Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

«Δεν φοβάμαι το θάνατο»


Τον περασμένο Αύγουστο φτερούγισε για τον Ουρανό η αγνή ψυχή του 19χρονου Βασιλείου Δαρδανού, από τον Αλίαρτο – Βοιωτίας. Τελευταίος γιος του ευσεβούς Ιερατικού ζεύγους π. Παναγιώτη και Μαργαρίτας, δοκίμασε τον πόνο από τη λεγόμενη επάρατο νόσο λίγο μετά την επιτυχία του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επί ένα χρόνο φοίτησε στο σχολείο του πόνου και πήρε ομολογουμένως άριστα. Το πτυχίο το πήρε από τα χέρια του αγωνοθέτου Χριστού.
 Στη συνέχεια δημοσιεύουμε την προσλαλιά της θεολόγου μητέρας του Μαργαρίτας, κατά την εξόδιο ακολουθία, στην οποία προέστη ο Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας π. Γεώργιος. Η πίστη της θυμίζει μητέρες μαρτύρων και ηρώων.
————————————————————————————————————————–
«Δεν φοβάμαι το θάνατο»
Θέλω να πω ένα λόγο απλό για το Βασίλη μας, που να ταιριάζει στην καθαρότητα της καρδιάς του, στη δυνατή του πίστη, στον τρόπο που περπάτησε την μαρτυρική του πορεία. Σήμερα σας παρακαλούμε, μην ψάχνετε για απαντήσεις λογικές του παρόντος καιρού. Σήμερα σας παρακαλούμε εμείς, η οικογένειά του, αρπάξτε την ευκαιρία να περάσετε στην άλλη λογική, στη σχοινοβασία της πίστης, στην άλλη ανάγνωση της ζωής. Γιατί σ’ αυτή τη διαδρομή ο Βασίλης έτσι περπάτησε και αγάπησε τη δοκιμασία του και μας έλεγε συχνά: «Είναι η καλύτερη χρονιά της ζωής μου, η ασθένεια είναι ευλογία και ευκαιρία».
Και όσο η ασθένεια έφθειρε το νεανικό του σώμα, τόσο ανανέωνε το πνεύμα του και καθάριζε την ψυχή του. Ο μικρότερός μας προπορεύεται σήμερα. Ίσως και ο καλύτερός μας. Και είναι!
Αν και έζησε λίγο, σαν να συμπλήρωσε χρόνια πολλά. Και ο Κύριός μας τον δοκίμασε και τον βρήκε άξιο για τον εαυτό Του. Ο Βασίλης στην αρχή της δοκιμασίας του έλεγε: «Ίσως ο σκοπός της ζωής να είναι η αγιότητα».
Και στο τέλος έλεγε: «Θέλω την αγιότητα. Δεν φοβάμαι τον θάνατο». Μας έλεγε συχνά: «Φοβάμαι, μήπως χάσω τον παράδεισο».
Γι’ αυτό σήμερα, ας σκεφτούμε με τη λογική του Βασίλη, την ξένη για τον κόσμο, αφού γι’ αυτόν είμαστε εδώ, καθώς προπορεύεται όλων μας στην ουράνια πατρίδα. Εμείς, που του κρατήσαμε το χέρι απ’ την αρχή ως το τέλος, ξέρουμε, έχουμε την βεβαιότητα, πως ο Βασίλης μας «μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν», αφού αξιοποίησε και τελειοποίησε στην πολύμηνη δοκιμασία του, όλα του τα χαρίσματα, την υπομονή, την ευγένεια, την ταπείνωση, το ἄριστο ἦθος, μά πάνω από όλα τη βαθιά του πίστη στην πρόνοια του Θεού, στην αγάπη του Θεού.
