Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Ασπίδα για τον καρκίνο

 

Μια ασπιρίνη την ημέρα μειώνει θεαματικά τις πιθανότητες εκδήλωσης της νόσου!

Η καθημερινή λήψη ασπιρίνης μπορεί να μειώσει σε σημαντικό βαθμό τον κίνδυνο εκδήλωσης διαφόρων τύπων καρκίνου και παράλληλα να ανακόψει τις μεταστάσεις έως και κατά 50%, σύμφωνα με επιστήμονες.

Η διαπίστωση αυτή που προκύπτει από δύο καινούργιες έρευνες που δημοσιεύτηκαν την περασμένη Τρίτη, ενισχύει τις υπάρχουσες ενδείξεις ότι το συγκεκριμένο σκεύασμα, που είναι φθηνό και τόσο διαδεδομένο, μπορεί ν' αποτελεί ένα πανίσχυρο όπλο κατά του καρκίνου.

Οι δύο έρευνες διενεργήθηκαν από ερευνητές του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης με επικεφαλής τον καθηγητή Κλινικής Νευρολογίας, Πίτερ Ρόθγουελ, και δημοσιεύτηκαν στην επιθεώρηση «The Lancet».

Στην πρώτη περίπτωση, οι ερευνητές ανέλυσαν έναν μεγάλο όγκο ιατρικών δεδομένων που αφορούσαν δεκάδες χιλιάδες άντρες και γυναίκες και τα οποία λαμβάνονταν επί πολλά χρόνια. Διαπίστωσαν ότι στους ανθρώπους που έπαιρναν ασπιρίνη σε καθημερινή βάση επί τρία χρόνια ο κίνδυνος ν' αναπτύξουν καρκίνο είχε μειωθεί κατά 25% συγκριτικά με άλλους ανθρώπους που δεν λάμβαναν το συγκεκριμένο φάρμακο.

Μετά την πάροδο πέντε ετών, ο κίνδυνος θανάτου από καρκίνο είχε μειωθεί κατά 37% μεταξύ εκείνων που έπαιρναν ασπιρίνη.

ΣΤΑΜΑΤΑΕΙ ΤΙΣ ΜΕΤΑΣΤΑΣΕΙΣ. Στο πλαίσιο της δεύτερης μελέτης, οι ερευνητές ανέλυσαν τα αποτελέσματα πέντε μεγάλων ερευνών που είχαν γίνει στη Βρετανία και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η λήψη ασπιρίνης μείωνε τον κίνδυνο μεταστάσεων συγκεκριμένων τύπων καρκίνου.

Πιο συγκεκριμένα, οι άνθρωποι που λάμβαναν ασπιρίνη σε καθημερινή βάση επί εξίμισι χρόνια κατά μέσο όρο είχαν κατά 36% μικρότερο κίνδυνο να παρουσιάσουν μεταστάσεις και 46% λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν αδενοκαρκινώματα, δηλαδή καρκίνους που εκδηλώνονται κατά κύριο λόγο στο έντερο, τους πνεύμονες και τον προστάτη.

Η καθημερινή λήψη ασπιρίνης, σύμφωνα και με τις δύο έρευνες, μειώνει επίσης τον κίνδυνο μετάστασης του καρκίνου του παχέος εντέρου. Ο βρετανός καθηγητής θεωρεί πως είναι επείγουσα ανάγκη να ξεκινήσουν κλινικές δοκιμές για να διαπιστωθεί η αποτελεσματικότητα της ασπιρίνης ως φαρμάκου κατά του καρκίνου.

Από την πλευρά του, ο επίκουρος καθηγητής Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ, Αντριου Τσαν, δήλωσε ενθουσιασμένος με την προοπτική να χρησιμοποιείται η ασπιρίνη ως χημειοανασταλτικός παράγοντας. Ο ίδιος και οι συνάδελφοί του θεωρούν άκρως εντυπωσιακό το γεγονός ότι η καθημερινή λήψη ασπιρίνης μπορεί να μειώσει κατά 75% τον καρκίνο του οισοφάγου και κατά 40% με 50% τον καρκίνο του παχέος εντέρου, «που αποτελεί την πιο κοινή μορφή καρκίνου σήμερα».

Οι ερευνητές θεωρούν καθοριστικής σημασίας την ανασταλτική δράση που έχει η ασπιρίνη στην εκδήλωση μεταστάσεων. Κι αυτό γιατί είναι οι ίδιες οι μεταστάσεις που επιφέρουν συχνότερα τον θάνατο στους καρκινοπαθείς. «Με δεδομένο ότι περισσότεροι από τους μισούς τύπους καρκίνου κάνουν μεταστάσεις, μπορούμε να πούμε ότι για κάθε πέντε ανθρώπους που παίρνουν ασπιρίνη οι δύο εξ αυτών δεν θα εκδηλώσουν μετάσταση. Πρόκειται για πολύ μεγάλο όφελος».

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

Περί έρωτος


Θα εύχομαι να σε δω… θεότρελλη! (Γερ. Παϊσίου Αγιορείτου)


 
Ο θείος  έρως
- Γέροντα, ο θείος έρως είναι η αγάπη για τον Θεό;
Ο θείος έρως είναι κάτι ανώτερο από την αγάπη για τον Θεό· είναι τρέλλα. Αγάπη-έρως-τρέλλα, όπως φθόνος-μίσος-φόνος. Η ακριβή αγάπη προς τον Θεό, με τις θυσίες της, γλυκοβράζει την καρδιά, και σαν τον ατμό πετιέται ο θείος έρως, ο οποίος δεν μπορεί να συγκρατηθεί, και ενώνεται με τον Θεό.
Ο θειος έρως λυγίζει τα σκληρά κόκκαλα και γίνονται τόσο μαλακά, που ο άνθρωπος δεν μπορεί να σταθεί όρθιος, πέφτει κάτω! Γίνεται σαν την λαμπάδα που βρίσκεται σε θερμό χώρο και δεν μπορεί να σταθεί όρθια· πότε λυγίζει από εδώ, πότε λυγίζει από εκεί. Τη σιάζεις, αλλά πάλι λυγίζει, πάλι πέφτει, γιατί είναι θερμός ο χώρος, πολύ θερμός… Όταν κανείς βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση και πρέπει να πάει κάπου ή να κάνει κάποια δουλειά, δεν μπορεί· παλεύει, προσπαθεί να βγει από αυτή την κατάσταση…
- Γέροντα, όταν βρίσκεται κανείς στην κατάσταση του θείου έρωτος, αν πονάει, το αισθάνεται;
Ό πόνος, αν είναι πολύ δυνατός, μετριάζεται και γίνεται υποφερτός· αν είναι λίγος, χάνεται. Βλέπεις, όσοι είναι ερωτευμένοι, συνεπαίρνονται τελείως, ούτε ύπνος τους πιάνει. Μου έλεγε ένας μοναχός: «Γέροντα, ο αδελφός μου έχει ερωτευθεί μια γύφτισσα, και ούτε να κοιμηθεί μπορεί. Συνέχεια “Παρασκευούλα μου, Παρασκευούλα μου” λέει. Μάγια του έχουν κάνει; δεν ξέρω! Εγώ τόσα χρόνια καλόγερος, δεν αγαπώ την Παναγία ούτε όσο αγαπάει ο αδελφός μου αυτή τη γύφτισσα! Καθόλου να μη σκιρτάει η καρδιά μου!».
Δυστυχώς υπάρχουν πνευματικοί άνθρωποι που σκανδαλίζονται με τη λέξη «θείος έρως». Δεν έχουν καταλάβει τι θα πει «θειος έρως» και θέλουν να βγάλουν τη λέξη αυτή από τα Μηναία και από την Παρακλη­τική, γιατί λένε ότι σκανδαλίζει. Πού φθάσαμε! Αντίθετα, οι κοσμικοί που έχουν ζήσει τον κοσμικό έρωτα, αν τους μιλήσεις για θείο έρωτα, αμέσως λένε: «Κάτι ανώτερο θα είναι αυτό». Πόσα παιδιά που γνώρισαν τον κοσμικό έρωτα τα φέρνω αμέσως σε λογαριασμό, όταν τους μιλώ για τον θείο έρωτα! «Εσείς πέσατε κάτω καμμιά φορά από την αγάπη που νιώσατε; τα ρω­τάω. Νιώσατε ποτέ εσείς έτσι που να μην μπορείτε να κουνηθείτε, να μην μπορείτε να κάνετε τίποτε;». Αμέσως καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι κάτι ανώτερο και συνεννοούμαστε. «Αν εμείς, λένε, από αυτό το κοσμικό κάτι νιώθουμε, φαντάσου τί θα είναι εκείνο το ουράνιο!».

Η θεία τρέλλα
-   Πώς μπορείς να παλαβώσεις, Γέροντα, από την αγάπη του Θεού;

Να συναναστρέφεσαι με …παλαβούς, για να σου μεταδώσουν τη τρέλλα τους την πνευματική! Θα εύχομαι να σε δω …θεότρελλη! Αμήν.

Έχω κι εγώ μια μικρή πείρα από την πνευματική τρέλλα, η οποία προέρχεται από το θείο έρωτα. Φθά­νει τότε ο άνθρωπος στη θεία αφηρημάδα και δεν θέλει να σκέφτεται τίποτε εκτός από το Θεό, τα θεία, τα πνευματικά, τα ουράνια. Ερωτευμένος πια θεϊκά, καίγεται εσωτερικά, γλυκά, και ξεσπάει εξωτερικά, παλαβά, μέσα στο θείο χώρο της σεμνότητος, δοξολογώντας σαν Άγγελος μέρα-νύχτα το Θεό και Πλάστη του.
-   Είναι έκστασις αυτό, Γέροντα;
Ναι, είναι εκτός εαυτού τότε ο άνθρωπος, με την καλή έννοια. Αυτό είναι… «εκστηθί φρίττων ουρανέ».
Η θεία τρέλλα βγάζει τον άνθρωπο έξω από την έλξη της γης· τον ανεβάζει στο θρόνο του Θεού, και νιώθει πια ο άνθρωπος τον εαυτό του σαν το σκυλάκι στα πόδια του αφεντικού του και του γλείφει τα πόδια με χαρά και ευλάβεια.

(Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, «Λόγοι. Ε΄», σ. 205-207 –απόσπασμα- . Εκδ. Ι. Ησυχαστηρίου Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, Σουρωτή Θεσ/νίκης)

Eρνέστο Καρντενάλ


Προσευχή για τις Μαίριλυν Μονρόε

Θα μπορούσε να είναι και μιά προσευχή για όλες τις Μαίριλυν , τις θαμπωμένες από τα ψεύτικα φώτα των ΜΜΕ και τις υποσχέσεις για γρήγορο πλουτισμό , κρεμούν τη φρέσκια σάρκα τους στα τσιγκέλια των τηλεκρεοπωλείων και «αυτοκτονούν» σε κοινή θέα.
Το ποιημα έχει γράψει ο Eρνέστο Καρντενάλ , ένας χριστιανός θεολόγος από τη Νικαράγουα ,ποιητής προταθείς για βραβείο Νόμπελ, και πρώην ιερέας του Βατικανού , καθαιρεθείς επειδή μετείχε ως υπουργός στην αντιαποικιοκρατική κυβέρνηση των Σαντινίστας.
cardenal.jpg


ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΙΡΙΛΥΝ ΜΟΝΡΟΕ
Κύριε,
Δέξου την κοπέλα αυτή, γνωστή σε όλη τη γη,
με το όνομα Μαίριλυν Μονρόε.
Αν και δεν είναι αυτό το αληθινό της όνομα
(αλλά Εσύ ξέρεις το αληθινό της,
αυτό της μικρής ορφανής που βιάστηκε στα εννιά της χρόνια
και της μικρής εργάτριας που στα δεκάξι της ήθελε να αυτοκτονήσει),
που παρουσιάζεται τώρα μπροστά Σου
χωρίς κανένα μακιγιάζ, χωρίς τον ατζέντη της,
χωρίς φωτογράφους και χωρίς να υπογράφει αυτόγραφα,
μόνη σαν ένας αστροναύτης στη διαστημική νύχτα.
Όταν ήταν παιδί ονειρεύτηκε, ότι στεκόταν γυμνή σε μια εκκλησιά
Σύμφωνα με τη διήγηση του ΤΙΜΕ)
μπροστά σ΄ ένα πλήθος που γονάτιζε με τα πρόσωπα στο έδαφος
κι έπρεπε να περπατήσει στις μύτες των ποδιών της, για να μην πατήσει τα κεφάλια.
Εσύ ξέρεις τα όνειρά μας καλύτερα παρά οι ψυχίατροι.
Εκκλησία, σπίτι, υπόγειο, είναι η σιγουριά της μητρικής αγκαλιάς.
Αλλά και κάτι περισσότερο από αυτό επίσης
Τα κεφάλια είναι φανερό ότι είναι οι θαυμαστές
(η μάζα των κεφαλιών στο σκοτάδι κάτω από μια φωτοπλημμύρα).
Όμως το τέμπλο δεν είναι στούντιο της 20TH CENTURY FOX
Που έκαναν το ναό σπηλιά ληστών.

