Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Η μαρίδα και οι μεγαλοκαρχαρίες

Από την εφαρμογή Antinews (του iPad), 27-10-2012
_____________________________

Όταν ο (τιμωρημένος) Περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας και μετέπειτα «εκλογάρχης» Μακεδονίας – Θράκης της ΝΔ κ. Παναγιώτης Ψωμιάδης, προσπάθησε να δικαιολογήσει την παράνομη μείωση του προστίμου προς τον (πολλάκις) παρανομήσαντα (μακαρίτη πια) βενζινοπώλη, επικαλέστηκε το πρόβλημα υγείας που παρουσίασε ο συγκεκριμένος επαγγελματίας μετά την επιβολή του προστίμου. Υπήρξαν πολλοί συνέλληνες που «τσίμπησαν» σε τούτη την έωλη δικαιολογία και πήραν το μέρος του (τέως) Περιφερειάρχη. Πράγμα που θα έβρισκε απολύτως αντίθετη την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών οποιασδήποτε αναπτυγμένης Ευρωπαϊκής ή Αγγλοσαξονικής κοινωνίας. Μήπως τελικά, δεν είναι δυνατόν να εφαρμόσουμε άτεγκτα και αυστηρά τους νόμους και τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας μας επειδή ως Λαός είμαστε λιγάκι (ή και πολύ) ψυχοπονιάρηδες; Εκφράσεις όπως: «κρίμα είναι αυτός τώρα, έχει οικογένεια να θρέψει» ή «από αυτούς βρήκαν να εφαρμόσουν τον νόμο; Από την μαρίδα; Ας πιάσουν πρώτα τους μεγαλοκαρχαρίες και μετά ασχολούνται με τους μικροαπατεώνες» ή «οι τυφλοί της Ζακύνθου μας μάραναν, οι μεγαλοεφοπλιστές που δεν πληρώνουν φόρο στα καύσιμα έπρεπε να μας απασχολούν», ακούγονται κατά κόρον και αποτελούν ίσως την κρατούσα άποψη μεγάλης μερίδας της κοινωνίας, φανερώνοντας μια ιδιόρρυθμη ψυχική συγγένεια και μιαν συγγνωστή συμπάθεια προς την μικρο-λαδιά και τον «λαδιάρη» που την επιχειρεί ενάντια σε αυτό που ψυχρά, εχθρικά και υποτιμητικά πολλές φορές αποκαλούμε Ελληνικό Δοβλέτι.

Μέσα σε αυτό το κλίμα καλοψυχίας, οικτιρμού και συν – πάθειας, βρίσκει πρόσφορο έδαφος και θάλλει προκλητικά τον τελευταίο καιρό και η άποψη που συνηγορεί υπέρ μίας αδιάκριτης, ολοκληρωτικής και ισοπεδωτικής «σεισάχθειας» των ατομικών χρεών προς τις τράπεζες. Μια άποψη που βάζει όλους τους δανειολήπτες στο ίδιο «σακούλι» και επικροτεί απροκάλυπτα την επιβράβευση των κάθε είδους «μπαταχτσήδων» και συστηματικά κακοπληρωτών, στην λογική της σωτηρίας όσων δανειοληπτών δεν μπορούν (ενώ θέλουν) να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους λόγω της κρίσης. Μια ύποπτη και ιδιοτελής θεώρηση της έννοιας της συν – πόνοιας και της αλληλεγγύης, που ευνοεί κατάφωρα τους λωποδύτες και δείχνει ελάχιστη ή και καθόλου έγνοια για τους καλοπληρωτές και νοικοκυραίους μικρομεσαίους, που έκαναν και κάνουν ακόμη το σκ… τους παξιμάδι για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που οι ίδιοι δημιούργησαν.

Μια άλλη έκφραση αυτής της στρεβλής και ιδιαίτερης κοινωνικής «ευαισθησίας» είναι η (σχεδόν) καθολική και αδιαπραγμάτευτη αντίθεση μεγάλης μερίδας της κοινωνίας (συμπεριλαμβανομένου τμήματος του ιδιωτικού τομέα) απέναντι στην παραμικρή νύξη για απόλυση δημοσίων υπαλλήλων (αργόσχολων, ανίκανων, τεμπέληδων ή επίορκων ακόμη). Με αστεία επιχειρήματα περί έντασης της ύφεσης, κατακρήμνισης της αγοράς και απειλή περισσοτέρων λουκέτων, μεγάλο μέρος της κοινωνίας προκρίνει την άδικη σίτιση από το κρατικό πρυτανείο ολόκληρου εσμού αχρείαστων κομματικών «πελατών», αρνούμενοι να σκεφτούν ότι τα χρήματα που ξοδεύονται για αυτούς τους «ερίφηδες», σε περίπτωση που δεν υπάρχουν, θα τα πληρώσουμε όλοι αδιακρίτως (συμπεριλαμβανομένων και των αδυνάτων, όπερ τελείως άδικο) μέσω αύξησης της έμμεσης και άμεσης φορολογίας, σε περίπτωση δε που υπάρχουν (ώστε να μπορεί το κράτος να τα ρίχνει έμμεσα στην αγορά μέσω πληρωμής των μισθών αυτών των παρασίτων), θα μπορούσαν να πέσουν στην αγορά μέσω άλλων χρησιμότερων και ηθικά πιο δίκαιων καναλιών, όπως η αύξηση του χρόνου και του ποσού των επιδομάτων ανεργίας, η αύξηση των επιδομάτων πρόνοιας, η θέσπιση επιδόματος ανεργίας και για τους αυτοαπασχολούμενους που μένουν χωρίς δουλειά, κλπ.