Μου έλεγε λίγες μέρες πριν φύγει: «Ξέρει Εκείνος, ξέρει, γιατί τα επέτρεψε όλα». Αυτή του την πίστη κληροδοτεί σ’ εμάς. Αυτό μας αφήνει το παιδί μας. Είμαστε ευγνώμονες σήμερα στο Θεό, που μας αξίωσε να κουβαλήσουμε αυτό το Σταυρό, ελάχιστα να μιμηθούμε την αγάπη Του, και που μας έδωσε τη δύναμη, την απόφαση στην καρδιά μας, την εσωτερική ειρήνη να σταθούμε.
Είμαστε ευγνώμονες στο Θεό, που έστειλε το Βασίλη στη ζωή μας, 19 χρόνια πριν, και μας αξίωσε να μεγαλώσουμε ένα παιδί, που μας χάρισε τόσες και μόνο χαρές και στάθηκε τόσο άξια απέναντι στη χάρη του Θεού και τη δέχτηκε στην καλή γη και την καρποφόρησε.
Όμως στην πορεία δεν ήμασταν μόνοι. Η δοκιμασία του παιδιού μας έδωσε στην αγάπη την ευκαιρία να ξεδιπλωθεί μέσα από την προσευχή και τη θερμή συμπαράσταση όλων σας με κάθε τρόπο. Σεβασμιώτατε, επίσκοπε αληθινέ της καρδιάς μας, σας ευχαριστούμε. Δεν μπορώ να πω για ποιό από όλα, από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή. Για όλα. Ο Κύριος γνωρίζει, και εμείς, που γευτήκαμε μίας αληθινής πατρικής παρουσίας.
“Όλους σας, σας ευχαριστούμε. Αυτούς, που κουράστηκαν μαζί μας τις μέρες και τις νύχτες των θεραπειών και του πόνου. Και ιδιαίτερα τους νέους συνεργάτες της εκκλησιαστικής επιτροπής, που σαν αληθινά αδέλφια συνόδεψαν όλο μας τον ανήφορο.
Ευχαριστούμε αυτούς, που ύψωσαν θερμό λόγο ικεσίας στην προσευχή τους για μας να γνωρίζουν, ότι η προσευχή τους μας περιέβαλε ως τείχος απρόσβλητο, σε πολύ δύσκολες στιγμές, που φαίνονταν αξεπέραστες.
Ευχαριστούμε το εξαιρετικό προσωπικό του νοσοκομείου, που αγκάλιασαν το παιδί μας, το φρόντισαν με τόση αγάπη και ευγένεια, του έκαναν πιο εύκολες τις δύσκολες ώρες της νοσηλείας, αφήνοντας και σε μας την γλυκιά αίσθηση, πως το παιδί μας είχε την καλύτερη φροντίδα, που θα μπορούσε να έχει.
Βασίλη, γλυκιά μας λαχτάρα και αγάπη, καλό σου ταξίδι! Σ’ ευχαριστούμε, αγόρι μου γλυκό, για όλα όσα ξέρουμε και γι’ αυτά που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε.
Έσυ, που προπορεύεσαι, τώρα πια ξέρεις, πως παίρνεις το βραβείο της άνω κλήσεως, γιατί το πόθησες κι αγωνίστηκες γι’ αυτό.
Καλόν παράδεισο, αγόρι μου, και καλή αντάμωση στην κοινή μας πατρίδα, να μοιραστούμε μαζί σου αυτό που ήδη προγεύεσαι.
  «Που σου, θάνατε, το κέντρον; Που σου, Άδη, το νίκος;». Χριστός Ανέστη!
Πηγή: Περιοδικό ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΠΤΙΣΤΗΣ, ΤΕΥΧΟΣ 573, σελ. 181-182.-ΟΜΟΘΥΜΑΔΟΝ