Κύριε,
Σ αυτόν τον κόσμο, το μολυσμένο από αμαρτίες και ραδιενέργεια
Εσύ δεν θα ενοχοποιήσεις τόσο πολύ μια μικρή εργάτρια,
Που όπως κάθε μικρή εργάτρια ονειρεύτηκε να γίνει σταρ του σινεμά.
Το όνειρο βγήκε αληθινό (αλλά σαν την αλήθεια του τεχνικολόρ).
Εκείνη αυτό που έκανε ήταν να παίξει αυτό που της είπαμε
-το έργο της ίδιας μας της ζωής- κι ήταν ένα έργο παράλογο.
Συγχώρα την ,Κύριε, και συγχώρα μας για την 20TH CENTURY-FOX μας
γι αυτήν την τεράστια Υπέρ-Παραγωγή, όπου όλοι μας έχουμε δουλέψει.
Πεινούσε γι΄ αγάπη και της προσφέραμε ηρεμιστικά.
Για τη θλίψη που δεν είμαστε άγιοι της συστήσαμε την ψυχανάλυση.
Θυμήσου, Κύριε, τον αυξανόμενο φόβο στο δωμάτιο
Και το μίσος για το μακιγιάζ επιμένοντας να την μακιγιάρουν σε κάθε σκηνή-
Και πόσο μεγάλωνε η φρίκη κι η σύγχυση στο στούντιο.
Σαν κάθε μικρή εργάτρια ονειρεύτηκε να γίνει σταρ του σινεμά
κι η ζωή της υπήρξε τόσο μη πραγματική
σαν ένα όνειρο που ένας ψυχίατρος το αναλύει και το αρχειοθετεί.
Τα ειδύλιά της ήταν ένα φιλί με κλεισμένα μάτια, που όταν τα άνοιγε
ανακάλυπτε ότι βρισκόταν κάτω από προβολείς
κι οι προβολείς έσβηναν κι αποσυναρμολογούνταν οι δυο τοίχοι (ήταν ένα σετ
κινηματογραφικό), ενώ ο σκηνοθέτης απομακρύνονταν με το λιμπρέτο του
γιατί η σκηνή είχε γυριστεί.
Ή σαν ένα ταξίδι με γιωτ, ένα φιλί στη Σιγκαπούρη, ένας χορός στο Ρίο,
η υποδοχή στην κατοικία του Δούκα και της Δούκισσας του Ουίνδσορ
ειδωμένους στη μικρή σάλα του θλιβερού διαμερίσματος.
Το φιλμ τελείωσε χωρίς το φιλί στο τέλος.
Τη βρήκαν νεκρή στην κάμαρή της με το χέρι στο τηλέφωνο.
Κι οι αστυνομικοί δεν έμαθαν ποιον καλούσε.
Εφυγε
σαν κάποιον που σχημάτισε τον αριθμό της μοναδικής φιλικής φωνής
κι ακούει από ένα δίσκο να του λένε: ΡΟΝΓΚ ΝΑΜΠΕΡ (Λάθος Αριθμός)
ή σαν κάποιον πληγωμένο απ΄ τους γκάγκστερς
που τεντώνει το χέρι του σ΄ ένα τηλέφωνο αποσυνδεμένο.
Κύριε,
Όποιον κι αν ήθελε να καλέσει και δεν τον κάλεσε (κι ίσως να μην ήταν κανείς
Ή ήταν κάποιος που ο αριθμός του στον τηλεφωνικό κατάλογο του Λος Άτζελες
δεν υπάρχει)
απάντησε Εσύ στο τηλέφωνο.
ΠΗΓΗ: ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΙΚΡΑ ΔΟΚΙΜΙΑ

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ


Μικρές αλλαγές στην καθημερινή ζωή σας μπορεί να φέρουν μεγάλες αλλαγές
στην υγεία σας, όπως δείχνουν νέες μεγάλες έρευνες. Ο αναπληρωτής καθηγητής
Καρδιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Χρήστος Πίτσαβος, ο αναπληρωτής
καθηγητής Ορθοπεδικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκος Παπαϊωάννου και ο
καθηγητής Προληπτικής Ιατρικής και Διατροφής του Πανεπιστημίου Κρήτης
Αντώνης Καφάτος, δίνουν πρακτικές συμβουλές για να αλλάξετε με ανώδυνο
τρόπο (χωρίς να το καταλάβετε) το προφίλ της.
υγείας σας.

Αφαιρέστε ένα γραμμάριο αλάτι την ημέρα από το φαγητό σας!

Μεγάλη έρευνα από τα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Λίβερπουλ, η οποία
παρουσιάστηκε πρόσφατα στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Καρδιολογικής
Εταιρείας στο Σαν Φραντσίσκο, έδειξε ότι περισσότερες από 21.000 ζωές στη
Βρετανία θα σώζονταν κάθε χρόνο από τη στεφανιαία νόσο αν οι κάτοικοί της
έτρωγαν μόνο ένα γραμμάριο λιγότερο αλάτι την ημέρα, προσέθεταν ένα φρούτο
στην καθημερινή διατροφή τους και αντικαθιστούσαν το 1% της
προσλαμβανόμενης ενέργειας από κορεσμένα λίπη (ζωικά) ή τρανς λίπη
(υδρογονωμένα) με ακόρεστα (φυτικά).

Να θυμάστε ότι με κάθε αναποδογύρισμα της μέσης αλατιέρας πέφτει στο φαγητό
ποσότητα αλατιού έως μισό γραμμάριο, ενώ κάθε κουταλάκι του γλυκού αλάτι
είναι περίπου 5 γραμμάρια.

Αντικαταστήστε τα μυτερά παπούτσια με στρογγυλά ή τετράγωνα.

Οι καλύτεροι πελάτες των ορθοπεδικών γιατρών είναι οι γυναίκες που φορούν
μυτερά παπούτσια! «Τα παπούτσια με τριγωνική μύτη παραμορφώνουν τα δάκτυλα
και προκαλούν στις γυναίκες τα επώδυνα κότσια (την παραμόρφωση του μεγάλου
βλαισού δακτύλου)», τονίζει ο κ. Παπαϊωάννου.

Να φοράτε αντιηλιακό και τον χειμώνα ή τις συννεφιασμένες ημέρες.

«Τα αντιηλιακά δεν είναι μόνο για το καλοκαίρι και την ηλιοφάνεια»,
υπογραμμίζει ο δερματολόγος δρ Νικ Λόουι, σύμβουλος στο Νοσοκομείο
University College στο Λονδίνο. «Η UVA ακτινοβολία, ο ύπουλος εχθρός του
δέρματος, είναι παρούσα όλο τον χρόνο και διαπερνά σύννεφα και γυαλιά. Γι'
αυτό, να φοράτε κάθε μέρα αντιηλιακό (που θα καλύπτει την UVA ακτινοβολία),
τον χειμώνα με δείκτη προστασίας 15 και το καλοκαίρι με δείκτη προστασίας
30».

Να τρώτε τροφές με διάφορα χρώματα.

Κάθε χρώμα αντιπροσωπεύει διαφορετικές αντιοξειδωτικές ουσίες που
θωρακίζουν την υγεία, καθώς και θρεπτικά συστατικά που δρουν συνεργικά με
άλλα. Για παράδειγμα, η βιταμίνη C από τα φρούτα ενισχύει την απορρόφηση
του σιδήρου από τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά όπως το σπανάκι. Καθημερινά,
λοιπόν, σκεφθείτε αν φάγατε κάτι πράσινο, κάτι πορτοκαλί και κάτι κόκκινο.

Μειώστε τις ημερήσιες θερμίδες σας κατά 250 την ημέρα.

Θα χάνετε ένα περιττό κιλό τον μήνα, απλώς αφαιρώντας από τη διατροφή σας
π.χ. ένα ντόνατς (218 θερμίδες) ή μισή σοκολάτα γάλακτος (265 θερμίδες) ή
μια γκοφρέτα (203 θερμίδες) ή δύο αναψυκτικά (129 θερμίδες το ένα) ή
αλλάζοντας τα δύο πλήρη γαλακτοκομικά γιαούρτια (212 θερμίδες το απλό και
230 το στραγγιστό) με άπαχα (82 θερμίδες το ένα) ή αντικαθιστώντας την
τυρόπιτα στο κολατσιό (280 θερμίδες) με ένα μήλο (71 θερμίδες) ή ένα αχλάδι
(49 θερμίδες) ή ένα ροδάκινο (66 θερμίδες) ή 20 κεράσια (24 θερμίδες) ή 10
φράουλες (27 θερμίδες). «

Ελάττωση του σωματικού βάρους κατά 5 κιλά μπορεί να ελαττώσει την κακή
χοληστερόλη (LDL) κατά περίπου 5%-8%, ενώ για κάθε κιλό που χάνετε
αυξάνεται η καλή χοληστερόλη (HDL) κατά 0,35 μονάδες», λέει ο κ. Πίτσαβος.
«Επιπλέον, η βελτίωση του Δείκτη Μάζας Σώματος και η απόκτηση του ιδανικού
(για το ύψος και τις σωματικές δραστηριότητες κάθε ατόμου) βάρους
επαναφέρει τη συστολική και τη διαστολική πίεση στα φυσιολογικά επίπεδα».

Μη φοράτε τελείως ίσια παπούτσια.

«Μια μικρή ανύψωση (τακούνι 1,5 - 3 εκατοστά) είναι απαραίτητη για τη
στατική του σώματος», λέει ο κ. Παπαϊωάννου. «Έτσι, κατανέμεται το βάρος
του σώματος σε όλη την επιφάνεια του πέλματος και όχι μόνο στις φτέρνες και
δεν ταλαιπωρείται η μέση σας».

Μην τρώτε «ένα και καλό» γεύμα την ημέρα.

«Τα γεύματά μας κατά τη διάρκεια μίας ημέρας δεν πρέπει να υπερβαίνουν
συνολικά τα πέντε ή να είναι λιγότερα από τρία, για τη σωστή λειτουργία του
μεταβολισμού μας», εξηγεί ο κ. Πίτσαβος. «Να τρώτε τρία κύρια γεύματα
(πρωινό, μεσημεριανό, βραδινό) και δύο μικρότερα στα μεσοδιαστήματα (κατά
προτίμηση ένα φρούτο ή ένα γιαούρτι)». Μοιράστε λοιπόν το φαγητό της
ημέρας, για να έχετε ομοιόμορφη απελευθέρωση της γλυκόζης στο αίμα και
επομένως αύξηση της σωματικής και διανοητικής αντοχής και αποφυγή της
υπνηλίας.

Να δουλεύετε στη σωστή εργονομική θέση.

Η κακή στάση μπροστά στον ηλεκτρονικό υπολογιστή καταπονεί τον αυχένα, τη
σπονδυλική στήλη και τους καρπούς, με αποτέλεσμα να προκαλούνται πόνοι στη
μέση και τον σβέρκο και φλεγμονές. «Η οθόνη πρέπει να είναι στο ύψος των
ματιών για να μη σκύβετε», συμβουλεύει ο κ. Παπαϊωάννου. «Κάτω από τον
καρπό πρέπει να υπάρχει ένα μαξιλαράκι (pad), για να μην προκαλούνται
τενοντίτιδες. Η ράχη πρέπει να στηρίζεται καλά στην καρέκλα. Η καρέκλα
πρέπει να είναι περιστρεφόμενη, ώστε να μη στρέφουμε το σώμα μας προς την
οθόνη».

Κάνετε ασκήσεις ενώ βλέπετε τηλεόραση.

Καθώς βλέπετε τηλεόραση στο τέλος της ημέρας, ξαπλώστε στο χαλί για
διατάσεις του κορμού (πολύ ανακουφιστικές μετά την καθιστική δουλειά στο
γραφείο) και μερικές ασκήσεις κοιλιακών μυών (για να κρατούν καλά τη μέση
και την πλάτη), οι οποίοι δεν γυμνάζονται με τις καθημερινές εργασίες.

Μπορείτε επίσης να κάνετε μερικές ασκήσεις με μπάλα γυμναστικής, είτε
πατώντας τα πόδια στο πάτωμα και τεντώνοντας προσεκτικά την πλάτη στην
επιφάνειά της είτε κάνοντας κυκλικές κινήσεις με τους γοφούς ενώ κάθεστε
πάνω στην μπάλα.

Άλλη ιδέα είναι να κάθεστε όρθιος στο ένα πόδι για ένα λεπτό (κάνοντας
εναλλαγή με το άλλο πόδι την επόμενη φορά) ενώ πλένετε τα δόντια σας, είναι
καλή άσκηση ισορροπίας.

Να τρώτε 5-6 καρύδια την ημέρα.

«Σας δίνουν την επαρκή ποσότητα των ω-3 λιπαρών οξέων (α-λινολεϊκού οξέος)
για πρόληψη του εμφράγματος του μυοκαρδίου και των εγκεφαλικών επεισοδίων»,
εξηγεί ο κ. Καφάτος.

Να πλένετε τα χέρια σας μόλις μπείτε στο σπίτι.

«Πολλοί ιοί μπορεί να περάσουν πολύ εύκολα από τα χέρια σας στον οργανισμό
σας. Έτσι, το χερούλι της πόρτας του δημόσιου κτιρίου ή οι χειρολαβές στο
Μετρό είναι το χειρότερο πράγμα που μπορείτε να πιάσετε», λέει ο καθηγητής
Ρον Εκλις, διευθυντής του Κέντρου Κοινού Κρυολογήματος στο Πανεπιστήμιο του
Κάρντιφ.

«Προσπαθώ πάντα να έχω τα χέρια στην τσέπη μου ή να διαβάζω στο τρένο ένα
βιβλίο και όταν γυρνώ στο σπίτι πλένω τα χέρια μου με πολύ σαπούνι και
ζεστό νερό, τραγουδώντας το «Happy Birthday» από την αρχή έως το τέλος,
ώστε να είμαι βέβαιος ότι έκανα επαρκές πλύσιμο.

«Προσέξτε, επίσης, αν είστε κουρασμένοι, να μην τρίψετε τα μάτια σας με
άπλυτα χέρια, είναι ένα σημείο εισόδου για κάθε ιό», προσθέτει.

Μην πίνετε πάνω από 2 φλιτζάνια καφέ την ημέρα.

«Κατά προτίμηση, ο καφές να είναι φίλτρου ή ελληνικός», συνιστά ο κ.
Πίτσαβος. «Η κατάχρηση στην κατανάλωση καφέ αυξάνει την αρτηριακή πίεση και
αυτή, τον κίνδυνο για έμφραγμα και εγκεφαλικό επεισόδιο».