Εκφράσεις αυτού του φαινομένου, διακρίνονται και σε κάθε απόπειρα των κρατικών οργάνων να εφαρμόσουν τους νόμους του κράτους προς κάθε κατεύθυνση. Ένα χειροπιαστό και πρόσφατο παράδειγμα υπήρξε η αναπάντεχη και καθολική σχεδόν συμπάθεια που εκφράστηκε ακόμη και από την Αξιωματική Αντιπολίτευση (!) για την ταβερνιάρισσα της Ύδρας που «ξεχνούσε» συστηματικά να κόβει τις αποδείξεις της. Μια αίσθηση συνενοχής ανάμικτης με επιλεκτικό κοινωνικό «πόνο» και ιδιοτελή συντεχνιακή υποστήριξη, εκφράστηκε στην σχεδόν αυθόρμητη διαδήλωση «συμπαράστασης» προς την παρανομήσασα επιτηδευματία, από σύμπασα σχεδόν την ευγενή τάξη των ελεύθερων επαγγελματιών της «ακριτικής» νήσου της Ύδρας! Ένας πάνδημος ξεσηκωμός, που κατέστησε απαραίτητη την παρουσία διμοιρίας των ΜΑΤ για τον απεγκλωβισμό και την διάσωση του κατακαημένου συνεργείου του ΣΔΟΕ που είχε την ατυχή έμπνευση να διενεργήσει τον εν λόγω έλεγχο, προτού ελέγξει τους «μεγαλοκαρχαρίες» βιομηχάνους και τις πολυεθνικές που πίνουν το αίμα του κοσμάκη με το μπουρί της σόμπας! Μια ιδιάζουσα «κατηγοριοποίηση» της παρανομίας ως προς το μέγεθος και το αντικείμενο, κάνει αδύνατη στην χώρα μας κάθε απόπειρας εφαρμογής του νόμου προς κάθε κατεύθυνση. Η μόνη κοινωνικά αποδεκτή κατεύθυνση είναι αυτή εκ των άνω προς τα κάτω. Πρώτα πιάνεις το μεγάλο ψάρι και μετά το μικρό. Πρώτα πιάνεις τον δολοφόνο και μετά έχεις δικαίωμα να πιάσεις και τον κλέφτη. Μια άποψη βαθιά εδραιωμένη στην ψυχοπονιάρα ελληνική κοινωνία, που μπλοκάρει κάθε προσπάθεια εφαρμογής των νόμων, ακόμη και όπου αυτό είναι εφικτό ευκολότερα και γρηγορότερα. Μια ελληνική αποκλειστικά πρόσληψη της ηθικής της παρανομίας, που λέει πως όσο δεν πιάνει το δοβλέτι τον μεγάλο απατεώνα, οι μικροί και πολλοί (σχεδόν όλοι μας), δικαιούνται απτόητοι (και ασύλληπτοι) να παρανομούν, καλυπτόμενοι από την ιδιόρρυθμη ασυλία της αδυναμίας σύλληψης των μεγάλων.

Τελικά, φαίνεται πως η ελληνική κοινωνία βρίσκεται ακόμη σε επίπεδο εξεγερμένου ενάντια στην πατρική (κρατική) εξουσία εφήβου. Με την ευκολία που ο επαναστατημένος έφηβος κατηγορεί για όλα τους γονείς του και δείχνει έμπρακτη αδιαφορία για την κινητή και ακίνητη περιουσία του σπιτιού του, η ελληνική κοινωνία κατηγορεί το κράτος και δείχνει την ίδια και χειρότερη αδιαφορία για το κοινό μας σπίτι, τον δημόσιο χώρο, ανοικτό ή οργανωμένο. Έτσι, καίμε τους κάδους, ξηλώνουμε τα μάρμαρα των πεζοδρομίων, γκρεμίζουμε πανεπιστήμια και σχολεία, διαλύουμε τηλεφωνικούς θαλάμους, κλείνουμε δρόμους, λιμάνια, αεροδρόμια, καταστρατηγούμε νόμους και διατάξεις, φοροδιαφεύγουμε, εισφοροδιαφεύγουμε, οργανωνόμαστε σε συντεχνίες απαιτώντας άνομα προνόμια, δείχνουμε μιαν ύποπτη λογικά και α-νόητη συναισθηματικά ανοχή στους παρανομούντες συμπολίτες μας. Ζητάμε τα πάντα από την οικογένεια – κράτος, χωρίς να αναλογιζόμαστε που θα τα βρει. Κι όταν τα ψέματα τελειώνουν, όπως τώρα, τότε, παίρνει η μπάλα και τους «θείους», τα «ξαδέρφια» και τους άλλους συγγενείς που θα βρεθούν μπροστά μας, επειδή δεν δανείζουν άλλο τον «μπαμπά» για το χαρτζιλίκι μας , επειδή δεν στέλνουν άλλα «πεσκέσια» να μαγειρέψει η «μαμά» το φαί μας, επειδή δεν μας αγοράζουν το ποδήλατο που μας υποσχέθηκαν στα γενέθλια, επειδή δεν υποστηρίζουν όσο επιθυμούμε το χρεοκοπημένο νοικοκυριό μας.

Όλοι οι έφηβοι κάποτε μεγαλώνουν. Πολλές φορές οι περιστάσεις τους αναγκάζουν να μεγαλώσουν απότομα. Η έφηβη ελληνική κοινωνία έχει εμπλακεί σε δύσκολες περιπέτειες. Ο «μπαμπάς» την «έκατσε» την οικογενειακή φελούκα. Τα πανιά σχίστηκαν, το τιμόνι παραδέρνει. Είναι ώρα όλοι μας να πιάσουμε τα κουπιά. Είναι η έσχατη ώρα για μας, ώστε να ενηλικιωθούμε. Όσο γρηγορότερα το αντιληφθούμε, τόσο καλύτερα για την βάρκα.

