Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Η χώρα της μαρμότας

Της Έλενας Ακρίτα
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: "ΤΑ NEA" Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Ο τίτλος η «Χώρα της Μαρμότας» είναι παράφραση του τίτλου της κινηματογραφικής ταινίας «Η Μέρα της Μαρμότας». Μια αλληγορική ιστορία όπου ο ήρωας ξυπνάει κάθε πρωί για να ανακαλύψει ότι πάντα του συμβαίνει το ίδιο με την προηγούμενη. Ζει την ίδια μέρα ξανά και ξανά και ξανά. Η ζωή του επαναλαμβάνεται. Ξανά και ξανά και ξανά. Μέχρι να πάρει κάποτε το μήνυμα. Κάποτε. Μέχρι να αντιδράσει. Κάποτε.

Οταν βαριέσαι μια ερωτική σχέση, χωρίζεις. Οταν βαριέσαι ένα ρούχο, το χαρίζεις. Οταν βαριέσαι ένα χτένισμα το αλλάζεις. Οταν βαριέσαι παιχνίδια τα μοιράζεις.
Οταν βαριέσαι μια χώρα; Τι κάνεις όταν βαριέσαι μια χώρα;
- Τη χωρίζεις;
- Τη χαρίζεις;
- Την αλλάζεις;
- Τη μοιράζεις;

Είμαι Ελληνίδα. Είμαι περήφανη που είμαι Ελληνίδα. Γιατί κι αν δεν ήμουν περήφανη, πάλι Ελληνίδα θα ήμουνα. Δεν είναι να πεις ότι θα είχα βάσιμες ελπίδες να έχω γεννηθεί σε καντόνι. Να είμαι πιχί ελβετίδα υπήκοος. Γιατί τότε το μόνο μου άγχος σε αυτή τη ζωή θα ήταν αν πάει 3 λεπτά μπροστά ή πίσω ο ελβετικός (ΜΟΥ) κούκος. Ή αν σιχαίνομαι την πραλίνα στην ελβετική (ΜΟΥ) σοκολάτα.

Είμαι Ελληνίδα. Γέννημα θρέμμα στη Χώρα της Μαρμότας. Οσα ζω τα έχω ζήσει. Οσα έζησα τα ζω. Ξανά και ξανά και ξανά. Κι εσύ, πατριωτάκι... Εσύ που νόμιζες πως η ανακύκλωση είναι για μπαταρίες, κι όχι για ανθρώπινες ζωές, είσαι απλώς ηλίθιος. Είσαι απλώς κορόιδο. Είσαι απλώς υπήκοος στη Χώρα της Μαρμότας.

Στην ίδια χώρα, στο ίδιο μαιευτήριο, στη διπλανή θερμοκοιτίδα, γεννήθηκαν και οι έλληνες πολιτικοί. Γι' αυτό και δεν έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα να κάνουν τα ίδια λάθη ξανά και ξανά και ξανά. Να τα χρεώνουν στον αντίπαλό τους πολιτικό ξανά και ξανά και ξανά. Να λένε ψέματα ξανά και ξανά και ξανά. Να υπόσχονται τις ίδιες μπαρούφες ξανά και ξανά και ξανά. Να ακυρώνονται από την ιστορία ξανά και ξανά και ξανά. Να μην ιδρώνει το αυτί τους ξανά και ξανά και ξανά. Και να τραβούν προς τη δόξα ξανά. Και ξανά και ξανά.
Αυτοί στη δόξα. Εμείς στη λόξα...

Βαρέθηκα, σιχάθηκα, μπούχτισα, μπάφιασα, άλλο δεν μπορώ. Τη βαρέθηκα πια αυτή τη Χώρα της Μαρμότας: θέλω διαζύγιο και το θέλω τώρα. Αρκετά σκεφτόμουνα «τι θα πει ο κόσμος». Αρκετά έκανα υπομονή «για τα παιδιά». Τώρα πια δεν υπάρχει άλλοθι. Χέστηκα τι θα πει ο κόσμος. Και τα παιδιά μεγάλωσαν. Αποκαταστάθηκαν τα πουλάκια μου, τα μισά άνεργα, τα άλλα μισά ξενιτεμένα!