Μη μιλάτε για δουλειές και προβλήματα όταν βγαίνετε για ψυχαγωγία.

Το χειρότερο που μπορείτε να κάνετε όταν βγαίνετε για διασκέδαση είναι να
μιλάτε για προβλήματα, σύμφωνα με την καθηγήτρια Ψυχολογίας στο
Πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ Κάρι Κούπερ. «Νομίζετε ότι κάτι κάνετε για το
πρόβλημά σας, αλλά στην πραγματικότητα δεν κάνετε τίποτα», λέει. «Αντίθετα,
ένας καφές ή μια βόλτα με ένα φίλο χωρίς δυσάρεστες συζητήσεις είναι η
καλύτερη στρατηγική για να αντιμετωπίσετε το στρες».

Προσθέστε ένα ποτηράκι κόκκινο κρασί στο καθημερινό γεύμα σας.

Ή μοιράστε το σε δύο κύρια γεύματα της ημέρας. «Η κατανάλωση αλκοόλ
καθημερινά και σε μικρές ποσότητες (1-2 μικρά ποτήρια) έχει αποδειχθεί ότι
δρα προστατευτικά και βελτιώνει τη λειτουργία της καρδιάς και όλων των
αγγείων», λέει ο κ. Πίτσαβος. «Ιδιαίτερα το κόκκινο κρασί είναι πλούσιο σε
αντιοξειδωτικές ουσίες».

Μην παρακοιμάστε τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες.

Πολλές ημικρανίες αναφέρονται και ως «πονοκέφαλοι του weekend», γιατί συχνά
εμφανίζονται τα πρωινά του Σαββάτου ή της Κυριακής, σύμφωνα με τον δρα
Αντριου Ντόουσον, κλινικό διευθυντή της Υπηρεσίας Πονοκεφάλων PCT στο Κεντ.


«Οι αλλαγές στο ωράριο του ύπνου έχουν θεαματικό αποτέλεσμα στον υποθάλαμο
του εγκεφάλου και είναι υπεύθυνες για την ισορροπία των ορμονών, που μπορεί
να πυροδοτήσουν πονοκεφάλους. Γι' αυτό, προσπαθήστε να έχετε το
Σαββατοκύριακο περίπου το ίδιο ωράριο με τις καθημερινές και αν αισθάνεστε
κουρασμένοι, να παίρνετε έναν υπνάκο το μεσημέρι».

Να κάνετε εντατική γυμναστική τρεις φορές την εβδομάδα επί 10 λεπτά.

Σύμφωνα με μια έρευνα που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στην επιθεώρηση «Journal of
Physiology», η εναλλαγή σύντομων εκρήξεων έντονης άσκησης με μικρές
περιόδους αδράνειας δίνει καλύτερα αποτελέσματα με λιγότερο χρόνο και κόπο.


«Κάνοντας εντατικά δέκα μονόλεπτα π.χ. στο ποδήλατο γυμναστικής και
διακόπτοντας για ένα λεπτό, επί τρεις φορές την εβδομάδα, έχει τα ίδια
αποτελέσματα για τους μυς με πολλές ώρες συμβατικής άσκησης η οποία δεν
γίνεται το ίδιο εντατικά», δήλωσε ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο ΜακΜάστερ
του Καναδά και επικεφαλής της έρευνας, Μάρτιν Γκιμπάλα.

Να αγοράζετε παπούτσια στο τέλος της ημέρας.

«Επειδή τα πόδια πρήζονται κατά τη διάρκεια της ημέρας, το πρωινό μέγεθος
συνήθως είναι διαφορετικό από το βραδινό και αν αγοράσετε παπούτσια το
πρωί, αυτά θα ταλαιπωρήσουν τα πέλματά σας και θα παραμορφώσουν τα δάκτυλά
σας», σημειώνει ο κ. Παπαϊωάννου.

Να αναπνέετε όπως τα μωρά.

«Το στρες αθροίζεται, γι' αυτό βρείτε μικρά «παράθυρα χρόνου» κατά τη
διάρκεια της ημέρας για να αποσυμπιέζεστε από το άγχος με λίγες καλές
αναπνοές», λέει ο δρ Νιλ Σαχ, διευθυντής της βρετανικής Εταιρείας
Διαχείρισης του Στρες.

«Το στρες προκαλεί μικρές αναπνοές που αφήνουν το διάφραγμα ακίνητο με
αποτέλεσμα να κάνουν όλη τη δουλειά οι μύες του θώρακα. Ο μύες αυτοί
γίνονται ολοένα στενότεροι και στο τέλος μιας ημέρας με έντονο στρες
αισθάνεστε τους ώμους σας να έχουν φθάσει στα αυτιά σας».

Να παίρνετε λοιπόν βαθιές αναπνοές φανταζόμενοι μια μπάλα που φουσκώνει
κάτω από την κοιλιά σας. Να κρατάτε την αναπνοή αυτή για 5 - 6 δευτερόλεπτα
και να εκπνέετε αργά από τη μύτη. «Αν επαναλαμβάνετε τη διαδικασία δέκα
φορές κάθε δύο ώρες θα αισθάνεστε διαφορετικός άνθρωπος στη δουλειά», λέει
ο δρ Σαχ. «Το αποκαλώ αναπνοή μωρού, γιατί όλοι γεννιόμαστε με καλή
αναπνοή».



ΠΩΣ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΤΕ ΝΕΟΙ

1. Πετάξτε τους ασήμαντους αριθμούς. Αυτό συμπεριλαμβάνει την ηλικία, το
βάρος και το ύψος. Αφήστε τους γιατρούς να νοιάζονται γι' αυτά. Γι' αυτό
τους πληρώνετε άλλωστε.

2. Κρατήστε μόνον τους ευχάριστους φίλους. Οι γκρινιάρηδες σας ρίχνουν.

3. Να μαθαίνετε συνεχώς! Μάθετε περισσότερα για τους υπολογιστές, τις
τέχνες, την κηπουρική, οτιδήποτε, ακόμη και για το ραδιόφωνο. Να μην
αφήνετε ποτέ τον εγκέφαλο ανενεργό. «Ένα ανενεργό μυαλό είναι το εργαστήρι
του Διαβόλου». Και το επίθετο του διαβόλου είναι Αλτζχάιμερ.

4. Απολαύστε τα απλά πράγματα.

5. Γελάτε συχνά, διαρκώς και δυνατά. Γελάστε μέχρι να σας κοπεί η ανάσα.

6. Τα δάκρυα τυχαίνουν... Υπομείνετε, πενθήστε, και προχωρήστε παραπέρα. Το
μόνο άτομο, που μένει μαζί μας για ολόκληρη τη ζωή μας είναι ο εαυτός μας.
Να είστε ΖΩΝΤΑΝΟΙ ενόσω είστε εν ζωή.

7. Περιβάλλετε τον εαυτό σας με ό,τι αγαπάτε, είτε είναι η οικογένεια, τα
κατοικίδια, η μουσική, τα φυτά, τα ενδιαφέροντά σας, οτιδήποτε. Το σπίτι
σας είναι το καταφύγιό σας.

8. Να τιμάτε την υγεία σας: Άν είναι καλή, διατηρήστε την. Εάν είναι
ασταθής, βελτιώστε την. Εάν είναι πέραν της βελτιώσεως, ζητήστε βοήθεια.

9. Μην κάνετε βόλτες στην ενοχή. Κάντε μια βόλτα στα μαγαζιά, ακόμη και
στον διπλανό νομό ή σε μια ξένη χώρα αλλά ΜΗΝ πηγαίνετε εκεί που βρίσκεται
η ενοχή.

10. Πείτε στους ανθρώπους που αγαπάτε ότι τους αγαπάτε, σε κάθε ευκαιρία.


ΠΑΝΤΑ ΝΑ ΘΥΜΑΣΤΕ: Η ζωή δε μετριέται από τον αριθμό των αναπνοών που
παίρνουμε, αλλά από τις στιγμές που μας κόβουν την ανάσα!

Όλοι χρειαζόμαστε να ζούμε τη ζωή μας στο έπακρο κάθε μέρα!

Το ταξίδι της ζωής δεν είναι για να φθάσουμε στον τάφο με ασφάλεια σ' ένα
καλοδιατηρημένο σώμα, αλλά κυρίως για να ξεγλιστρούμε προς όλες τις
πλευρές, πλήρως εξαντλημένοι, φωνάζοντας «... ρε γαμώτο.... τι βόλτα!».

Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Ε.Μ.Α.