Akenaton
______________________________

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Οι άνακτες των χειρών και το χαμένο βασίλειό τους

Του Σαράντου Καργάκου [ιστορικού - συγγραφέα]

Ακούω ότι το μεγαλύτερο σήμερα πρόβλημα των νέων μας είναι η ανεργία. Διαφωνώ. Εδώ και τριάντα χρόνια είναι η ... εργασία. Ο νέος δε φοβάται την αναδουλειά, φοβάται τη δουλειά.Μια οικογενειακή αντίληψη, ότι δουλειά είναι ό,τι δεν λερώνει, επεκτάθηκε και στο νεοσουσουδιστικό σχολείο με ευθύνη των κομμάτων, που για λόγους ψηφοθηρίας απεδύθησαν σε μια χυδαία πολιτική παιδοκολακείας, η οποία μετά τη δικτατορία εξέθρεψε και διαμόρφωσε δύο γενιές «κουλοχέρηδων»...παιδιών δηλαδή που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους -πέρα από τη μούντζα- για καμιά εργασία από αυτές που ονομάζονται χειρωνακτικές, επειδή -τάχα- είναι ταπεινωτικές.

       Κι ας βρίσκεται μέσα στη λέξη «χειρώναξ», σαν δεύτερο συνθετικό το «άναξ» που κάνει τον δουλευτή, τον άνακτα χειρών, βασιλιά στο χώρο του, βασιλιά στο σπιτικό του, νοικοκύρη δηλαδή, λέξη άλλοτε ιερή που ποδοπατήθηκε κι αυτή μες στην ασυναρτησία μιας πολιτικής που έδειχνε αριστερά και πήγαινε δεξιά και τούμπαλιν. Γι' αυτό τουμπάραμε...Κάποτε, ακόμη κι από τις στήλες του περιοδικού αυτού, που δεν είναι πολιτικό με την ευτελισμένη έννοια του όρου, έγραφα πως η ανεργία στον τόπον μας είναι επιλεκτική, ότι δουλειές υπάρχουν αλλά ότι δεν υπάρχουν χέρια να τις δουλέψουν. Κι έπρεπε να κατακλυσθεί ο τόπος από 1,5 εκατομμύριο λαθρομετανάστες, για να αποδειχθεί ότι στην Ελλάδα υπήρχε δουλειά πολλή αλλ' όχι διάθεση για δουλειά. Τα παιδιά -τα μεγάλα θύματα αυτής της ιστορίας- είχαν γαλουχηθεί με τη νοοτροπία του «White color workers».

Έτσι σήμερα το πιο φτηνό εργατικό και υπαλληλικό δυναμικό είναι οι πτυχιούχοι, που ζητούν εργασία ακόμη και στον ΟΤΕ ως έκτακτοι τηλεφωνητές, προσκομίζοντας στα πιστοποιητικά προσόντων ακόμη και διδακτορικά! Γέμισε ο τόπος πανεπιστήμια, σχολές επί σχολών, επιστημονικούς κλάδους αόριστους, ομιχλώδεις και ασαφείς, απροσδιορίστου αποστολής και χρησιμότητας. Πτυχία-φτερά στον άνεμο σαν τις ελπίδες των γονιών, που πιστεύουν ότι τα παιδιά και μόνον με τα «ντοκτορά» θα βρουν δουλειά.Έτσι παράγονται επιστήμονες που είναι δεκαθλητές του τίποτα, ικανοί μόνον για το δημόσιο ή για υπάλληλοι κάποιας πολυεθνικής. Παρ' όλο που γέμισε η χώρα μας τεχνικές σχολές (τι ΤΕΛ, τι ΤΕΙ, τι ΙΕΚ!) οι πιο άτεχνοι νέοι είναι οι νέοι της Ελλάδος. Παίρνουν πτυχίο τεχνικής σχολής και δεν έχουν πιάσει κατσαβίδι οι πιο πολλοί. Δεν ξέρουν να διορθώσουν μια βλάβη στο αυτοκίνητό τους, στο ραδιόφωνο ή στο τηλέφωνό τους. Είναι άχεροι, ουσιαστικά χωρίς χέρια. Τώρα με τα ηλεκτρονικά ξέχασαν να γράφουν, ξέχασαν να διαβάζουν, εκτός φυσικά από «μηνύματα» του αφόρητου «κινητού» τους.

Τούτη η παιδεία, που όχι μόνο παιδεία δεν είναι αλλ' ούτε καν εκπαίδευση, αφού δεν καλλιεργεί καμμιά δεξιότητα, εκτός από την ραθυμία, την αναβλητικότητα και το φόβο της δουλειάς, όχι μόνο δεν καλλιεργεί τον νέο εσωτερικά αλλά τον πετρώνει δημιουργικά σαν τα παιδιά της Νιόβης. Τα κάνει άχρηστα τα παιδιά για παραγωγική εργασία, γιατί ο θεσμός της παπαγαλίας και η νοοτροπία της ήσσονος προσπάθειας, με το πρόσχημα να μην τα κουράσομε, τους αφαιρεί την αυτενέργεια, την πρωτοβουλία, τη φαντασία και την πρωτοτυπία. Το σχολείο, αντί να μαθαίνει τα παιδιά πως να μαθαίνουν, τα νεκρώνει πνευματικά. Δεν τα μαθαίνει πως να σκέπτονται αλλά με τι να σκέπτονται. Έτσι τα κάνει πτυχιούχους βλάκες. Βάζει όρια στον ορίζοντα της σκέψης και των ενδιαφερόντων. Τα χαμηλοποιεί. Τα κάνει να βλέπουν σαν τα σκαθάρια κοντά, κι όχι να θρώσκουν άνω, να έχουν έφεση για κάτι πιο πέρα, πιο τρανό και πιο μεγάλο.

Το έμβλημα πια του ελληνικού σχολείου δεν είναι η γλαύξ, είναι ο παπαγάλος, ο μαθητής - βλάξ που καταπίνει σελίδες σαν χάπια και που θεωρεί ως σωστό ό,τι γράφει το σχολικό. Και το λεγόμενο «σχολικό» είναι συνήθως αισχρό και ως λόγος και ως περιεχόμενο.