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

O Δάσκαλος


"... Διαβαίναμε κάποτε, ανέμελη συντροφιά νεαρών- πριν τόσα χρόνια- από κάποια αλπική κωμόπολη της Eλβετίας που ο χρόνος έσβησε το όνομά της και την ακριβή της τοποθεσία στον ευρωπαϊκό χάρτη. Δεν έσβησε όμως το μνημείο της.
       
Ήταν ένα μπρούτζινο σύμπλεγμα άγνωστου καλλιτέχνη για έναν άγνωστο-σε μας- ήρωα. Ένας μεσόκοπος άντρας, με ρούχα του 19ου αιώνα, προστάτευε κάτω από τα στοργικά ανοιχτά χέρια του ένα παιδάκι που έκανε τα πρώτα του βήματα προς το σχολειό. Aυτό ήταν το ηρώο του τόπου. Tίποτε άλλο.

Ένα συντριβάνι διέγραφε εμπρός του κρυστάλλινες αψίδες δόξης και τιμής που αστραποβολούσαν στον καλοκαιριάτικο ήλιο και ένα μπουκέτο από ταπεινά λουλούδια του βουνού, φρέσκα και απαλά σαν δέρμα παιδιού, ήταν ακουμπισμένα στα πόδια του από άγνωστο χέρι ευλαβικού χωρικού.

Eυτυχισμένη χώρα. Aλλά όχι μακάρια. Aιώνες τώρα έχει να γεννήσει ήρωες του πολέμου. Aυτό δεν την εμπόδισε όμως να σηκώσει μνημεία στη μνήμη άλλων ηρώων. Eιρηνικών. Aυτών που δεν πέφτουν μα λιώνουν καθημερινά στα παράμερα εργαστήρια, στις αίθουσες των σχολείων, στην πρωτοπορία του λαού τους. Που σβήνουν και χάνονται και δε μένει πίσω τους τίποτε άλλο που να τους θυμίζει παρά μονάχα το ανώνυμο, θαλερό έργο τους και μια ανάμνηση παιδική από ένα πρόσωπο χαραγμένο με ρυτίδες και με έγνοιες. H φυγή τους, σαν έρθει με ένα πένθιμο αγγελτήριο θανάτου ή με μια ισχνή σύνταξη που είναι χειρότερη κι απ' τον θάνατο, δε γίνεται αισθητή πουθενά γιατί άλλοι στρατιώτες, το ίδιο γενναίοι, το ίδιο σιωπηλοί, έρχονται από πίσω, μπαίνουν στην πρώτη γραμμή και συνεχίζουν τον πόλεμο ήρεμα, αθόρυβα και ακατάβλητα.
       
Nα είχαμε κι εμείς ένα τόπο πλάι στην στήλη των πεσόντων, τέσσερα μόνο τετραγωνικά μέτρα γης, και να υψώναμε το ηρώο του Aνώνυμου Ήρωα της Eιρήνης. Aν είχαμε μια συνέπεια λογική στην ευγνωμοσύνη μας...
       
Ένα ηρώο για το Δάσκαλο Tης Nεβάσκας- Γιάννη Δελίδη τον λέγανε. Ήρθε η κατοχή κι εκεί πάνω στις κορυφογραμμές του Bίτσι την ένιωθες πιο βαριά και πιο σκληρή. Γιατί ήταν ο αέρας του περήφανου βουνού που σου λόγχιζε την ψυχή με τον πόθο της λευτεριάς, ήταν η πείνα ενός τόπου γυμνού που σου ξέσχιζε το στομάχι και ήταν το μαχαίρι του κομιτατζή που σου κάρφωνε το κορμί. Kράτος εκεί ψηλά δεν υπήρχε- ούτε άλλωστε υπήρξε ποτέ. Tο σχολειό, μεγαλοπρεπέστατη μαρτυρία της λεβεντιάς ενός ευεργέτη- του Γιάννη Nίκου- ήταν κοινοτικό, μισθοί για το δάσκαλο δε φτάνανε από την Aθήνα. Kαι να έφταναν τι να τους έκανε;
       
Tο χωριό είχε ερημώσει από την πείνα. Όσοι μπορούσαν ξεχύθηκαν στον κάμπο σαν τις σιταρήθρες να μαζέψουν κανένα ξεχασμένο σπυρί καλαμπόκι. O δάσκαλος εκεί. Mόνος, κατάμονος, αλλά όρθιος.
       
Aπέναντί του ένα ρουμανικό σχολειό με μια χλιδή τροφίμων και με πέντε μονάχα, τους φτωχότερους, μαθητές.
       
Aπειλές, ιλιγγιώδεις για ένα άδειο από μέρες στομάχι, απόπειρες δωροδοκίας, νυχτερινές ενέδρες, άφησαν τον Δάσκαλο απτόητο.
       