Η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα υπήρξε κορυφαία ζωγράφος του 19ου αιώνα, της οποίας η ζωή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μυθιστορηματική, περιπετειώδης και, συνάμα, τραγική. Γεννήθηκε στις Σπέτσες το 1821. Ήταν κόρη του Ιωάννη Γ. Μπούκουρη, τολμηρού θαλασσοπόρου και γενναιόδωρου πατριώτη, και της Μαρίας. Ο πατέρας της υπήρξε πολύτιμος αρωγός στις προσπάθειές της, καθώς ήταν ευαίσθητος άνθρωπος, με καλλιτεχνικές ευαισθησίες, ευρύτητα και ανεξαρτησία πνεύματος.
Εκείνος ήταν που προσέλαβε το Raffaelo Ceccoli, ο οποίος βρισκόταν από το 1843 στην Αθήνα, για να κάνει μαθήματα ζωγραφικής στην Ελένη. Η διδασκαλία του Ceccoli, αν και συστηματική, δεν άφηνε αρκετά περιθώρια προσωπικής έκφρασης και δημιουργίας, εξαιτίας του ακαδημαϊκού προσανατολισμού της. Η καλλιτέχνις, που επιθυμούσε διακαώς να πραγματοποιήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το όνειρό της, αποφάσισε, με τη συγκατάθεση του πατέρα της, να σπουδάσει ζωγραφική στην Ιταλία. Η δύναμη της θέλησής της έγινε ακόμη περισσότερο εμφανής όταν, προκειμένου να ξεπεράσει το σοβαρό εμπόδιο που έθεταν οι Ακαδημίες Τέχνης της Ιταλίας απαγορεύοντας τη φοίτηση στις γυναίκες, δε δίστασε να μεταμφιεστεί σε νεαρό σπουδαστή με το όνομα Χρυσίνης Μπούκουρης. Η απόφαση αυτή της έδωσε τη δυνατότητα να φοιτήσει στην Καλλιτεχνική Ακαδημία της Ρώμης, ειδικότερα στις τάξεις του γυμνού και της ανατομίας. Ανάλογες συνθήκες βέβαια επικρατούσαν και στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου πολλές γυναίκες έπαιρναν ανδρικό ψευδώνυμο για να προβάλλουν τα έργα τους, όπως η δούκισσα Castiglionecello.
Με αυτή τη μεταμφίεση έζησε πάνω από τέσσερα χρόνια , διάστημα κατά το οποίο είχε την ευκαιρία να ταξιδέψει σε διάφορες περιοχές της Ιταλίας, όπου κρατούσε με συνέπεια σχεδιαστικές σημειώσεις. Τα σχέδια αυτά συγκεντρώθηκαν από την ίδια σε λευκώματα, όπως αυτό που επέγραφε ?Studi fatti a Perugia ed a Assisi?, μέσα στο οποίο περιέχονταν αντιγραφές από τα έργα του Giotto, του Perugino, του Andrea del Sarto και άλλων, αλλά και αρχιτεκτονικά σχέδια, σχέδια αγγείων και νομισμάτων. Μετά τη Ρώμη, η Μπούκουρα φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Νάπολης. Εκεί, ανάμεσα σε αυτήν και τον καθηγητή της Saverio Altamura αναπτύχθηκε μια θερμή φιλία, η οποία μετά την αποκάλυψη της ταυτότητάς της, μετατράπηκε σε έρωτα και, τελικώς, σε γάμο, το 1852. Με τον Altamura απέκτησε τρία παιδιά, τον Ιωάννη (1852-1878), μετέπειτα περίφημο θαλασσογράφο, τη Σοφία (1854) και τον Αλέξανδρο(1855). Δυστυχώς, το 1857 ο σύζυγός της την εγκατέλειψε κι έφυγε με την ερωμένη του, την Αγγλίδα φίλη της ζωγράφο Τζέιν Χέυ, παίρνοντας μαζί του το μικρότερο γιο τους. Η Ελένη επέστρεψε τότε στην Ελλάδα με τα άλλα δύο παιδιά της, τον Ιωάννη και τη Σοφία.
Εγκαταστάθηκε αμέσως στην Πλάκα, όπου άσκησε επαγγελματικά πια τη ζωγραφική και έγινε δεκτή από την ανώτερη κοινωνία της Αθήνας. Το 1859 και το 1870 εξελέγη, μαζί με τον Νικηφόρο Λύτρα, μέλος της επιτροπής των Ολυμπίων και μελος της εξεταστικής επιτροπής του Καλλιτεχνικού Τμήματος του Πολυτεχνείου με τους Αλέξανδρο Ραγκαβή, Γεώργιο Μαργαρίτη, Ερνέστο Τσίλλερ και Γεράσιμο Μαυρογιάννη. Κατά το διάστημα 1863-1865, δίδαξε, επίσης, ζωγραφική στις εξωτερικές μαθήτριες του Αρσακείου, ενώ ο κύκλος των μαθητριών της είχε αρκετά διευρυνθεί περιλαμβάνοντας και τη νεαρή βασίλισσα Όλγα. Οικονομικά ανεξάρτητη, ασκώντας την τέχνη της ως επάγγελμα και απολαμβάνοντας τη γενική εκτίμηση, η Ελένη Αλταμούρα έζησε επί είκοσι χρόνια μια ζωή που ελάχιστες γυναίκες της εποχής της είχαν τη δυνατότητα να γνωρίσουν. Οι πίνακές της πωλούνταν έναντι σεβαστού ποσού και συνεργαζόταν με γνωστούς ζωγράφους της εποχής.
Παράλληλα με την επαγγελματική της επιτυχία, η Μπούκουρα ήταν μία αφοσιωμένη μητέρα που παρακολουθούσε με περηφάνεια τη σταδιοδρομία των παιδιών της. Ο γιος της Ιωάννης, μετά από σπουδές στο Σχολείο των Τεχνών και στην Ακαδημία της Κοπεγχάγης, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα (1874) παρουσιάζοντας εξαιρετικά δείγματα της τέχνης του, που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους που ασχολήθηκαν με τη θαλασσογραφία.
Οι όμορφες μέρες για την Ελένη είχαν αρχίσει εκείνο το διάστημα να τελειώνουν, καθώς το 1872 η κόρη της αρρώστησε από φυματίωση και, με την ελπίδα διαβίωσης σε πιο υγιές κλίμα, οι δύο γυναίκες μετακόμισαν στο πατρικό σπίτι των Σπετσών. Τελικά, η Σοφία πέθανε το 1874, σε ηλικία μόλις 20 ετών. Εκεί εγκαταστάθηκε λίγο μετά την επιστροφή του από την Κοπεγχάγη και ο Ιωάννης, όπου πέθανε και αυτός προσβεβλημένος από την ίδια αρρώστια, το 1878.
Η επίδραση των αλλεπάλληλων θανάτων των παιδιών της υπήρξε κυριολεκτικά συντριπτική για τη ζωή και το έργο της καλλιτέχνιδος. Η κορύφωση του δράματος συντελέστηκε, όταν σε μία τρομακτική έκρηξη της μητρικής οδύνης, έκαψε τα καλύτερά της έργα στην αυλή του σπιτιού της. Έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της σαν ερημίτης και η γενικά ιδιόρρυθμη συμπεριφορά της τροφοδοτούσε ποικίλα σχόλια στη μικρή κοινωνία του νησιού, η οποία συνοδευόταν με διάφορες σχετικές διηγήσεις.
Το 1890, η διευθύντρια της Εφημερίδος των Κυριών, Καλλιρρόη Παρρέν, διέκοψε την απομόνωσή της όταν την επισκέφθηκε για να της πάρει συνέντευξη και την πήρε για λίγες μέρες μαζί της στην Αθήνα. Πέθανε σχεδόν άγνωστη στις 19 Μαρτίου 1900 και κηδεύτηκε στο κοιμητήριο της Αγίας Άννας των Σπετσών.
Η Ελένη Αλταμούρα υπήρξε, ίσως, η πρώτη γυναίκα της νεώτερης Ελλάδας που ξεπέρασε με τόλμη τις δυσκολίες ενός κατεστημένου και βρέθηκε αντιμέτωπη με τον «πόθο» της δημιουργίας. Η τραγική ζωή της έγινε το θέμα ενός μυθιστορήματος: «Ελένη ή ο κανένας» της Ρέας Γαλανάκη, Εκδόσεις Άγρα, 1998, κι ενός θεατρικού έργου: «Ελένη Αλταμούρα» του Κώστα Ασημακόπουλου, Εκδόσεις Δωδώνη, 2005.
Παρά τις λεπτομερείς βιογραφικές πληροφορίες για τη ζωγράφο, που διέσωσαν η Καλλιρόη Παρρέν και η Αθηνά Ταρσούλη, το ζωγραφικό της έργο παραμένει άγνωστο, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Ανάμεσα σε αυτές είναι η Απελπισία με το οποίο η ζωγράφος, με το όνομα Χρυσίνης Μπούκουρης, πήρε μέρος στο διαγωνισμό της σχολής που φοιτούσε στην Ιταλία. Αναφέρεται ότι για το συγκεκριμένο έργο της προτάθηκε υψηλή αμοιβή, εκείνη, όμως, προτίμησε να το στείλει στον πατέρα της με ιδιόχειρη αφιέρωση. Αν και πρόκειται για πρώιμη προσπάθεια, αποκαλύπτει ορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία της καλλιτεχνικής προσωπικότητας και των αναζητήσεών της. Ο συμβολισμός της απελπισίας, δείγμα ρομαντικής διάθεσης, αποδίδεται με νεοκλασική αντίληψη. Η κλειστή, συσπειρωμένη σχεδόν γύρω από τον άξονά της φόρμα του γυναικείου σώματος και το στυλιζάρισμα των ανεμισμένων μαλλιών και των πτυχώσεων του χιτώνα, αποπνέουν μία ελεγχόμενη δραματικότητα και αποκαλύπτουν μία σειρά από συναισθηματικές καταστάσεις που κυμαίνονται ανάμεσα στην εγκαρτέρηση, τη θλίψη και τον τρόμο.
"Απελπισία"
Στην ίδια περίοδο αποδίδεται και το έργο Αυτοπροσωπογραφία. Εικονίζεται η ίδια με σκούρο φόρεμα να ζωγραφίζει αφοσιωμένη μπροστά στο καβαλέτο. Χαρακτηριστική είναι η συγκρατημένη έκφραση, χωρίς ίχνος θεατρικής πόζας, καθώς και η λιτότητα στο σχέδιο.
Δυστυχώς, οι πληροφορίες που έχουμε για τα έργα που ακολούθησαν είναι εξαιρετικά ελάχιστες και, ως ένα βαθμό, έχουν υποκειμενικό χαρακτήρα· ειδικότερα της περιόδου 1857-1874 κατά την οποία η καλλιτέχνις έζησε και εργάστηκε στην Αθήνα. Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να υπογραμμίσουμε πως κινήθηκε στα πλαίσια των νεοκλασικών κατευθύνσεων που διδάχθηκε στην Ιταλία χρησιμοποιώντας, παράλληλα, το ρομαντικό στοιχείο στη σύλληψη των έργων, τα οποία, τελικώς, φέρουν έντονη τη σφραγίδα του προσωπικού της δράματος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Γαλανάκη Ρ., Ελένη, ή ο κανένας, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1998.
  • Γεωργιάδου-Κούντουρα Ευθ., « Η γυναίκα στη νεοελληνική ζωγραφική του ΙΘ' αιώνα».
  • Κενά στην ιστορία της τέχνης : γυναίκες δημιουργοί : Συμπόσιο που διοργανώθηκε στην Αθήνα τον Νοέμβριο 1990, από την Ομάδα Τέχνης 4+, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 1993.
  • Χελιώτη-Σχολινάκη Χ., Ελληνίδες ζωγράφοι 1800-1922, Αθήνα 1990.
Αυτοπροσωπογραφία




Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

«Αναζητώ το Χρυσάφι του Χρόνου»


Αντρέ Μπρετόν: «Ο Άνθρωπος είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η ερώτηση»


 «Αναζητώ το Χρυσάφι του Χρόνου», του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη


Στην ιστορία της Τέχνης, όπως άλλωστε και της επιστήμης, υπάρχουν εκείνοι που αρνούνται να προσηλωθούν σε οτιδήποτε άλλο πέρα από την άρδην και ριζική αλλαγή των κανόνων του παιχνιδιού, από το εκ νέου ανακάτεμα της τράπουλας, από την μεθοδική και ποιητική επιμονή τους να δράσουν και να δημιουργήσουν έτσι ούτως ώστε, μετά το πέρασμά τους, τίποτε να μην είναι όπως ήταν πριν. Φυσικά, ο βίος τέτοιων ανθρώπων είναι, συνήθως, περιπετειώδης, είναι μια εύοσμη γιρλάντα γεγονότων που οδηγούν σε απόλυτους έρωτες, σε πανίσχυρες φιλίες, σε ακαριαίες ρήξεις. Είναι βίος όλος βία, αλλά και βίος κοσμημένος πάντα από το αστέρι της ευγένειας.

«Είμαι βίαιος γιατί μονάχα θέλω να είμαι ευγενής», έλεγε άλλωστε ο Άμλετ του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, και, «Φοβερός μονάχα από μειλιχιότητα», επαναλάμβανε, με τον δικό του τρόπο, ο Νίκος Καρούζος. Ο Αντρέ Μπρετόν έζησε και έδρασε πεισματικά εμμένοντας στη μέριμνά του να διευρύνει τα όρια της ποίησης, να επιφέρει μιαν εκρηκτική ένωση σχεδόν όλων των τεχνών και, ακόμα πιο σημαντικό, να θέσει τις τέχνες στην υπηρεσία της ελευθερίας, προτείνοντας και προωθώντας με πάμπολλα μέσα το «πάντρεμα» της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας με την εμπροσθοφυλακή της επανάστασης. Και κατάφερε πολλά!

Γεννημένος σε μια μικρή πόλη της Βρετάνης, τη νύχτα ανάμεσα στην 18η και 19η Φεβρουαρίου του 1896, ο Αντρέ Μπρετόν διέσχισε τον 20ό αιώνα, όπως διέσχισε και τον πλανήτη, κομίζοντας από την πρώτη του νιότη έως την τελευταία του πνοή το πολύπτυχο μήνυμα της ανατροπής. Με ορμητήριο το Παρίσι, όπου πήγε από νεαρός να εγκατασταθεί, δεν κουράστηκε να εξαπολύει απανωτές επιθέσεις σε κάθε λογής σύμβαση και να εφορμά σε μέχρι τότε απόρθητα οχυρά πεποιθήσεων, αξιών, εθίμων και ηθών.

Αποτελεί ένα από τα λίγα, μα τόσο πειστικά και εμπρηστικά, παραδείγματα του πού μπορεί να οδηγήσει η παθιασμένη ενασχόληση με τη γλώσσα όταν αρχίσει να υπερβαίνει κάποια καθιερωμένα όρια και πεδία. Φοιτητής την ιατρικής, μεσούντος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, θα έρθει σε επαφή με τις ρηξικέλευθες αναλύσεις του Ζίγκμουντ Φρόιντ, η απελευθερωτική δύναμη των οποίων θα αποτελέσει έναν από τους τρεις στύλους της σοφίας αυτού του πολυσχιδούς καλλιτέχνη και επαναστάτη. Οι άλλοι δύο θα είναι η διαλεκτική του Γκέοργκ Φρίντριχ Χέγκελ και η εξεγερμένη λαλιά των λεγόμενων καταραμένων ποιητών, του Ιζιντόρ Ντυκάς, του Αρθούρου Ρεμπώ, του Καρόλου Μπωντλέρ. Καθοριστικές θα είναι επίσης, πέρα από τις πρώτες του μελέτες, και οι πρώτες του γνωριμίες.

Η ζωή και η τέχνη από νωρίς αρχίζουν, στην περίπτωση του Μπρετόν, να βαδίζουνε μαζί στην ίδια γόνιμη ατραπό. Το 1917 γνωρίζει, λοιπόν, τον επίσης φοιτητή ιατρικής Λουί Αραγκόν, που έμελλε να γίνει μια από τις σημαντικές, και λίαν αμφιλεγόμενες, καλλιτεχνικές προσωπικότητες της Γαλλίας, ενώ την προηγούμενη χρονιά είχε συναντηθεί με τον Ζακ Βασέ, έναν εξαίσιο εκκεντρικό τυχοδιώκτη που τις μέρες δούλευε χαμάλης στις αποβάθρες ενώ τις νύχτες γοήτευε και αναστάτωνε το Παρίσι ντυμένος υπερβολικά κομψά και φερόμενος με μιαν ακραία ποιητική ιδιορρυθμία. Ο Βασέ ήταν, όπως και ο Αρθούρος Κραβάν, ένας από τους πρωτεργάτες της αναγόρευσης της ζωής σε Όγδοη Τέχνη, ζώντας γρήγορα, παράφορα και μες στην αχλή ενός ανησυχαστικού θρύλου.

Ταχύτατα, ο Μπρετόν συνάπτει σχέσεις με την αφρόκρεμα της παριζιάνικης διανόησης, σχέσεις που δεν θα έμεναν σε μιαν απλή κοσμική ή και καλλιτεχνική ανταλλαγή ιδεών και αβροτήτων αλλά δεν θα αργούσαν να οδηγήσουν στην ίδρυση ενός από τα πιο καταλυτικά κινήματα του περασμένου αιώνα. Συνδέεται φιλικά με τον μεγάλο ποιητή Γκιγιόμ Απολλιναίρ, δημιουργό του πρώτου υπερρεαλιστικού δράματος με τίτλο «Οι μαστοί του Τειρεσία», και με τους νεαρούς ποιητές Πολ Ελιάρ και Φιλίπ Σουπώ, με τους οποίους συγκροτεί τον πυρήνα αυτού που έμελλε να μείνει στην ιστορία ως Υπερρεαλισμός. Από την αρχή κιόλας, ο Μπρετόν απορρίπτει τα σουσούμια του μοναχικού ποιητή και του δημιουργού που μένει κλεισμένος στον φιλντισένιο πύργο του. Δείχνει μιαν ιδιαίτερη προτίμηση για τις συλλογικές δραστηριότητες και παρεμβάσεις, μια προτίμηση που δεν εγκατέλειψε ποτέ.

Ήδη το 1919, συνθέτει μαζί με τον Σουπώ τα πρωτοποριακά «Μαγνητικά Πεδία», ένα κολάζ πεζών, ποιημάτων και αλλόκοτων αφορισμών όπου την πρωτοκαθεδρία έχει η απολύτως ελεύθερη έκφραση, ακόμα και η καταγραφή παράλογων, τρελών, ξέφρενων σκέψεων που, ενώ φαινομενικά απομακρύνονται από την ποίηση όπως την ξέραμε, στην ουσία αποθεώνουν την ποιητική έκφανση της σκέψης και της ζωής. Στα «Μαγνητικά Πεδία» συναντάμε φράσεις-κλειδιά τόσο για την μετέπειτα εξέλιξη του Μπρετόν όσο και για το σύνολο της αβανγκάρντ του 20ού αιώνα, φράσεις όπως «Η λησμονιά είναι η πιο φλογερή λαχτάρα». Διόλου τυχαίο δεν είναι ότι η πρώτη επίσημη (αλλά επί δεκαετίες κρυφή!) διακήρυξη των situationnistes, των καταστασιακών του Γκι Ντεμπόρ, σύμφωνα με την οποία «Η λήθη είναι το κυρίαρχο πάθος μας», αποτελεί μια ηχώ αυτής της ρήσης του Μπρετόν.