Και τολμώ να λέγω αισχρό, διότι πρωτίστως το «Αναγνωστικό» που πρέπει να είναι ευαγγέλιο πνευματικό ειδικά στο Δημοτικό, αντί να καλλιεργεί την αγάπη για τη δουλειά, καλλιεργεί την απέχθεια. Πού πια, όπως παλιά, ο έρωτας για την αγροτική, τη βουκολική και τη θαλασσινή ζωή; Ο ναύτης δεν είναι πρότυπο ζωής. Πρότυπο ζωής είναι ο «χαρτογιακάς». Όσο κι αν ήσαν κάπως ρομαντικά τα παλιά «Αναγνωστικά», καλλιεργούσαν τον έρωτα για τη δουλειά.

Ακούω πως δεν πάει καλά η οικονομία. Μα πώς να πάει, όταν με τη ναυτιλία που προσφέρει το 5,6% του ΑΕΠ ασχολείται μόνο το 1% των Ελλήνων; (Με τον αγροτικό τομέα που προσφέρει το 6,6% του ΑΕΠ ασχολείται το 14,5% του πληθυσμού). Διερωτώμαι, τι είδους ναυτικός λαός είμαστε, όταν αποστρεφόμαστε τη θάλασσα και στα ελληνικά καράβια κυριαρχούν Φιλιππινέζοι, Αλβανοί και μελαψοί κάθε αποχρώσεως; Το σχολείο καλλιεργεί τον έρωτα για την τεμπελιά, όχι για δουλειά. Τα πανεπιστήμια και οι ποικιλώνυμες σχολές επαυξάνουν τον έρωτα αυτό. Πράγματα που μπορούν να διδαχθούν εντός εξαμήνου - και μάλιστα σε σεμιναριακού τύπου μαθήματα - απαιτούν τετραετία! Βγαίνουν τα παιδιά από τις σχολές και δικαίως ζητούν εργασία με βάση τα «προσόντα» τους, αλλά τέτοιες εργασίες που ζητούν τέτοια προσόντα δεν υπάρχουν. Αν δεν απατώμαι, υπάρχουν δύο σχολές θεατρολογίας - πέρα από τις ιδιωτικές θεατρικές σχολές - που προσφέρουν άνω των 300 πτυχίων το έτος. Που θα βρουν δουλειά τα παιδιά αυτά;

Αν όμως το σχολείο από το Δημοτικό καλλιεργούσε την τόλμη, την αυτενέργεια, βράβευε την πρωτοβουλία, την ανάληψη ευθυνών, την αγάπη για την οποιαδήποτε δουλειά ακόμη και του πλανόδιου γαλατά, θα είχαμε κάνει την Ελλάδα Ελδοράδο, όπως έγινε Ελδοράδο για τους εργατικούς Αλβανούς, Βουλγάρους, Πολωνούς, Γεωργιανούς, Αιγυπτίους αλιείς, Πακιστανούς και Ουκρανούς.


Σήμερα αυτοί είναι η εργατική κι αύριο η επιχειρηματική τάξη της Ελλάδος. Κι οι Έλληνες, αφήνοντας την πατρώα γη στα χέρια των Αλβανών που την δουλεύουν, την πατρώα θάλασσα στα χέρια των Αιγυπτίων που την ψαρεύουν, θα μεταβληθούν σε νομάδες της Ευρώπης ή των ΗΠΑ ή θα τρέχουν για δουλειά στην Αλβανία που ξεπερνά σε νόμιμη και παράνομη επιχειρηματική δραστηριότητα όλες τις χώρες της Βαλκανικής. Γέμισαν τα Τίρανα ουρανοξύστες, κτήρια γιγάντια, κακόγουστα μεν, σύγχρονα δε. Περίπου 100 ιδιωτικά σχολεία λειτουργούν στην πρωτεύουσα της χώρας των αετών.

Εμείς αφήσαμε αδιαπαιδαγώγητη την εργατική και την αγροτική τάξη. Στην πρώτη περάσαμε σαν ιδεολογία - θεολογία το σύνθημα «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» και υποχρεώσαμε πλήθος επιχειρήσεις να κλείσουν ή να μεταφερθούν αλλού. Μετά διαφθείραμε τους αγρότες με παροχές χωρίς υποχρεώσεις και τους δημιουργήσαμε νοοτροπία μαχαραγιά. Γέμισε η επαρχία με «Κέντρα Πολιτισμού», όπου «μπαγιαντέρες» κάθε λογής και φυλής άναβαν πούρο με φωτιά πεντοχίλιαρου! Το μπουκάλι με το ουΐσκυ βαπτίστηκε ... αγροτικό! Τώρα, όμως, που έρχονται τα «εξ εσπερίας νέφη» χτυπάμε το κεφάλι μας. Και που να φθάσουν τα «εξ Ανατολής» σαν εισέλθει η Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση! Θα γίνει η Ελλάς vallis flentium (=κοιλάς κλαυθμώνων) και θα κινείται quasi osculaturium inter flentium et dolorum (=σαν εκκρεμές μεταξύ θλίψεως και οδύνης).

Δεν είμαι υπέρ μιας παιδείας που θα υποτάσσεται στην οικονομία. Θεωρώ ολέθριο να χαράσσεται μια εκπαιδευτική πολιτική με κριτήρια οικονομικής αναγκαιότητας. Θεωρώ ολέθρια όμως και την παιδεία που εθίζει τα παιδιά στην οκνηρία, που τα κουράζει με την παπαγαλία και το βάρος αχρήστων μαθημάτων. Το μεγαλύτερο κεφάλαιο της χώρας είναι τα κεφάλια των παιδιών της. Τούτη η παιδεία αποκεφαλίζει τα παιδιά. Τα κάνει ικανά να μην κάνουν τίποτε. Ούτε να βλαστημήσουν. Ακόμη και η αισχρολογία τους περιορίζεται στη λέξη που τα κάνει συνονόματα. Αν τους πεις βρισιά της περασμένης 20ετίας θα νομίσουν ότι μιλάς αρχαία Ελληνικά!