Δεν αντέχω, θέλω διαζύγιο. Συναινετικό, αυτόματο, ημιαυτόματο, με ταχύτητες, με αερόσακο, με αντιδικία, συκοφαντίες, με κέρατο, με διατροφή - ό,τι να 'ναι! Και - προκειμένου να σε ξεφορτωθώ - σ' τα δίνω όλα! Τα ασημένια κουταλάκια, την τηλεόραση την ελτζί, το σετ μαχαιριών απ' τις τηλεπωλήσεις, της μάνας σου το δαχτυλίδι, τη μάνα σου την ίδια, της θείας σου το γκομπλέν, της θείας σου γενικώς - αï σιχτίρ πια! Πάρ' τα όλα και τσακίσου - δεν με νοιάζει. Θέλω διαζύγιο. Η χώρα αυτή κι εγώ δεν χωράμε πια στο ίδιο σπίτι. Ή αυτή θα φύγει ή εγώ.

Θα μου πεις, τώρα θα φύγεις; Τώρα βρε, πάνω στο καλύτερο; Αφού ώσπου να φτάσεις στην εξώπορτα, θα έχει αρχίσει η ανάπτυξη. Μέχρι το ασανσέρ, θα κάνουν ουρά οι επενδυτές. Μέχρι το ισόγειο, θα προσγειώνεται το μισό Κατάρ. Μέχρι να βγεις στον δρόμο θα έχουν ανοίξει 300.000 θέσεις εργασίας. Θες 400.000; Θες 500.00; Οσες θες, δικό μου είναι το πληκτρολόγιο, ό,τι μου γουστάρει γράφω.

Γι' αυτό - συγγνώμη κιόλας - αλλά δεν καταλαβαίνω μερικούς συμπατριώτες μας. Μες στην γκρίνια και τη μίρλα, αυτό το μπίρι μπίρι μπίρι μες στ' αυτί μου. Γιατί, μανάρι μου; Μπορεί να σου κάνανε τον μισθό πουρμπουάρ αλλά έρχεται η ανάπτυξη. Μπορεί το παιδί σου να μοιράζει τα βιογραφικά του στα παρμπρίζ σαν διαφημιστικά πιτσαρίας αλλά έρχεται η ανάπτυξη. Μπορεί να μη βάλεις πετρέλαιο αλλά ΑΝ επιβιώσεις, έρχεται η ανάπτυξη.

Ερχεται η ανάπτυξη. Ερχεται η ανάπτυξη. Ερχεται η ανάπτυξη. Στη Χώρα της Μαρμότας. Στη Χώρα της Μαρμότας. Στη Χώρα της Μαρμότας. Κάθε μέρα. Κάθε μέρα. Κάθε μέρα. Ξανά. Ξανά. Ξανά.
Μέχρι να πάρεις κάποτε το μήνυμα. Μέχρι να αντιδράσεις... Κάποτε...

Κάποτε λέγαμε «Ελληνας γεννήθηκα κι Ελληνας θα πεθάνω».
Τώρα λέμε «Ελληνας γεννήθηκα - πού στα τσακίδια θα πεθάνω;».

Η διαφορά

Δύο Βουδιστές μοναχοί είχαν αφήσει το μοναστήρι τους και κατευθύνονταν προς το διπλανό χωριό.

Περπατούσαν μέσα στο δάσος για ώρες.

Βγαίνοντας από ένα ξέφωτο και φτάνοντας στις όχθες ενός ποταμού αντίκρισαν μια νεαρή όμορφη κοπέλα να στέκεται δίπλα στα ορμητικά νερά και να κλαίει.