Ο Μπρετόν και οι φίλοι του θα προσχωρήσουν στο ανατρεπτικό κίνημα Νταντά, θα αντλήσουν ό,τι ισχυρότερο είχε να δώσει, και θα το οδηγήσουν στην εκκωφαντική του διάλυση για να προχωρήσουν στην ίδρυση του Υπερρεαλισμού. Ο Μπρετόν κρίνει στρατηγικά ότι είχε φτάσει η στιγμή του περάσματος από την μηδενιστική άρνηση που πρέσβευε το Νταντά στην συνεκτική θέση, από την δέουσα τότε κονιορτοποίηση των άκαμπτων πεποιθήσεων στη συγκρότηση ενός νέου έμπρακτου ηθικοαισθητικού προτάγματος, από την καταβαράθρωση ενός συστήματος πεπαλαιωμένων και οικτρά διαψευσμένων αξιών στην περιπέτεια της επινόησης και της διάδοσης αξιών που εμπνέονται από τον έρωτα της ελευθερίας και την ελευθερία του έρωτα, από τη λυτρωτική ενδοσκόπηση, από τη συλλογική δράση και από τον γόνιμο ανθρωποκεντρισμό. Ακόμη λάμπει η ρήση: «Ο Άνθρωπος είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η ερώτηση».

Ακόμη μένει επίκαιρο το μέλημα του Μπρετόν για την «αποστολή της εδραίωσης της αλήθειας στον κόσμο». Ακόμη ισχύει, και κλείνεται ξανά και ξανά, το μεγάλο ραντεβού του Υπερρεαλισμού με την Ιστορία: «Ναι, αυτό είναι το εγχείρημά μας. Το Όνειρο και η Επανάσταση είναι φτιαγμένα για να συμμαχήσουν, όχι για να αποκλείσουν το ένα το άλλο. Να ονειρεύεσαι την Επανάσταση δεν σημαίνει ‘ότι την αποποιείσαι, αλλά ότι την κάνεις διπλά και δίχως νοητικές επιφυλάξεις». Φυσικά, ο ποιητής μας δεν παραλείπει να ερωτευτεί και να υμνήσει τον έρωτα, τον οποίο και θεωρεί αείζωο σύμμαχο της επανάστασης. Σε όλη του τη ζωή ερωτευόταν και τον ερωτεύονταν. Παρέμεινε προσηλωμένος σε ένα αυτοσχέδιο είδος σειραϊκής πολυγαμίας, που σημαίνει ότι έμενε αδιάλλακτα πιστός στην εκάστοτε καλλονή που τον συνάρπαζε και τον συντρόφευε, αλλά μονάχα ενόσω διαρκούσε η υπέροχη παραφορά του έρωτα.

Μόλις άρχιζε να σβήνει η φλόγα, δεν δίσταζε να απομακρυνθεί και να την αναζητήσει αλλού. Η Σιμόν Καν, η Σουζάν Μουζάρ η Ζακλίν Λαμπά, η Ελίζα Μπίνχοφ, μεταξύ άλλων, όλες ευειδέστατες, περίκομψες και με τη στόφα της Μούσας να φέγγει μέσα τους και γύρω τους, συντρόφεψαν τον Μπρετόν στις περιπέτειές του και απόλαυσαν το δώρο του ρόδου που είναι ο Απόλυτος Έρως. Ο Μπρετόν εξάλλου υπογράφει την περιλάλητη Νατζά και τον Τρελό Έρωτα, δύο από τα πλέον λυρικά και νοήμονα και αισθαντικά ντοκουμέντα για την λυτρωτική λάμψη του Ίμερου, και βέβαια την «Ελεύθερη Ένωση», αναμφιβόλως το απόλυτο απολυτίκιο των ερωτευμένων. «Η γυναίκα μου με γλουτούς από αμμόλιθο και αμίαντο/ Η γυναίκα μου με γλουτούς ράχης κύκνου/ Η γυναίκα μου με ανοιξιάτικους γλουτούς/ Με φύλο γλαδιόλας/ Η γυναίκα μου με φύλο κοιτάσματος χρυσού και ορνιθορύγχου/ Η γυναίκα μου με φύλο από φύκια και παλιές καραμέλες/ Η γυναίκα μου με φύλο από καθρέφτη/ Η γυναίκα μου με μάτια γεμάτα δάκρυα/ Με μάτια μενεξεδένιας πανοπλίας και μαγνητικής βελόνας/ Η γυναίκα μου με μάτια σαβάνας/ Η γυναίκα μου με μάτια νερό για να πίνεις στη φυλακή/ Η γυναίκα μου με μάτια από ξύλο πάντα κάτω απ’ το τσεκούρι/ Με μάτια της στάθμης του νερού του επιπέδου του αέρα της γης και της φωτιάς».

Η ερωτοτροπία του Μπρετόν με την επανάσταση θα τον οδηγήσει αρχικά στο Κομμουνιστικό Κόμμα, από το οποίο όντως δεν άργησε να αποχωρήσει, και στη συνέχεια σε μια κρίσιμη συνάντηση με τον τροτσκισμό, και με τον ίδιο τον Λέοντα Τρότσκι. Ο Μπρετόν, υπέρμαχος πάντα μιας απόλυτης ηθικής και προικισμένος με σπάνια πολιτική διορατικότητα και με κρυστάλλινη διαύγεια, θα είναι από τους πρώτους που καταδίκασαν τις διαβόητες δίκες της Μόσχας, καθώς και το επαίσχυντο γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επιθέσεως, ενώ θα σταθεί γενναιόψυχα στο πλευρό των τροτσκιστών και των αναρχικών στη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου. Πέρα από τους δρόμους που άνοιξε στην τέχνη, ο μεγάλος αυτός άντρας, μπόρεσε να ανοίξει και λεωφόρους στην επανάσταση. Μεγάλο μέρος του Μάη του 68 αντλεί την έμπνευσή του από θέσεις και ρήσεις του Αντρέ Μπρετόν, ενώ το λεγόμενο κίνημα για την υπέρβαση της τέχνης και την πραγμάτωσή της στο πεδίο της καθημερινής ζωής όφειλε τη θαυμαστή ύπαρξή του στους μεθοδικούς πειραματισμούς και στη στάση που κράτησε ο Μπρετόν απέναντι στα κυρίαρχα πρότυπα των καιρών του. «Η επανάσταση μόνη δημιουργός του φωτός», θα γράψει ο ιδρυτής του Υπερρεαλισμού στο συγκλονιστικό του κείμενο Αρκάνα 17.

«Κι αυτό το φως μπορεί να αναγνωρίσει μόνο τρεις δρόμους: την ποίηση, την ελευθερία, και τον έρωτα, και πρέπει να εμπνέουν τον ίδιο ζήλο και να συγκλίνουν, ώστε να συγκροτήσουν το ίδιο περίγραμμα της αιώνιας νεότητος, στο πιο μυστικό κι αφώτιστο σημείο της καρδιάς του ανθρώπου». Ακάματος τελάλης της τόλμης και της τελείωσης του ανθρώπου μέσα από την φιλοσοφία, την ποίηση και την περιπέτεια, ο Μπρετόν δεν θα σταματήσει να ταξιδεύει στα πέρατα της γης για να διαδώσει τις ιδέες του, πάντα αντλούμενες από την πράξη και πάντα επιστρέφοντας στη δράση, για να ενθαρρύνει ταλαντούχους εραστές της ζωής να εκφραστούν και να πειραματιστούν κι άλλο. Από το Παρίσι στη Μασσαλία, κι από τον γαλλικό νότο στη Νέα Υόρκη, κι από κει στην Τενερίφη, στην Πράγα, στις Αντίλλες. Μάλιστα, κι αυτό είναι ακόμα ένα ωραίο πειστήριο του πόσο επικίνδυνη μπορεί να είναι η ελεύθερη ποίηση για τους κρατούντες, μια επίσκεψή του στην Αϊτή, το 1945, για κάποιες διαλέξεις έγινε η θρυαλλίδα που άναψε τη φωτιά της επανάστασης. Αποσπάσματα από την πρώτη του ομιλία εκεί αναδημοσιεύτηκαν σε μια τοπική φοιτητική εφημερίδα και προκάλεσαν σάλο και πάραυτα μια γενική απεργία που εξελίχθηκε σε γενικευμένη εξέγερση και οδήγησε στην πτώση του το καταπιεστικό καθεστώς.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο, ο Αντρέ Μπρετόν προχώρησε σε μιαν επανίδρυση του Υπερρεαλισμού, εξέδωσε πληθώρα εντύπων και επιθεωρήσεων, αντιτάχθηκε στον συρμό του υπαρξισμού που έκανε μιαν εφήμερη θραύση, άγονη από πολλές απόψεις, επέτεινε το θαυμαστό φλερτ του με τον αναρχισμό, πρωτοστάτησε στην σκανδαλώδη «Διακήρυξη των 121», κατά της γαλλικής πολιτικής στην Αλγερία, τον Απρίλιο του 1960, και δεν σταμάτησε στιγμή να στέκεται στο πλευρό των νέων που έσπευδαν να τον γνωρίσουν και να τον εμπιστευτούν. Ναι, η πυρετώδης δραστηριότητα, σχεδόν πάντα συλλογική, και η φλεγόμενη νιότη στάθηκαν πάντα τα καύσιμα αυτής της μεγαλειώδους λοκομοτίβας που άκουγε στο όνομα Αντρέ Μπρετόν.

«Πάνω απ’ όλα», γράφει συνοψίζοντας τη διαλεκτική του «εγώ» με το «εμείς» και την περιπέτεια της ζωής του, ο ποιητής του Απολύτου, «ήμασταν απασχολημένοι με μιαν εκστρατεία συστηματικής άρνησης, απελπισμένοι απ’ τις συνθήκες κάτω από τις οποίες σε μια τέτοια ηλικία έπρεπε να ζήσουμε. Η άρνησή μας ωστόσο δεν σταμάτησε εκεί. Ήταν αχόρταγη και δεν γνώριζε περιορισμούς. Εκτός από την απίστευτη ηλιθιότητα των επιχειρημάτων που προσπαθούσαν να νομιμοποιήσουν τη συμμετοχή μας σε μιαν υπόθεση όπως ο πόλεμος, που η εξέλιξή του μας άφηνε αδιάφορους, η άρνηση αυτή κατευθυνόταν – και έχοντας ανατραφεί σε ένα τέτοιο σχολείο, δεν είμαστε τώρα ικανοί να αλλάξουμε ώστε να μην κατευθύνεται πια – εναντίον όλων των διανοητικών, ηθικών και κοινωνικών υποχρεώσεων που συνεχώς και απ’ όλες τις μεριές συσσωρεύονται στον άνθρωπο και τον συντρίβουν.

Από τη διανοητική άποψη ήταν ο χυδαίος ορθολογισμός και η ‘τετράγωνη’ λογική που πριν απ’ όλα προκαλούσαν τον τρόμο και την καταστροφική ορμή μας. Από την ηθική άποψη ήταν όλα τα καθήκοντα: θρησκευτικά, πολιτικά και οικογενειακά. Από την κοινωνική άποψη ήταν η εργασία. Όπως είπε ο Ρεμπώ, ‘Ποτέ δεν θα δουλέψω, ω χείμαρροι φλόγας!’ και επίσης, ‘Το χέρι που γράφει αξίζει όσο το χέρι που οργώνει! Τι αιώνας χεριών! Ποτέ δεν θα σηκώσω το χέρι μου!’». Ο ποιητής και επαναστάτης Αντρέ Μπρετόν, γεννημένος πριν από εκατόν δέκα χρόνια, έμελλε να αφήσει την τελευταία του πνοή το 1966, πριν από τέσσερις δεκαετίες. Χτυπημένος από το άσθμα που είναι, θαρρείς, η ασθένεια των επαναστατών (θυμίζουμε τους επίσης ασθματικούς Τσε Γκεβάρα και Γκι Ντεμπόρ).

Το έργο του παραμένει επίκαιρο όπως και η ρήση του ότι έχουμε ανάγκη τα «παρατηρητήρια του εσωτερικού ουρανού». Η επιγραφή στον τάφο του, «Αναζητώ το χρυσάφι του χρόνου», δεν παύει να εμπνέει όλους εκείνους που πιστεύουν ακράδαντα ότι η Πράξη είναι η Αδελφή του Ονείρου.

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος για τον Αντρέ Μπρετόν

Ασύγκριτο πουλί της οικουμένης στέκεις σαν κρύσταλλο στην κορυφή των υψηλών Ιμαλαΐων με στιλβηδόν και με σθένος και με πάθος καταμεσίς στον βράχο της σποριάς σου!


Ηρωικό πουλί της οικουμένης που μοιάζεις σαν αρχάγγελος και λέων δεν ταξινόμησες ποτέ καμμιά φενάκη, μα την φω­νή σου σήκωσες στην γαλανήν αιθρία!


Φανατικό πουλί της οικουμένης γερό στην πάλη και πολύκαρπο στην σημασία όρθιο μες στα φτερά σου ανοιγο­κλείνεις πάντα με βεβαιότητα το μάτι!