Είναι θλιβερή η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα, παρουσίαζε χθες και θα παρουσιάζει κι αύριο η ελληνική κοινωνία: να υπάρχουν άνθρωποι άνω των 65 ετών, άνω των 70 ετών, που, ενώ έχουν συνταξιοδοτηθεί, εργάζονται νυχθημερόν, για να συντηρούν τα παιδιά τους μέχρι να τελειώσουν τις ατελείωτες σπουδές τους, τα παιδιά που λιώνουν τα νιάτα τους στα «κηφηνεία», που πάνε σπίτι τους να κοιμηθούν την ώρα που οι Αλβανοί πάνε για δουλειά, θα μου πείτε, τι δουλειά; Οποιαδήποτε δουλειά, αρκεί να είναι τίμια. Όταν μικροί - ακόμη στο Δημοτικό - μαθαίναμε απέξω τον Τυρταίο (ποιος τολμά σήμερα να διδάξει Τυρταίο;) δεν τον μαθαίναμε για να γίνουμε πολεμοχαρείς αλλά για να νοιώθουμε ντροπή, όταν στην μάχη της ζωής, στην πρώτη γραμμή είναι οι παλαιότεροι, οι «γεραιοί» και οι νέοι κρύβο­νται πίσω από τη σκιά τους. «Αισχρόν γαρ δη τούτο... κείσθαι πρόσθε νέων άνδρα παλαιότερον».

Σήμερα, βέβαια, οι χειρωνακτικές εργασίες ελέγχονται σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα από ξένους. Στις οικοδομές μιλούν αλβανικά, στα χωράφια πακιστανικά. Σε λίγο οι χειρωνακτικές επιχειρήσεις θα περάσουν στα χέρια των Κινέζων που κατασκευάζουν ήδη το μεγαλύτερο μέρος των τουριστικών ειδών που θυμίζουν... Ελλάδα. Ακόμη και τις σημαίες μας στην Κίνα τις φτιάχνουν! Κι εμείς; Εμείς, όπως πάντα, φτιάχνουμε τα τρία κακά της μοίρας μας. «Φτιάχνουμε» τη ζωή μας στην τηλοψία, που δίνει τα μοντέρνα πρότυπα οκνηρίας στη νεολαία, ποθούμε μια χρυσίζουσα ζωή σαν αυτήν που προσφέρει το «γυαλί», αγοράζουμε πολυτελή αυτοκίνητα με δόσεις, κάνουμε διακοπές με «διακοποδάνεια», εορτάζουμε με «εορτοδάνεια» και πεθαίνουμε με «πεθανοδάνεια». Έλεγε ο Φωκίων, που πλήρωσε τέσσερις δραχμές τη δεύτερη δόση του κωνείου που χρειαζόταν για να «απέλθει», πως στην Αθήνα δεν μπορεί ούτε δωρεάν να πεθάνει κανείς. Έπρεπε να ζούσε τώρα...

Λυπάμαι που θα το πω, αλλά πρέπει να το πω: το σχολείο, οι σχολές και τα ΜΜΕ σακάτεψαν και σακατεύουν τη νεολαία, γιατί μιλούν συνεχώς για τα δικαιώματά της - δικαιώματα στην τεμπελιά - και ποτέ για υποχρεώσεις, ποτέ για χρέος, ποτέ για καθήκον. Το καθήκον έγινε άγνωστη λέξη.

Πηγή: mynews.gr

ΚΣ

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Εγώ θέλω γαλήνη




"Ποιος καλός άνεμος σε φέρνει εδώ;" ρώτησε ο σοφός δάσκαλος τον οδοιπόρο που ζητούσε απεγνωσμένα να τον συναντήσει.

"Εγώ θέλω γαλήνη" απάντησε μελαγχολικά εκείνος.

Ο δάσκαλος πήρε ένα ξύλο κι έγραψε στο χώμα : 

...Εγώ θέλω γαλήνη...

"Κοίταξε τώρα πόσο απλό είναι" είπε στον οδοιπόρο.

Διέγραψε με μια κίνηση το «Εγώ»

"Σβήνεις πρώτα το εγώ. Είναι αδύνατον να βρει γαλήνη αυτός που πιστεύει ότι είναι αποκομμένος από τον Θεό και τους συνανθρώπους του. Το εγώ πάντα νιώθει ότι απειλείται κι έτσι φοβάται και αντιστέκεται."

Με μια δεύτερη κίνηση διέγραψε το «θέλω»

"Το θέλω δηλώνει επιθυμία, ανάγκη και προσκόλληση. Όταν τρέχεις πίσω από τις επιθυμίες σου ποτέ δε θα γίνεις ευτυχισμένος. Είναι η γνωστή «επίδραση του κουνουπιού». Αν σε ένα δωμάτιο υπάρχουν δέκα κουνούπια κι εσύ σκοτώσεις τα εννιά, το δέκατο κουνούπι δε θα σε αφήσει να κοιμηθείς. Έτσι είναι και οι επιθυμίες. Όσες και να ικανοποιήσεις πάντα θα υπάρχει κάποια που δε θα σε αφήνει να κοιμηθείς."

Ο οδοιπόρος κοιτώντας την δυνατή εικόνα στο χώμα λένε πως βίωσε την πρώτη του αφύπνιση. Είχαν σβηστεί το «Εγώ» και το «θέλω» και είχε μείνει η 

...γαλήνη...



