είναι κάτι που περνά απαρατήρητο. Στο βιβλίο που γράφω τώρα ο αφηγητής και η μητέρα του βρίσκονται στο Βερολίνο όταν πέφτει το Τείχος. Εκείνη βρισκόταν στο Πολυτεχνείο και αργότερα στο αντάρτικο πόλεων και σε μια συζήτησή τους αργότερα του αναφέρει ότι ύστερα από τόσα χρόνια και τόσους αγώνες η πτώση του Τείχους ήταν η πρώτη επανάσταση που είδε. Σε μια νέα συνάντησή τους όμως του λέει: “Δεν ήταν αυτή η επανάσταση, η επανάσταση όντως συνέβη εκείνον τον μήνα, αλλά έγινε αλλού”. Αναφέρεται στην προσπάθεια ενός άγγλου φυσικού στην Ελβετία να διαβάσει μέσω τηλεφωνικών γραμμών επιστημονικές εργασίες που βρίσκονταν στη μνήμη απομακρυσμένων υπολογιστών και στην πορεία ανακάλυψε το “κλικ”. Το “κλικ” ήταν που έφερε την επανάσταση – για εμένα ο υπολογιστής είναι το γκατζετάκι που μας έφερε το “κλικ”».
Για να παραφράσω τον τίτλο ενός παλιότερου βιβλίου σας, προφανώς και δεν νοείται να επιβάλουμε «Ισόβια στους χάκερ». Ωστόσο, με την ανάπτυξη των social media τα ζητήματα των προσωπικών στοιχείων μάς απασχολούν ακόμη περισσότερο. Τι θα λέγατε για αυτό, επτά χρόνια μετά την εποχή που γράψατε το συγκεκριμένο βιβλίο; «Η “privacy”, η ιδιωτική ζωή, όπως και η πρόσβαση, θα είναι πάντα ένας αγώνας. Οπως και η καλή αμοιβή για τη δουλειά ή η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Από τη δική μου σκοπιά ο συγκεκριμένος αγώνας πάει καλά, υπό την έννοια ότι το ιδεολογικό παιχνίδι έχει κερδηθεί. Το ζήτημα είναι πώς θα πετύχει κανείς να κάνει κυβερνήσεις και εταιρείες να σέβονται το γεγονός ότι η ζωή μας είναι ιερή και απαραβίαστη. Για να είμαι ειλικρινής, πιστεύω ότι στο τέλος η λύση σε αυτό θα είναι οικονομική. “Θέλεις τα στοιχεία μου; Πάρ’ τα. Πόσα πληρώνεις; Σου τα δίνω. Εγώ χρεώνω τόσα”. Κάτι τέτοιο βέβαια απαιτεί πρώτα απ’ όλα συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο, τεχνολογικό πλαίσιο και ούτω καθεξής».
Στην πρώτη σας παραμονή στις ΗΠΑ είχατε συνυπογράψει ένα επιστημονικό άρθρο με κάποιον ο οποίος θα άλλαζε άρδην τις καθημερινές μας συνήθειες. Τι εντύπωση σας είχε κάνει ο φοιτητής Μπιλ Γκέιτς το 1976; «Η πρώην σύζυγός μου μου θύμισε ότι της είχα πει πως συνάντησα έναν προπτυχιακό σπουδαστή ο οποίος είναι ο πιο έξυπνος άνθρωπος που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Δεν θυμάμαι προσωπικά αυτά ακριβώς τα λόγια, θυμάμαι όμως πόσο είχα εντυπωσιαστεί. Απόλυτα εστιασμένος στον σκοπό του, σε σημείο παραξενιάς, ιδιοφυής όμως, έβλεπε πολύ μακριά».
Τι θα λέγατε σε έναν αντίστοιχο νέο σήμερα, φοιτητή ή μαθητή, άσχετα αν διακρινόταν από την ευφυΐα του Μπιλ Γκέιτς ή όχι; «Είχα μιλήσει πρόσφατα σε ένα λύκειο για το “Logicomix”. Ενας μαθητής με ρώτησε μετά τι έχω να πω για το σήμερα, που τα πάντα καταρρέουν. Τα παιδιά αυτά βλέπουν κάτι που στο κάτω κάτω δημιούργησαν οι γονείς τους με την ψήφο τους· δεν πρόκειται για μια χούντα, για μια εισβολή, για μια κατάσταση που επιβλήθηκε από εξωτερικούς παράγοντες. Το μόνο πράγμα που μπορούσα να απαντήσω είναι ότι έχουν υπάρξει και χειρότερες καταστάσεις, όπως η χούντα ή η Κατοχή, και ποτέ κανένα παιδί δεν μετάνιωσε που έμαθε κάτι καινούργιο, που έφτιαξε κάτι με τα χέρια του, που έγραψε ένα τραγούδι. Το να γίνεις καλύτερος και να προσφέρεις στους άλλους είναι πάντα αποδοτικό. Και πάντα έχει νόημα».