από την Ανθολογία της Νεοελληνικής Γραμματείας του Ρένου Ηρακλή Αποστολίδη εκδοτική επιμέλεια: Νέα Ελληνικά, 1970


Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

Θεός Προσιτός

 

π. Φιλόθεος Φάρος: "Προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν τη προσευχή και τη δεήσει" (σχόλιο εις την Β΄ Κυριακή των Νηστειών)

Σύμφωνα με την ορθόδοξη αντίληψη ο Τριαδικός Θεός δεν είναι εντελώς απρόσιτος, όπως πιστεύει η πλανεμένη χριστιανική Δύση, αλλά γίνεται προσιτός με την άκτιστη χάρη Του και τις άκτιστες ενέργειές Του που είναι μέρος της θείας υπάρξεώς Του.

Ο άνθρωπος λοιπόν μπορεί πραγματικά να συναντήσει το Θεό και δεν είναι περιορισμένος να συμπεράνει απλώς την ύπαρξή Του. Η συνάντηση όμως αυτή θα γίνει με τρόπο ησυχαστικό, δηλαδή θα γίνει στο χώρο της καρδιάς.


Η αναζήτηση του Θεού δεν γίνεται με την ανθρώπινη διάνοια μόνο, αποκομμένη από την υπόλοιπη ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά με τον όλο αδιαίρετο άνθρωπο, και κέντρο αυτής της αναζητητικής προσπάθειας είναι η ανθρώπινη καρδιά.
 
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να συναντήσει το Θεό όσο βρίσκεται ο διάβολος μέσα στήν καρδιά του και το γένος των δαιμόνων, που συχνά εξουσιάζει την καρδιά του ανθρώπου, "ουκ εκπορεύεται εί μη εν προσευχή και νηστεία" (Ματθ. 17, 21). Η προσευχή και η νηστεία είναι τα μέσα με τα οποία θα μπορέσει ο άνθρωπος να καθαρίσει την καρδιά του για να συναντήσει εκεί τον αναστημένο Χριστό. Η προσευχή δεν είναι αίτηση για παροχές, δεν είναι τρόπος με τον οποίο μετατρέπουμε το Θεό σε υπηρέτη και του ζητούμε να σπεύσει να ικανοποιήσει τα θελήματά μας. Είναι σχεδόν βλάσφημο να λέμε στο Θεό τι να μας δώσει, γιατί όταν το κάνουμε αυτό υπαινισσόμαστε ότι ξέρουμε εμείς κάτι που Εκείνος δεν ξέρει και ότι επομένως είμαστε σοφότεροι από Εκείνον. Όταν το κάνουμε αυτό δεν πιστεύουμε στό Θεό· "πάντα γάρ ταύτα τα έθνη επιζητεί" (Ματθ. 6, 32). Πραγματική προσευχή είναι να μη ζητάει ο άνθρωπος τίποτε άλλο παρά μόνο αυτόν τον ίδιο το Θεό, "την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού" και όλα τα άλλα που έχουμε πραγματικά ανάγκη θα μας δοθούν χωρίς να τα ζητήσουμε (Ματθ. 6, 33).

Η πραγματική προσευχή είναι μια έκφραση ερωτική, που δε ζητάει παρά τον εραστή και γι' αυτό τίποτε άλλο στην προσευχή δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, ούτε τα λόγια και προπαντός αυτά. Όταν η προσευχή γίνεται μιά τέτοια έκφραση ερωτικού πάθους για το Θεό, γίνεται με στεναγμούς αλάλητους (Ρωμ. 8, 26). Ενώπιον του Θεού προσεύχεται εκείνος που από παντού περιμαζεύει την ψυχή του και που δεν έχει τίποτε κοινό προς τα γήινα, αλλά προς τον ουρανό μεταφέρεται, και βγάζει κάθε ανθρώπινη σκέψη από την καρδιά του. Δεν χρειάζονται πολλά λόγια στην προσευχή αλλά λίγα και απλά... Ο Χριστός έδειξε ότι η ποιότητα της προσευχής δεν εξαρτάται από το πλήθος των λόγων αλλά από την προσοχή της ψυχής (Ματθ. 6, 7). Η αποφυγή της πολυλογίας στην προσευχή που συνιστά ο Χριστός και το "αδιαλείπτως προ-σεύχεσθαι" (Α' Θεσ. 5, 17) του Παύλου δεν βρίσκονται σε αντίθεση, όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Και ο Χριστός και ο Παύλος συνιστούν σύντομες και αλλεπάλληλες προσευχές. Στην κατεξοχήν προσευχή έρχονται από μέσα μας βοές που απευθύνονται προς το Θεό. Έτσι προσευχόταν και ο Μωυσής, γι' αυτό αν και δεν έβγαλε καμιά φωνή, ο Θεός του είπε "τι βοάς προς με;" (Έξοδ. 14,15, Χρυσοστόμου Λόγος Β' περί της Άννης, Β, Γ). Επειδή μπορεί να ψυχρανθεί εύκολα η θερμότητα της προσευχής θα πρέπει να προσευχόμαστε συχνά κατά τη διάρκεια της ημέρας, για να διατηρούμε έτσι τη θερμότητα της προσευχής, όπως όταν πίνουμε κάποιο ζεστό ρόφημα το χειμώνα για να μας ζεστάνει και το βάζουμε στη φωτιά για να ξαναζεσταθεί όταν αρχίσει να κρυώνει... για την προσευχή ούτε ορισμένος τόπος ούτε ορισμένος τρόπος ούτε ορισμένη στάση είναι απαραίτητα... Όπου κι αν βρισκόμαστε μπορούμε να στενάζουμε από τα βάθη της ψυχής μας και να πούμε "ελέησέ με Θεέ μου...". Εκείνος που λέει "ελέησέ με" παίρνει τη βασιλεία των ουρανών γιατί εκείνον που ελεεί ο Θεός δεν τον γλιτώνει μόνο από την κόλαση αλλά του χαρίζει και τα αγαθά του παραδείσου... Αν δεν βρισκόμαστε στο ναό, η προσευχή μεταβάλλει εμάς τους ίδιους σε ναό με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος... Μπορούμε να προσευχόμαστε νοερά και να επικαλούμεθα με θερμότητα το Θεό κάνοντας οποιαδήποτε εργασία... Μπορεί να προσεύχεται κανείς περπατώντας, καθισμένος ή και ξαπλωμένος... Ο Παύλος προσευχόταν στή φυλακή του ανάσκελα, επειδή τον κρατούσαν σ' αυτήν τη στάση τα δεσμά του (Πράξ. 16) κι ο Εζεκίας, αν και προσευχήθηκε ξαπλωμένος στό κρεβάτι του γιατί ήταν άρρωστος, επειδή όμως προσευχήθηκε με θερμότητα, άλλαξε την απόφαση του Θεού (Ήσ. 38,3)... Άλλος προσευχήθηκε μέσα σε βόρβορο, άλλος σε λάκκο με θηρία κι άλλος στην κοιλιά ενός ψαριού (Χρυσοστόμου Λόγος Δ' Περί Άννης Ε, ΣΤ).

Όταν ζητήσουμε έτσι, με τη θερμή προσευχή τον αναστημένο Χριστό, Εκείνος θα παρουσιαστεί μπροστά μας όπως παρουσιάστηκε στη Μαρία και τους έντεκα μαθητές "κλεισμένων των θυρών". Θα μας παρουσιαστεί ο αναστημένος Χριστός περιβεβλημένος όλη Του τη δόξα αν είμαστε κι εμείς όπως εκείνοι "προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν τη προσευχή και τη δεήσει" (Πράξ. I, 14). Μόνον έτσι θα συναντήσουμε τον αναστημένο Χριστό. Δεν θα τον ανακαλύψουμε με επιστημονικές αναλύσεις και λογικούς συλλογισμούς. Γι' αυτό η δεύτερη Κυριακή των Νηστειών είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Γρηγορίου του Παλαμά και τη νίκη του ησυχασμού εναντίον εκείνων που έπαιρναν το δρόμο του ορθολογισμού για να γνωρίσουν το Χριστό και που τους εκπροσώπησε κυρίως ο εξ Ιταλίας εκλατινισμένος Βαρλαάμ. "Το γαρ Ιταλικόν θηρίον, ο Καλαβρός Βαρλαάμ, τη έξω σοφία μέγα φρονών και τη ματαιότητι των οικείων διαλογισμών πάντα οιόμενος ειδέναι, δεινόν εγείρει πόλεμον κατά της Εκκλησίας του Χριστού" γράφει το συναξάριο της ημέρας.

Οι ησυχαστικές έριδες είναι ενα γεγονός με τεράστια σημασία για την πολιτιστική σύγκρουση Ανατολής και Δύσης, για την αντίληψη και τη γνώση του ανθρώπου όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα γνωρίσει το Θεό και προπαντός για τη δυνατότητά του να το επιτύχει.

Όσοι σήμερα, και στο δικό μας ακόμη χώρο, προσπαθούν με λογικά επιχειρήματα να πείσουν εκείνους που αμφιβάλλουν ότι ο Χριστός αναστήθηκε, έχουν ακολουθήσει τον Βαρλαάμ και δεν έχουν πραγματικά συναντήσει τον αναστημένο Χριστό. Γι' αυτό και δεν τολμούν να πουν σ' αυτούς "έρχου και ίδε". Να έλθουν που, και να δουν τι; Γι' αυτό, αντί να τους φέρνουν με αγαλλίαση στον αναστάντα Κύριο, τους επιβάλλουν με πολεμικό μένος μια ιδεολογική τυραννία που υπηρετεί μόνο την προσωπική τους ματαιοδοξία.

Ο πατήρ Εφραίμ δεν δέχεται πια επισκέψεις

(αναμνήσεις από τον Γέροντα Εφραίμ Κατουνακιώτη)

Οι περιπέτειες ενός ανίδεου προσκυνητή

Πρωτοδιάβασα το βιβλίο οι Περιπέτειες ενός προσκυνητού όταν ήμουν δεκαέξι, δεκαεπτά χρονών. Δεν πίστευα ποτέ πώς το διάβασμά του θα μου αποκάλυπτε έναν εσωτερικό κόσμο για τον οποίον ήμουν εντελώς ανυποψίαστος. Αμέσως με γοήτευσε ο κόσμος των ρώσων προσκυνητών που περιέτρεχαν με τα πόδια τις ατέλειωτες εκτάσεις της τσαρικής Ρωσίας, βέρτσια επί βερτσίων, με ένα δισάκι στον ώμο, μόνο και μόνο για να προσκυνήσουν θαυματουργές εικόνες, λείψανα αγίων και να γνωρίσουν πνευματικούς στάρετς. Και το σπουδαιότερο, η εσωτερική προσευχή, η αδιάλειπτη νηπτική ευχή, η φιλοκαλία, όπως περιγράφονται στις αναζητήσεις αυτού του ρώσου προσκυνητού του βιβλίου, συνάρπαζε με την ένταση, το βάθος και την ποιότητά της έναν έφηβο, όπως ήμουν τότε εγώ. Τι κεκρυμμένος θησαυρός ξεπηδούσε από τις σελίδες αυτού του βιβλίου!

Υπήρχαν άραγε έλληνες γέροντες που να έχουν αναπτύξει την νηπτική ευχή και την πνευματικότητά τους σ’ αυτό το επίπεδο που έγραφε το βιβλίο; Και που άραγε βρίσκονταν;

Ο πατήρ Εφραίμ δεν δέχεται επισκέψεις

Τότε καθώς άρχιζα να ταξιδεύω στον Άγιον Όρος, στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, ένα όνομα άκουγα συνέχεια να επανέρχεται στις συζητήσεις των προσκυνητών, το όνομα ενός προορατικού, πνευματικού έλληνα στάρετς, του παπά Εφραίμ από τα Κατουνάκια. Αποφάσισα να πάω να τον γνωρίσω. Μην πας, μου έλεγαν, ο πατήρ Εφραίμ δεν δέχεται επισκέψεις. Είναι άρρωστος, πάνε τόσοι να τον δουν, που έχει χάσει την ησυχία του, και αναγκάστηκε να μην δέχεται πια επισκέψεις προσκυνητών στο κελλί του. Μην πας, ο πατήρ Εφραίμ δεν δέχεται επισκέψεις, έλεγαν οι προσκυνητές, μην πας, έλεγαν κι οι μοναχοί, μην πας, αντηχούσαν και τα αρχονταρίκια των μονών του Αγίου Όρους.

Το ταξίδι αρχίζει

Και που μένει ο π. Εφραίμ, ρωτούσα. Στα Κατουνάκια. Και που είναι αυτά τα Κατουνάκια, συνέχιζα. Είναι περιοχή στην έρημο του Αγίου Όρους που υπάγεται στη Μονή Μεγίστης Λαύρας και στην οποία βρίσκονται ησυχαστήρια της. Η περιοχή είναι βραχώδης και απόκρημνη και βρίσκεται μεταξύ Μικρής Αγίας Άννας, Καρουλιών και Αγίου Βασιλείου.

Έρημος; Έρημος από βράχια; Όσο άκουγα τόσο πιο πολύ ήθελα να πάω. Έτσι φορτώθηκα το μικρό μου σακίδιο, τους αποχαιρέτησα όλους και έφυγα κατά κει, μόνος. Με συνάρπασε η ιδέα να ζήσω κι εγώ περιπέτειες προσκυνητού κατά το μέτρο βέβαια του δυνατού.

Στην Αγία Άννα, μού έκαναν ένα γενικό σκαρίφημα του τόπου που βρισκόταν το κελλί του πατρός Εφραίμ, αλλά μού τόνισαν, μην πας, ο πατήρ Εφραίμ δεν δέχεται επισκέψεις, και το μονοπάτι δεν είναι καλό και μπορεί να χαθείς. Τότε δεν υπήρχαν οι σημερινές σημάνσεις των μονοπατιών και οι μοναχοί έκαναν πρόχειρα σχέδια και έδιναν οδηγίες όπως, θα βρεις δύο κυπαρίσσια, συνέχισε προς τα δεξιά, πιο κάτω το μονοπάτι χάνεται για λίγο, διασχίζει μια σάρα, περπατάς πάνω σε πέτρες, πρόσεχε γιατί οι πέτρες φεύγουν από τα πόδια σου, μετά θα δεις έναν σταυρό σιδερένιο στα δεξιά, εσύ προχώρησε προς τα αριστερά και ρώτα πιο κάτω στους Δανιηλαίους για περισσότερες λεπτομέρειες κτλ.