Εγώ και θέλω πάνε μαζί. Το εγώ δημιουργεί συνεχώς νέες επιθυμίες και οι επιθυμίες προέρχονται πάντα από το εγώ. Η αληθινή ελευθερία είναι αποτέλεσμα της απελευθέρωσης του εαυτού μας από τη δύναμη του εγώ. Ο ψεύτικος εαυτός, το «εγώ» μας, μας βομβαρδίζει συνέχεια με την ιδέα ότι πρέπει να έχουμε περισσότερα για να νιώθουμε καλά. Μας ωθεί προς την εξωτερική επιβεβαίωση του εαυτού μας και απειλείται από την ιδέα ότι μπορούμε να βρούμε την γαλήνη μέσα μας. Προσπαθεί να στρέψει την προσοχή μας συνεχώς προς τα έξω για να νιώσουμε επιβεβαίωση, ασφάλεια και αγάπη. Αν καταφέρναμε να  συνδεθούμε με την απεριόριστη αγάπη που υπάρχει μέσα μας το «εγώ» θα ήταν αδύναμο απέναντι μας.  Καθώς στρέφουμε την προσοχή μας προς τα έξω σε μια απελπισμένη προσπάθεια να βρούμε γαλήνη, αποκτούμε την λανθασμένη πεποίθηση ότι τα υλικά αγαθά ή οι σχέσεις με άλλους ανθρώπους θα μας φέρουν την πολυπόθητη ικανοποίηση και ηρεμία.


Κι όμως. Δεν μπορείς να αγοράσεις την αγάπη. Δεν μπορείς να αγοράσεις την προσωπική σου ηρεμία. Δεν υπάρχει γαλήνη στο κυνήγι εξωτερικών στόχων και στη συσσώρευση όλο και περισσότερων αγαθών.   Η επιλογή αυτή είναι λάθος. Ο δρόμος αυτός οδηγεί μόνο σε μια ζωή μόχθου που δεν καταλήγει πουθενά. Η αληθινή ελευθερία είναι η απελευθέρωση του εαυτού μας από τη δύναμη του εγώ. Όταν καταφέρεις να γίνεις θεατής του «εγώ» παύεις πλέον να είσαι "εαυτός εγώ". Για να συμβεί αυτό πρέπει να αποκτήσεις την ικανότητα να βλέπεις τα πάντα υπό το πρίσμα του αποστασιοποιημένου παρατηρητή. Όταν γίνεις παρατηρητής του εγώ σου, διαχωρίζεις αυτόματα τη σημασία του εαυτού σου από το αντικείμενο της παρατήρησής σου, δηλαδή το εγώ. Τότε γνωρίζεις πια καλά πως δεν είσαι το εγώ σου.

Ο νους σου επιμένει: «εγώ θέλω γαλήνη». Χαλάρωσε και παρατήρησε από απόσταση αυτή τη σκέψη: 

Είναι αυτός που παρατηρεί τον νου σου να αναζητά γαλήνη, γαλήνιος;


Από το 
http://nekthl.blogspot.gr/2012/10/blog-post.html

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

Η πίστη στην πρόνοια του Θεού


Η ικανότητά μας να εμπιστευώμεθα σχετίζεται άμεσα με την πίστη μας στην πρόνοια. Αυτά που χρειάζεται να ξέρει ο άνθρωπος είναι ποιές είναι οι προθέσεις του Θεού γι’ αυτόν. Τα καλά νέα του Χριστού είναι ότι οι προθέσεις του Θεού για εμάς είναι καλές. Εκείνος που δεν εφείσθη αυτού του ιδίου του γιου Του, αλλά Τον παρέδωσε για όλους εμάς, δεν θα μας τα δώσει επίσης όλα με Αυτόν; Ο σταυρός του Χριστού είναι το σημάδι του Θεού ότι είναι μαζί μας, και «ει ο Θεός υπέρ ημών, τις καθ’ ημών;» (Ρωμ. 8, 31). Αν κάποτε δεν βλέπουμε να είναι ο Θεός μαζί μας, είναι γιατί, επειδή ακριβώς ο Θεός είναι πραγματικά μαζί μας, δεν ικανοποιεί ευτυχώς τις αυτοκαταστροφικές επιθυμίες μας, που εμείς δεν βλέπουμε ότι είναι όντως αυτοκαταστροφικές.

Ευθύς ως πεισθούμε ότι ο Θεός είναι μαζί μας, ότι οι προθέσεις Του για εμάς είναι καλές, είμεθα έτοιμοι να δεχθούμε αυτό που ο Θεός μπορεί να μας δώσει μέσα από τη συγκεκριμένη κρίση ή οδυνηρή εμπειρία. Όταν ο Ιώβ επέμεινε ότι ο Θεός δεν απαντούσε στις κραυγές του για βοήθεια, ο Ελιού, πολύ σοφά, είπε: «Ο θεός μιλάει πολλές φορές και με ποικίλους τρόπους, κανείς δεν δίνει προσοχή στα λόγια Του» (Ιώβ 33, 14). Η αντίληψη του Ελιού έδωσε στον Ιώβ μια διαφορετική θεώρηση της σιωπής του Θεού, που ακριβέστερα θα μπορούσε να αποκληθεί η κωφότητα του ανθρώπου. 

Ο Ιώβ είχε τη δική του ιδέα για το πως ο Θεός θα του απαντούσε. Όταν δεν του εδόθη αυτή η απάντηση, συνεπέρανε ότι ο Θεός δεν είχε μιλήσει. Ο Ελιού πίστευε ότι οι ενδείξεις που είχε ο Ιώβ για να καταλήξει να πιστεύει ότι ο Θεός δεν του μιλούσε ήταν ανεπαρκείς. Γιατί ο Θεός μπορεί να μας μιλά με έναν διαφορετικό τρόπο απ’ αυτόν που εμείς περιμένουμε και σαν συνέπεια εμείς να μην ακούμε αυτό που μας λέει. Ο Θεός μας λέει κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που περιμένουμε, γιατί αυτό που περιμένουμε είναι λάθος. Όλοι μας κάποτε αισθανθήκαμε ανακούφιση που ο Θεός δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημά μας, γιατί έτσι γλυτώσαμε από κάποια συμφορά. Συχνά μας τυφλώνει τόσο πολύ η έπαρσή μας ώστε να πιστεύουμε ότι εμείς ξέρουμε καλύτερα από Εκείνον τι πραγματικά έχουμε ανάγκη. Ο Ελιού στην πραγματικότητα πρότεινε στον Ιώβ να κοιτάξει λίγο πιο πέρα από τη μύτη του και να τεντώσει τ’ αυτιά του σε διαφορετική κατεύθυνση, για να ακούσει τη φωνή του Θεού.