Tα ρούχα του- το θυμάμαι- είχαν λιώσει επάνω του μαζί με το μεγάλο κορμί του. Στα πόδια του φορούσε τσόκαρα τυλιγμένα με τσουβάλια, γιατί τα μοναδικά του παπούτσια είχαν μείνει στο δρόμο του καθήκοντος.
       
Δεν υποχώρησε.
       
Kάθε πρωί έσφιγγε πάνω του τα κουρέλια, χτυπούσε ρυθμικά το σήμαντρο, καμπάνιζε πάνω από το παγωμένο χωριό το τραγούδι της Eλλάδας. Kαι τα παιδιά τρέχανε πάνω στα ισχνά ποδαράκια τους προς αυτόν.
       
-Eδώ είμαι- τους έλεγε. Θα νικήσουμε. Δε θα περάσουν.
       
Kαι δεν πέρασαν. Tο σχολειό έμεινε ανοιχτό σ' όλη την Kατοχή, το ρουμάνικο έκλεισε ελλείψει μαθητών.
       
Σ' όλα εκείνα τα δύσκολα χρόνια ο δάσκαλος σκάλιζε τα βράδια στον κήπο του πατάτες, τις έβραζε και τις έτρωγε. M' αυτές, με τις νερόβραστες πατάτες, κράτησε. Nίκησε κι ύστερα χάθηκε. Kάποια σύνταξη τον τύλιξε στην αφάνεια, τον ξαπόστειλε, απόμαχο στο πατρικό του χωριό. Kανείς δεν ξέρει αν ζει ή αν πέθανε. Όπως τόσοι Δάσκαλοι σ' όλη τη χώρα. Kαι τότε και παλιότερα και τώρα..."

Nίκου Mέρτζου, βορεινά υστερόγραφα
Eκδ. MAΛΛIAPHΣ παιδεία

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

Η ΒΑΡΚΑ



Ένας από τους μεγαλύτερους δασκάλους Ζεν, ο Λιν Τσι, συνήθιζε να λέει: 

“Όταν ήμουν νέος, ήμουν ενθουσιασμένος με την κωπηλασία. Είχα μια μικρή βάρκα, και πήγαινα στη λίμνη μόνος μου. Έμενα εκεί για ώρες ολόκληρες. Κάποτε έτυχε να διαλογίζομαι στη βάρκα μου με κλειστά μάτια, μια όμορφη νύχτα. Τότε πλησίασε μια άλλη βάρκα ακολουθώντας το ρεύμα και χτύπησε τη βάρκα μου. Τα μάτια μου ήταν κλειστά, έτσι σκέφτηκα : Κάποιος είναι εδώ με τη βάρκα του και χτύπησε τη δική μου βάρκα’. Θυμός γεννήθηκε μέσα μου. Άνοιξα τα μάτια μου και ήμουν έτοιμος να πω θυμωμένος κάτι σ’ αυτόν τον άνθρωπο, αλλά τότε συνειδητοποίησα ότι η βάρκα ήταν άδεια! Και δεν υπήρχε τρόπος να εκτονωθεί ο θυμός μου. Προς ποιόν θα τον εξέφραζα; Η βάρκα ήταν άδεια, απλώς έπλεε ακολουθώντας το ρεύμα από μόνη της και ήρθε και χτύπησε τη βάρκα μου. Έτσι δεν υπήρχε τίποτε να κάνω. Δεν υπήρχε δυνατότητα να εκτονώσω τον θυμό μου σε μια άδεια βάρκα”. 

Έτσι ο Λιν Τσι είπε: “Έκλεισα τα μάτια μου. Ο θυμός ήταν εκεί, αλλά δεν μπορούσε να βρει διέξοδο. Έκλεισα τα μάτια μου και απλώς κινήθηκα προς τα πίσω μαζί με τον θυμό. Και η άδεια βάρκα έγινε η συνειδητοποίησή μου. Έφτασα σ’ ένα σημείο μέσα μου εκείνη τη σιωπηλή νύχτα. Εκείνη η άδεια βάρκα έγινε ο δάσκαλός μου. Και τώρα εάν κάποιος έρχεται και με προσβάλλει, γελάω και λέω: Και αυτή η βάρκα είναι επίσης «άδεια». Κλείνω τα μάτια και πηγαίνω μέσα.”