Το ταξίδι μου άρχισε. Ξεκίνησα πρωί, αποφασισμένος να πάω να επισκεφθώ τον πατέρα Εφραίμ, με το σκαρίφημα στο χέρι, όπου είχα γράψει και άλλες συμπληρωματικές οδηγίες.

Χάνομαι και σώζομαι

Στο ενδιάμεσο της διαδρομής χάθηκα, παρόλο που ακολουθούσα όσο γινόταν πιστά τις οδηγίες και αφού κάθε τόσο ανανέωνα την πιστότητά τους με πληροφορίες άλλων μοναχών που βρίσκονταν ενδιάμεσα και τούς επισκεπτόμουν, όπως των Δανιηλαίων.

Χάθηκα σε εκείνη την απίστευτη πέτρινη ερημιά. Ο βραχίονες του Άθωνα πέφτουν απότομα στο πέλαγος και στα ενδιάμεσα σχηματίζονται χαράδρες και σάρες με πέτρες που κατρακυλούν από ψηλά, ψηλά από τις κορυφές, και το σαθρό, εκείνο αεικίνητο σχεδόν έδαφος, με τις πέτρες που κατρακυλούν, εξαφανίζει τα ίχνη των μονοπατιών. Πιο πέρα μπλέχτηκα σε βάτα, σε θάμνους, και προσπαθώντας να καταλάβω πού υπάρχει μονοπάτι, κατέβαινα άθελά μου προς τη θάλασσα, σε έδαφος που έμοιαζε γκρεμός, τόσο ήταν κατηφορικό. Ίδρωσα, κουράστηκα, δίψασα, και άρχισα να σκέφτομαι ότι πραγματικά χάθηκα. Η ώρα περνούσε και το απόγευμα πλησίαζε. Παναγιά μου βοήθησέ με, είπα, πού’ χω χαθεί εδώ στην ερημιά, βλέποντας μπροστά μου δύο τεράστιους αγκαθωτούς θάμνους να μου κλείνουν τον δρόμο. Με κόπο άνοιξα τους θάμνους, που με φιλοδώρησαν με μερικά αγκάθια, και εκεί που ανέμενα να δω μπροστά μου μία πυκνή έκταση αγκαθωτών θάμνων και βάτων που θα ήταν αδύνατον να την διασχίσω πια, πέφτω μπροστά σε δρόμο, σε μονοπάτι που ανέβαινε κάτω από τη θάλασσα, μέσα σε ανηφορική χαράδρα. Βγαίνω στο μονοπάτι, σηκώνω τα μάτια ψηλά και εκεί στα είκοσι μέτρα, βλέπω μία χαμηλή περίφραξη και μία μικρή χαμηλή πορτούλα, έναν σταυρό, και πιο πάνω, αρκετά προς τα πάνω, ένα κελλί.

Πλησιάζω στη χαμηλή πορτούλα και βλέπω μια επιγραφή με άσπρα γράμματα, καρφωμένη μπροστά στην πορτούλα που έγραφε “Αγαπητοί προσκυνητές, να μας συγχωρείτε, ο π. Εφραίμ είναι άρρωστος και δεν δέχεται επισκέπτες. Ο Θεός μαζί σας” ή κάτι παρόμοιο. Είχα λοιπόν φτάσει! Είχα σωθεί!

Θα με δεχθεί ο πατήρ Εφραίμ;

Κοιτάζω και βλέπω ένα μικρό σιδερένιο κουδουνάκι πάνω στην πόρτα. Το χτυπώ. Τίποτα. Το ξαναχτυπώ. Πάλι τίποτα. Καμιά κίνηση από το κελί. Όπως ήμουν κουρασμένος, κάθησα χάμω και περίμενα. Σηκώνομαι μετά από λίγα λεπτά. Ξαναχτυπώ το κουδουνάκι. Πάλι τίποτα. Σκεφτόμουν την αδάμαστη θέληση όλων εκείνων των αρχαίων προσκυνητών στην άνω Αίγυπτο και στη Θηβαίδα που έμεναν έξω από τα κελιά των αββάδων για δυο και τρεις μέρες περιμένοντας να τους ανοίξουν για ν’ ακούσουν κάτι πνευματικό και αναθαρρούσα. Τι θα έκανα άραγε εγώ εάν δεν άνοιγε ο πατήρ Εφραίμ, αναλογιζόμουν. Πόσο άραγε θα μπορούσα να περιμένω στην κατάσταση που ήμουν; Μια μέρα; Να κοιμηθώ άραγε εδώ μπροστά σ’ αυτή τη σιδερένια πορτούλα; Και που νά’ χει νερό τριγύρω;

Τότε ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του κελιού και κατηφόρισε προς το μέρος μου κάποιος σα μοναχός. Μόλις έφτασε κοντά στην εσωτερική πλευρά της εξωτερικής πορτούλας, χωρίς να με ρωτήσει τι θέλω, μου λέει:

- Ευλόγησον, με συγχωρείς πολύ, ο πατήρ Εφραίμ δεν δέχεται επισκέψεις.

- Ευλόγησον, γιατί;

- Εεε, είναι άρρωστος, το έγραψε και στην πινακίδα.

- Εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, αν είναι άρρωστος, αφήστε με να τον βοηθήσω!

Το είπα παρακαλετά, αλλά δεν ξέρω γιατί ή πώς μου ήρθε να το πω αυτό. Ήμουνα βλέπετε έφηβος τότε και η εφηβεία, το ξέρετε, είναι ανδρεία και τολμηρή. Αυτός με κοίταξε άναυδος, του επανέλαβα το ίδιο, και, χωρίς να μου πει τίποτα, επέστρεψε βιαστικά πίσω στο κελλί.

Μετά από λίγο ήρθε τρέχοντας πίσω. Άνοιξε την πόρτα και είπε ότι ο πατήρ Εφραίμ ήθελε να με δει. Ανέβηκα κάτι σαν αυλή και έφτασα στο σπιτάκι. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα.

Είδα τον πατέρα Εφραίμ. Χαμογελούσε, πιστέψτε με, γελούσαν τα μάτια του. Ώστε ήρθες να με βοηθήσεις είπε. Έσκυψα να του φιλήσω το χέρι χωρίς να πω τίποτα. Κάθησε, παιδί μου, κάθησε. Με περιεργαζόταν με μάτια που γελούσαν. Αφού ήρθες να με βοηθήσεις, τότε μείνε. Αυτές τις ημέρες θα κάνουμε την κουρά του δόκιμου από εδώ, του πατρός Ιωσήφ, θα έρθουνε συγγενείς του από τον κόσμο, μείνε να μας βοηθήσεις. Αλλά ξέρεις, παιδί μου, εμείς εδώ είμαστε μοναχοί και ακολουθούμε ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Νηστεύουμε, προσευχόμαστε, υπακούμε στον γέροντα μας. Αν θα μείνεις εδώ, θα πρέπει να ακολουθείς και εσύ τον ίδιο τρόπο ζωής. Μάλιστα η μεγαλύτερη αρετή για μας είναι η υπακοή. Εγώ είμαι ο γέροντας του κελλιού αυτού. Θα μπορούσες να με υπακούς ως γέροντα, για όσο καιρό θα μείνεις εδώ; Ναι, γέροντα, απάντησα.

Η κουζίνα

Εκεί που καθόμασταν υπήρχε ένα παλιό ξύλινο τραπέζι, μερικές καρέκλες και ένας πάγκος. Απέναντι υπήρχε ένας καπνισμένος, μαύρος τοίχος και μπροστά ένας πάγκος με σκονισμένα, καπνισμένα γυάλινα μπουκάλια σε διάφορα χρώματα και μερικές ξύλινες τάβλες καρφωμένες στον τοίχο με διάφορα σκεύη. Ήταν η κουζίνα. Μαύρη και γκρίζα σκόνη παντού. Προφανώς η καύση των ξύλων για την παρασκευή φαγητού είχε καπνίσει όλο το χώρο.

Όταν καίγονταν τα ξύλα, οι ανταύγειες της φωτιάς πάνω στα καπνισμένα χρωματιστά γυάλινα μπουκάλια δημιουργούσαν την εντύπωση ενός μεσαιωνικού αλχημικού εργαστηρίου, όπου, έτσι μου φαινόταν, ο δόκιμος τότε Ιωσήφ πάλευε εκεί να μετασχηματίσει ταπεινά υλικά σε χρυσό φαγητό. Αλλά μήπως αυτό δεν ήταν το κελλί; Ένα εργαστήρι ψυχών, όπου με την βοήθεια του γέροντα αμαρτωλές, ανάξιες ψυχές, μετασχηματίζονταν σε ναούς του Αγίου Πνεύματος;

Τι τρώγαμε

Ο δόκιμος ήταν επιφορτισμένος με την παρασκευή του φαγητού. Η παρασκευή ήταν η εξής. Σε ένα φθαρμένο εμαγιέ τσουκάλι, έβραζε με ελάχιστο νερό πατάτες μαζί με τη φλούδα τους, έτσι όπως ήταν άπλυτες. Εκεί προσέθετε και ένα, δύο κρεμμύδια, μερικά σκόρδα, όλα με τις φλούδες τους. Όταν έλιωναν όλα αυτά, προσέθετε και τυχόν φαγητό που είχε περισσέψει. Την πρώτη φορά που έφαγα εκεί, είχε ρίξει μέσα παλιά ξινισμένη φακή. Αυτός ο, πώς να το πω, ανάλατος πολτός, μοιραζόταν στα τρία, σε μικρές μερίδες. Ο γέροντας έβγαζε και από ένα κουτί στάχτη και το έριχνε στο φαγητό του. Μάλιστα, ένα κουτάλι στάχτη! Ο πατήρ Εφραίμ ανακάτευε στο φαγητό του μια μεγάλη, γερή κουταλιά στάχτη. Το φαγητό εκείνο φυσικά ήταν αδύνατον να με χορτάσει. Την πρώτη φορά τούς ρώτησα αν αυτό ήταν μόνο. Φαίνεται ότι η απορία στα μάτια μου θα ήταν τόσο αθώα που ο πατήρ Εφραίμ, χαμογελώντας, με προέτρεψε να πάω έξω στην αυλή, όπου υπήρχε μια μουριά, να κόψω μούρα σε ένα τσίγκινο πιάτο και να τα φέρω να τα φάμε. Πήγα πράγματι έξω, βρήκα την μουριά, έκοψα όσο γινόταν περισσότερα μούρα και τα πήγα στο τραπέζι. Μόλις τα έφερα, άρχισαν να τα τρώνε έτσι όπως ήταν, άπλυτα, με τα μυγάκια και τα άλλα πλάσματα του Θεού. Να τα πλύνω, πάτερ; Τότε μου εξήγησε ο πατήρ Εφραίμ ότι το νερό ήταν βρόχινο, λιγοστό, το μάζευαν σε μια δεξαμενή και έπρεπε να μην το σπαταλούν. Υπάκουσα. Αλλά ο πάτερ Εφραίμ μού είπε ότι θα μπορούσα να πηγαίνω κάθε μέρα στην μουριά και να κόβω όσα μούρα θέλω και να τα φέρνω να τα τρώμε.

Που κοιμόμουν

Μου έδωσαν το καλό δωμάτιο, πάνω στον πρώτο όροφο. Είχε μια τάβλα ξύλινη, σχηματισμένη από δύο σανίδες, για κρεβάτι. Στον απέναντι τοίχο εικόνες και μια μικρή βιβλιοθήκη και πάνω από το κρεβάτι τη φωτογραφία μέσα σε κορνίζα ενός γέρου καταβεβλημένου μοναχού που κρατούσε στα χέρια του ένα κομποσκοίνι. Ο πατήρ Εφραίμ μού είπε ότι σε εκείνο το κρεβάτι κοιμόταν εκείνος ο γέρων μοναχός και ότι θα μπορούσα να λέω την ευχή, αν ήθελα, με το δικό του κομποσκοίνι. Και μού το έδωσε. Ήταν τρακοσάρι, χιλιάρι θα σας γελάσω. Πέρασαν τα χρόνια. Αλλά θυμάμαι ότι εκείνο το κομποσκοίνι είχε τόσο πολύ δουλευτεί στην προσευχή που το χρώμα του είχε φύγει και έμενε μόνο η ίνα.

Που να ξέρω τότε, ο ανίδεος, ότι κοιμόμουν στο κρεβάτι του γέροντος Ιωσήφ του ησυχαστού, ότι προσευχόμουν με το κομποσκοίνι του και ότι διάβαζα τα βιβλία που και ο ίδιος διάβαζε!

Εκεί κάθε φορά που προσευχόμουν με το κομποσκοίνι του γέροντος Ιωσήφ έβλεπα στον νου μου την μάνα μου να με κοιτά λυπημένη. Τα χείλη της έτρεμαν σε ένα βουβό παράπονο και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Ήταν αδύνατον να αντισταθώ στον λογισμό, ο οποίος με έπληττε με σφοδρή δύναμη, όσο και αν προσπαθούσα. Έφτασα να κουνώ το κεφάλι δεξιά κι αριστερά για να τον αποδιώξω, αλλά η μάνα μου εκεί στεκόταν λυπημένη, με βουβά δάκρυα, και χείλη να τρέμουν.