Όταν επιλέγουμε να εμπιστευθούμε τον Θεό για να βγούμε από μια κρίση, μ’ αυτήν ακριβώς την ενέργεια δίνουμε νόημα στην κρίση μας. Επειδή η εμπιστοσύνη μας είναι η ανταπόκρισή μας στην υπόσχεση του Θεού να μας βοηθήσει, μας δίνει την ελπίδα που χρειαζόμεθα. Όταν βλέπουμε έτσι τον κρυμμένο Θεό, τα αυτιά και τα μάτια της πίστης μας ανοίγουν σε μια πληρέστερη προοπτική, για να δούμε μέσα απ’ αυτή την πραγματική μας κατάσταση. Η εμπιστοσύνη μας καλείται να είναι άλμα πίστεως, γιατί με αυτή υπερπηδούμε αυτά που αλλιώς φαίνονται ως ανυπέρβλητα εμπόδια. Το περισσότερο που μπορούν να κάνουν αυτά τα εμπόδια στο δρόμο που μας δείχνει ο Θεός είναι να δημιουργήσουν μια παρέκκλιση, αλλά ο Θεός μπορεί να χρησιμοποιήσει και την παρέκκλιση επωφελώς για μας.

Η πίστη στην πρόνοια του Θεού είναι από μόνη της ένα καλό νέο, γιατί ενεργοποιεί μια χαρά που δεν εξαρτάται, τουλάχιστον ολοκληρωτικά, απ’ αυτό που μας συμβαίνει. Η χαρά του Χριστού μπορεί να υπάρχει ακόμη και όταν δεν υφίστανται οι συνηθισμένοι λόγοι. Η σχέση μας με τον Θεό μπορεί να συνεχίσει σχετικά σταθερή, όταν άλλα στηρίγματα από τα οποία συνήθως εξαρτώμεθα δεν υπάρχουν, αν φροντίζουμε να κρατάμε ενεργοποιημένο το μέρος εκείνο της ύπαρξής μας που μπορεί να κοινωνεί με το μυστήριο του Θεού. Όταν στο μέσο μιας κρίσης εμπιστευόμαστε τον Θεό, θα μας είναι πιο εύκολο να εμπιστευόμαστε και τους άλλους, τον ή την σύζυγο, τα παιδιά, τους φίλους, τους συναδέλφους, και έτσι μπορεί να είμεθα λιγότερο απαιτητικοί στην επιθυμία μας για τη συμπαράστασή τους. Η εμπιστοσύνη μας γι’ αυτούς έχει θετική επίδραση τόσο στη δική τους ανάπτυξη, όσο και στη σχέση μας μαζί τους. Οι περισσότεροι από εμάς τους ανθρώπους παίρνουμε μεγάλη δύναμη από την εμπιστοσύνη των άλλων σε μας, ιδιαίτερα των σημαντικών άλλων.

(π. Φιλόθεος Φάρος, «Στου δρόμου τα μισά», εκδ. Αρμός, σ. 142-145)

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Η κυριαρχία της Σκέψης και της Σοφίας



Έχουμε όλοι τη δυνατότητα να σκεφτόμαστε, επειδή υπάρχει μια απεριόριστη κι αιώνια Σοφία (Σκέψη), όπως ακριβώς μπορούμε ν’ αναπνέουμε, επειδή υπάρχει ένα διάστημα με ανεξάντλητο αέρα. Αυτός είναι κι ο λόγος που κάποιες φωτεινές ιδέες, πάνω σε οποιοδήποτε θέμα, ονομάζονται εμπνεύσεις.

Οι σκέψεις μας ρέουν ακατάπαυστα, αφού η ύπαρξη του Πνεύματος της Σοφίας είναι απεριόριστη.

Γι’ αυτό λέει κι ο απόστολος: «Οχ ότι ικανοί έσμεν αφ’ εαυτών λογίσασθαί τι ως εξ εαυτών, αλλ’ η Ικανότης ημών εκ του Θεού» (Β’ Κορ. γ’ 5).

Γι’ αυτό επίσης είπε κι ο ίδιος ο Σωτήρας μας: «Όταν δε παραδώσωσιν υμάς, μη μεριμνήσητε πως ή τι λαλήσετε· δοθήσεται γαρ υμίν εκείνη τη ώρα τι λαλήσετε» (Ματθ. ι’ 9).

Βλέπεις πως τόσο η σκέψη (έμπνευση) όσο κι ο ίδιος ο λόγος μας έρχονται απ’ έξω. Αυτή βέβαια είναι μια κατάσταση χάριτος και μας δίνεται μόνο σε περίπτωση που έχουμε ανάγκη.

Ακόμα και στην καθημερινή μας ζωή όμως οι φωτεινές ιδέες προέρχονται είτε από το φύλακα άγγελό μας είτε από το Πνεύμα του Θεού. Κάθε σκοτεινή κι ακάθαρτη σκέψη αντίθετα προέρχεται από τη διεφθαρμένη μας φύση κι από το διάβολο, που είναι πάντα έτοιμος να μας παγιδέψει.

Πώς λοιπόν πρέπει να συμπεριφέρονται οι χριστιανοί; Ο ίδιος ο «Θεός εστίν ο ενεργών εν ημίν» (Φιληπ. β’ 13). Γενικά μπορούμε να πούμε πως σ’ όλον τον κόσμο βλέπουμε την κυριαρχία της σκέψης στη δομή του ορατού κόσμου, και ιδιαίτερα της γης, στην περιστροφή και τη ζωή της γήινης σφαίρας, στη διασπορά των στοιχείων (φως, νερό, αέρας, πηλός, φωτιά), ενώ άλλα στοιχεία είναι διασκορπισμένα στα ζωντανά όντα (πουλιά, ψάρια, ερπετά, θηρία κι ανθρώπους).