Ο γηραιότερος από τους δύο προχώρησε προς το μέρος της και σαν έφτασε πίσω της τη ρώτησε:

"Γιατί κλαις;"

Η κοπέλα στο άκουσμα της φωνής του γέρου πετάχτηκε σαν τρομαγμένο ζώο. Αντικρίζοντας τους δύο μοναχούς ηρέμησε. Σκούπισε τα δάκρυα της και μιας και θεώρησε πως δεν κινδυνεύει από τους δύο άντρες, αποκρίθηκε στην ερώτηση του ηλικιωμένου:

"Ξεκίνησα από το διπλανό χωριό να πάω σε ένα γάμο. Ετοιμαζόμουν τόσες μέρες για αυτό. Έραψα το πιο καλό μου φόρεμα και τώρα πρέπει να περάσω μέσα από το ποτάμι ώστε να φτάσω στην ώρα μου. Τα ρούχα μου θα καταστραφούν κι εγώ μάλλον μέχρι να φτάσω στο χωριό, σίγουρα θα έχω αρρωστήσει για τα καλά. Δεν περίμενα να συναντήσω δυο μοναχούς μέσα στην ερημιά. Αχ, μακάρι να μπορούσατε να με βοηθήσετε να περάσω απέναντι."

Ο νεαρός μοναχός, στο άκουσμα της παράκλησης της νεαρής κοπέλας, κοίταξε με τρόμο τον Δάσκαλο του.

Οι οδηγίες του δόγματος ήταν σαφείς: Οι μοναχοί απαγορεύονταν να αγγίζουν γυναίκες.

Αυτή του η σκέψη φρέναρε απότομα καθώς με έκπληξη άκουσε τον Δάσκαλο:

"Θα σε βοηθήσουμε εμείς."

Ο νεαρός μαθητής δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά του μα πριν καν προλάβει να συνειδητοποιήσει τα λεγόμενα του Δασκάλου του, ο γέρος είχε πάρει στην αγκαλιά του την κοπέλα και προχωρούσε μέσα από τα ορμητικά νερά του ποταμού προς την απέναντι πλευρά.

Έκπληκτος αλλά και τσαντισμένος με την πρωτοβουλία του Δασκάλου του, άρχισε να τρέχει κι αυτός από πίσω τους ώστε να περάσει το ποτάμι.

Μετά από λίγα λεπτά, είχαν φτάσει και οι τρεις απέναντι.

Ο γέρος χωρίς να χρονοτριβήσει, άφησε απαλά την κοπέλα στο έδαφος, την χαιρέτησε και της ευχήθηκε καλό ταξίδι. Κάνοντας ένα νεύμα στον μαθητή του έδωσε να καταλάβει πως ήταν ώρα να πηγαίνουν.

Οι δυο μοναχοί είχαν περπατήσει για αρκετή ώρα αμίλητοι μέσα στο δάσος, όταν ο νεαρός γύρισε προς το Δάσκαλο του και τον ρώτησε με συννεφιασμένο βλέμμα στο πρόσωπο:

"Μεγάλε Δάσκαλε, γιατί το έκανες αυτό;"

Ο Δάσκαλος τον κοίταξε αμίλητος και συνέχισε να περπατά με αργό βήμα.

"Εννοώ, πως μπόρεσες να παραβείς τον κανόνα και να πάρεις εκείνη την κοπέλα στα χέρια σου αφού ξέρεις πως απαγορεύεται;"

Ο γέρο Σοφός τον κοίταξε με συμπάθεια και του αποκρίθηκε.

"Η διαφορά είναι πως εγώ την κοπέλα την άφησα πίσω στο ποτάμι. Εσύ έπειτα από τόση ώρα συνεχίζεις να την κουβαλάς μέσα σου."

*Χόρχε Μπουκάι*

Αφιερωμένο σε όσους συνεχίζουν να"κουβαλούν" μέσα τους παλιές ιστορίες, πόνους, θλίψεις, οργή, μίση.

Αφιερωμένο σε όσους δεν έχουν μάθει πως συγχώρεση είναι να αφήσουμε πίσω το παρελθόν και να ατενίζουμε μπροστά.