Τα τάπερ της μάνας

Η μέρα της κουράς του δόκιμου έφτασε. Οι άρρενες συγγενείς του κατέφθασαν όλοι. Δύο από αυτούς ανέβηκαν μέχρι το κελλί και μας ρώτησαν αν υπήρχαν μουλάρια για να ανεβάσουν τις προμήθειες πάνω στο κελλί. Μουλάρια δεν υπήρχαν. Ο πατήρ Εφραίμ με ρώτησε αν μπορούσα να βοηθήσω στο κουβάλημα μαζί με τον δόκιμο. Είπα ναι.

Το κελλί βρισκόταν πάνω σε μια απότομη, ανηφορική χαράδρα ανάμεσα σε δύο γιγάντιους βραχίονες του Άθωνα που κατέβαιναν απότομα στη θάλασσα.

Πήγα μέχρι το καΐκι, κάτω στη θάλασσα. Όπως οι επισκέπτες ξεφόρτωναν το καΐκι, παρατήρησα ότι ανάμεσα στα πράγματα υπήρχαν μεγάλα τετράγωνα ημιδιαφανή άσπρα τάπερ με φαγητά. Το μέγεθός τους φαινόταν να είναι σχεδόν ένα μέτρο επί ένα. Πρώτη φορά έβλεπα τάπερ τέτοιου μεγέθους και δεν ματαξαναείδα. Ρώτησα τι ήταν αυτά και αν μπορούσα να τα κουβαλήσω. Μου είπαν ότι ήταν όλα φαγητά που έφτιαξε η μητέρα του δόκιμου. Και, ναι, μπορούσα να τα κουβαλήσω. Ήταν δεκάδες! Και ακόμα είχε λάδια, μέλια, όσπρια σε τσουβαλάκια, κρασιά, μέχρι και δεσμίδες με τσάι του βουνού τυλιγμένες σε λεπτά υφάσματα. Το καΐκι μεγάλο και γεμάτο μέχρι πάνω! Και όλα αυτά τα είχε ετοιμάσει η μητέρα του δόκιμου με τα χέρια της. Νομίζω ήταν μοναχοπαίδι και η μάνα του τού είχε αδυναμία.

Φορτώθηκα μερικά τάπερ. Τι ωραία που φαινόντουσαν όλα αυτά τα φαγητά! Όσο και να έτρωγαν οι επισκέπτες, πόσα ακόμα θα περίσσευαν για μας! Με αυτή τη σκέψη, άρχισα να ανεβαίνω την ανηφόρα και το ζιγκ ζακ μονοπάτι τρέχοντας. Άφησα τα τάπερ που κουβαλούσα πάνω στο κελλί και κατέβηκα κάτω. Τρέχοντας.

Πιστέψτε με, ποτέ μου ξανά δεν έτρεξα τόσο πολύ ανεβαίνοντας σε ανωφερές μονοπάτι και μάλιστα των Κατουνακίων για όσους ξέρουν για τι πράγμα μιλάμε. Πήγαινα και ερχόμουν τρέχοντας χωρίς να λαχανιάζω. Κατέβαινα και ανέβαινα προσπαθώντας να μαντέψω το φαγητό που μισοδιακρινόταν σε εκείνο το γιγάντιο τάπερ. Τι είχε φτιάξει εκείνη η μανούλα μέσα σ’ αυτά!

Το βράδυ της κουράς

Παιδί, μου, εμείς πρέπει να περιποιηθούμε τους ξένους που φιλοξενούμε. Από σένα, παιδί μου, περιμένω τα περισσότερα, επειδή ο δόκιμος πρέπει να προετοιμασθεί. Να περιποιηθείς τους ξένους! Ευλόγησον, πάτερ, είπα δυνατά και με χαρά.

Το δωμάτιό μου δόθηκε στον πατέρα και στον θείο του δόκιμου. Δεξιά και αριστερά βολεύτηκαν όλοι. Το βράδυ θα ερχόντουσαν μοναχοί και γέροντες από άλλα κελλιά για την κουρά του δόκιμου. Θα έπρεπε να ετοιμάσουμε το πρωί εορταστική τράπεζα για όλους αυτούς. Το βράδυ έπεσε. Όλοι πήγαν να ξεκουραστούν και να κοιμηθούν λίγο. Ο πάτερ και ο δόκιμος θα περνούσαν το βράδυ προσευχόμενοι.

Ο δόκιμος ήρθε και μου είπε ότι μπορούσα να ξαπλώσω λίγο σε έναν πάγκο που υπήρχε σε έναν διάδρομο. Πράγματι πήγα εκεί και προσπάθησα να ξαπλώσω, αλλά ήταν στενός και δεν αναπαυόμουν. Σηκώθηκα και πήγα έξω. Ο δόκιμος κάποια στιγμή βγήκε από το κελλί και με ρώτησε αν είχα βολευτεί στο στενό παγκάκι. Του είπα όχι. Μπορείς να κοιμηθείς στο υπόγειο αν θέλεις. Πήγα στο υπόγειο. Στο υπόγειο μόνο σκυμμένος μπορούσες να πας. Στη μέση είχε ένα μπαούλο με ένα τσουβάλι απλωμένο πάνω. Πάνω στο μπαούλο θα μπορούσα να κοιμηθώ. Ο δόκιμος μού είπε να μην φοβηθώ από τα ποντίκια, γιατί το υπόγειο είχε ποντίκια και μια φορά μάλιστα τον είχαν δαγκάσει όταν κοιμόταν, εκεί στο υπόγειο. Θεέ μου, ποντίκια! Πώς θα κοιμόμουν εκεί να με τρώνε τα ποντίκια, στο σκοτάδι;

Βγήκα έξω και καθόμουν σε ένα χαμηλό παγκάκι χαζεύοντας τον έναστρο ουρανό. Ο δόκιμος πήγε στην εκκλησία για να προσευχηθεί. Μετά από κάποιες ώρες μοναχοί από διπλανά κελλιά ήρθαν στο κελλί. Ένας από αυτούς με ρώτησε αν ήμουν συγγενής του δόκιμου. Είπα πως όχι. Ο ίδιος αργότερα έφυγε από το κελλί και πήγε κάπου στην ερημιά, μακριά, σε ένα βράχο να προσευχηθεί, μέσα στο σκοτάδι, μόνος.

Η κουρά λαμπρή. Ο πατήρ Εφραίμ ήταν ο ιερέας. Είναι αδύνατον να περιγράψω την μόνη φορά μέχρι τώρα που συμμετείχα σε κουρά μοναχού και μάλιστα στα Κατουνάκια. Δεν μπορώ να βρω τα λόγια.

Το πρωί μετά την τράπεζα και τις ευχές, οι επισκέπτες έφυγαν. Νομίζω ότι οι συγγενείς του πατρός Ιωσήφ έμειναν ακόμα μια μέρα, αλλά δεν θυμάμαι καλά. Αλλά είτε την ίδια μέρα είτε την επόμενη, έφυγαν κι αυτοί.

Τα φαγητά ρίχνονται στο βάθος της χαράδρας

Έφυγαν όλοι, επιστροφή στην ησυχία. Οι άρρενες συγγενείς του πατρός Ιωσήφ έφυγαν. Ήρθε το καΐκι και τους πήρε. Ο πατήρ Εφραίμ και ο πατήρ Ιωσήφ μοίρασαν στους επισκέπτες μοναχούς πολλά τρόφιμα και προμήθειες. Έστειλαν ακόμα και ευλογία σε αλλα κελλιά. Πολλά από τα τρόφιμα, αν όχι τα περισσότερα, εξαφανίστηκαν. Αλλά και πάλι είχαν μείνει μαζί μας όλα αυτά τα ατελείωτα τάπερ της μάνας. Σκεφτόμουν ότι θα τρώγαμε, τώρα που ησυχάσαμε, σπιτικό φαγητό και σε μια ατελείωτη ποικιλία, έτσι μου φαινόταν.

Ο πατήρ Εφραίμ με φώναξε. Παιδί μου, μού είπε, εμείς δεν ήρθαμε εδώ για να τρώμε και να απολαμβάνουμε. Το ξέρεις αυτό, παιδί μου, έτσι δεν είναι; Ναι, πάτερ είπα. Τότε πάρε όλα αυτά τα τάπερ και πήγαινε πέτα τα στη χαράδρα που βρίσκεται μετά τη μουριά. Έτσι όπως είναι με τα τάπερ. Όλα τα τρόφιμα. Και μετά μάζεψε μούρα και φέρε να φάμε. Θα πω κι εγώ τον πατέρα Ιωσήφ να φτιάξει κάτι να φάμε.

Κατάλαβα, θα επιστρέφαμε πάλι σε εκείνο τον, ας πούμε, πολτό, τον νοστιμισμένο με νιφάδες στάχτης.

Έχε το νου σου, παιδί μου, μου είπε σοβαρά ο πατήρ Εφραίμ κοιτώντας με στα μάτια. Έχε το νου σου να μην φας, να μην δοκιμάσεις απ’ αυτά τα φαγητά. Υποσχέθηκες να με υπακούς, το θυμάσαι; Ναι, πάτερ, είπα εγώ. Άντε, τράβα, παιδί μου, και να θυμάσαι, μην δοκιμάσεις απ’ αυτά τα φαγητά. Ότι φάγαμε, φάγαμε. Τώρα κάνε υπακοή, κι εγώ θα κάνω προσευχή. Και με κοίταξε σοβαρά και διερευνητικά.

Πήγα στη χαράδρα κουβαλώντας στα χέρια όλα αυτά τα τετράγωνα μεγάλα τάπερ με τα φαγητά. Είχε εκεί στην άκρη μια μεγάλη πλατιά πέτρα που μπορούσα να κάτσω ακριβώς πάνω από τη χαράδρα. Άνοιξα το ένα τάπερ να δω το φαγητό. Αγκινάρες αλά πολίτα. Όπως ήταν τις πέταξα μαζί με το τάπερ κάτω στην χαράδρα.

Άνοιγα και πέταγα. Πατατοσαλάτα. Καλαμάρια γεμιστά με πλιγούρι και λαχανικά. Πικάντικη μελιτζανοσαλάτα. Χταπόδι με παντζάρια. Γίγαντες με μυρωδικά. Ρεβίθια σαλάτα. Ψητές πιπεριές και κάπαρη. Άνοιγα και πέταγα. Φακές σαλάτα. Σουπιές με σπανάκι. Πατάτες γιαχνί. Φασόλια μαυρομάτικα. Άνοιγα και πέταγα. Άσπρη ταραμοσαλάτα. Φασόλια πιαζ. Πράσα με ρύζι. Μακαρονάκι κοφτό με ελιές. Μα πόσο καιρό μαγείρευε αυτή η μάνα; Ξαναπήγα πίσω στο κελλί και πήρα και τα υπόλοιπα. Ριζότο με λαχανικά και μανιτάρια. Κολοκυθάκια. Άγρια χόρτα στον ατμό. Αγκινάρες τηγανιτές. Τα πέταξα όλα. Τελευταίο έμεινε ένα πλαστικό άσπρο δοχείο με μέλι, νομίζω των δύο κιλών.

Το μέλι της αμαρτίας

Το κρατούσα και το κοιτούσα εκεί στη χαράδρα. Άνοιξα το καπάκι. Αρώματα ξεπήδησαν από μέσα. Αρώματα καραμελωμένων φρούτων, λευκών λουλουδιών και εσπεριδοειδών. Χρώμα λαμπερό σκούρο μελί με χρυσές ανταύγειες. Το ξανακοίταξα. Έβαλα λίγο το δείκτη του δεξιού μου χεριού μέσα. Μόνο λίγο, σε μια άκρη. Στάθηκα για μια στιγμή. Πήρα μια ανάσα, έβγαλα το δάκτυλο από το βάζο και το δοκίμασα.

Ήταν γλυκό, γλυκό πολύ.

Πλατάγισα τη γλώσσα και σηκώθηκα. Τότε αμέσως τύψεις επέδραμαν πάνω μου. Πέταξα το μέλι κάτω απότομα με μια κίνηση. Λυπόμουν πολύ. Παράκουσα τον γέροντά μου. Είχα παραβεί την υπακοή. Ο κόπος μου τόσες μέρες ζώντας εκεί πήγε χαμένος. Όλος μου αυτός ο κόπος, ο κόπος του καλού χάθηκε για λίγο μέλι, μέλι στην άκρη ενός δάχτυλου, τόσο μόνον.

Η γλώσσα μου φούσκωσε και πρήστηκε. Αργοκουνούσα τη γλώσσα μου χωρίς να έχω σάλιο. Πίκρα πικρή, πίκρα κατάπικρη, σα χολή, ανέβαινε, ερχόταν από το μέλι πού’ χα γευτεί.

Πήγα προς τη μουριά να μαζέψω μούρα στεναχωρημένος. Μούρα δεν υπήρχαν στα κάτω κλαδιά, μόνον στα πάνω που δεν τα έφτανα. Ακούμπησα στην μουριά. Το ζωντανό αυτό όν, το δέντρο, ο σύντροφός μου τόσες μέρες, είχε γίνει ένα ξένο, άψυχο ξύλο. Σκόνταψα και χτύπησα σε ένα κλαδί. Η ίδια η φύση μ’ αποστρεφόταν. Μάζεψα μερικά μούρα από κάτω. Προχώρησα προς το κελλί. Μπήκα μέσα και έβαλα το πιάτο με τα μούρα στη μέση. Κάθισα.

Ο πατήρ Εφραίμ με κοιτούσε, αλλά εγώ δεν αντιγύρισα το βλέμμα του. Κοιτούσα μπροστά μου το πιάτο αμίλητος. Τότε ο πατήρ Εφραίμ έσκυψε προς το μέρος μου, ακούμπησε το χέρι του στο δικό μου, και μου είπε πολύ ψιθυριστά:

- Είδες παιδί μου πόσο πικρό είναι το μέλι της αμαρτίας;

Και ο τρόπος που τό’ πε, σαν στοργικός πατέρας, μού’ σκισε την καρδιά.