Βλέπουμε την κυριαρχία της σκέψης στη σοφή δομή τους, στις δυνάμεις τους, στη φύση και στις συνήθειες τους. Την παρατηρούμε στη δομή των φυτών, στην ανάπτυξή τους. Με λίγα λόγια, την κυριαρχία της σκέψης και της σοφίας τη βλέπουμε.

(Αγίου Ιωάννου Κρονστάνδης, Η εν Χριστώ ζωή μου, τ. Α΄)

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

Ο πόλεμος των λογισμών


Εκείνοι που προσπαθούν να ζήσουν πνευματικά, έχουν να διεξαγάγουν ένα δύσκολο και ανηλεή πόλεμο με τους λογισμούς σε κάθε στιγμή της ζωής τους, ένα πνευματικό και αόρατο πόλεμο.

Η ψυχή τους πρέπει να λειτουργεί ακατάπαυστα ως ένα μάτι καθαρό, ικανό να παρατηρεί και να παρακολουθεί τους λογισμούς που ο πονηρός ενσπείρει στην καρδιά τους και να τους εξοβελίζει. Η καρδιά των ανθρώπων αυτών πρέπει να φλέγεται πάντα από πίστη, ταπείνωση κι αγάπη. Διαφορετικά ο πονηρός διάβολος βρίσκει εύκολα είσοδο και προσπαθεί να μειώσει την πίστη ή και να την εξαλείψει τελείως και να ενσπείρει κάθε κακή επιθυμία, που μετά ο άνθρωπος δε θα μπορέσει να την απομακρύνει ούτε με δάκρυα.

Γι’ αυτό μην αφήνεις την καρδιά σου να ’ναι ψυχρή, ιδιαίτερα την ώρα της προσευχής. Ν’ αποφεύγεις με κάθε τρόπο την αδιαφορία. Πολλές φορές στα χείλη βρίσκεται η προσευχή και στην καρδιά η πονηρία, η δυσπιστία ή και η απιστία ακόμα. Έτσι ο άνθρωπος φαίνεται να είναι με τα χείλη του κοντά στο Θεό και με την καρδιά του μακριά απ’ Αυτόν.

Την ώρα που προσευχόμαστε, ο πονηρός μετέρχεται τα πάντα για να ψυχράνει την καρδιά μας, να την εξαπατήσει με κάθε μέσο που εμείς δεν μπορούμε να διακρίνουμε. Να προσεύχεσαι και να προσέχεις ταυτόχρονα, να θωρακίζεις την καρδιά σου.

Αν προσεύχεσαι για να ζητήσεις κάτι από το Θεό, τότε πριν από την προσευχή σου φρόντισε να οπλιστείς με θερμή και ακλόνητη πίστη. Μην αφήσεις να μπουν στην ψυχή σου σπέρματα αμφιβολίας ή απιστίας. Θα είναι άσχημο για σένα την ώρα που προσεύχεσαι η καρδιά σου να ταλαντεύεται ανάμεσα στην πίστη και την απιστία, η πίστη σου να μην είναι σταθερή.

Μην περιμένεις να σου δώσει ο Κύριος αυτό που ζήτησες με αδύναμη πίστη. Τέτοια προσευχή προσβάλλει τον Κύριο, κι ο Θεός δε δίνει τις δωρεές Του στους βλάσφημους. «Πάντα όσα αν αιτήσησθε εν τη προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε» (Ματθ. κα’ 22), είπε ο Κύριος. Αυτό σημαίνει πως αν αμφιβάλεις, αν η πίστη σου δεν είναι σταθερή, δε θα λάβεις.

Είπε ακόμα πως «εάν εχητε πίστιν και μη διακριθήτε… καν τω όρει τούτω είπητε, άρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν, γενήσεται» (Ματθ. κα’ 21). Επομένως, αν αμφιβάλετε κι είστε ολιγόπιστοι, δε θα έχετε τη δύναμη να κάνετε τα έργα αυτά.

«Αιτείτω δε εν πίστει, μηδέν διακρινόμενος· ο γαρ διακρινόμενος έοικε κλύδωνι θαλάσσης ανεμιζομένω και ριπιζομένω», λέει ο απόστολος Ιάκωβος. «Μη γαρ οιέσθω ο άνθρωπος εκείνος ότι λήψεταί τι παρά Κυρίου, ανήρ δίφυχος ακατάστατος εν πάσαις ταις οδοίς αυτού» (Ιακ. α’ 6-8). Η ψυχή που αμφιβάλλει ότι ο Θεός μπορεί να της δώσει εκείνο που ζητά, θα τιμωρηθεί από το Θεό για την απιστία της. Θα θλίβεται, θα την κατατρώγει η αμφιβολία.

Μην παροργίζεις τον Παντοδύναμο Κύριο ούτε με την παραμικρή σκιά αμφιβολίας -ιδιαίτερα εσύ, που έχεις γνωρίσει από πρώτο χέρι και μάλιστα επανειλημμένα την παντοδυναμία Του. Η αμφιβολία είναι βλασφημία εναντίον του Θεού. Είναι αναίδεια, είναι ψέμα του πονηρού πνεύματος που φωλιάζει στην καρδιά σου εναντίον του πνεύματος της αλήθειας. Να τη φοβάσαι την αμφιβολία, όπως φοβάσαι το φαρμακερό φίδι, ή θα έλεγα καλύτερα, να μη της δίνεις καμιά σημασία.

Να θυμάσαι πως όταν προσεύχεσαι, ο Θεός περιμένει από σένα μια σταθερή απάντηση στην ερώτηση που σου κάνει εσωτερικά, μυστικά: «Πιστεύεις πώς μπορώ να το κάνω αυτό;» Στην ερώτηση αυτή η απάντηση που πρέπει να δώσεις από τα βάθη της ψυχής σου είναι: «Ναι, Κύριε!» (Ματθ. θ’ 28).
Όταν νιώθεις πως σε κυριεύει η αμφιβολία ή η δυσπιστία, να κάνεις τον εξής συλλογισμό: Πρώτα-πρώτα ζητώ από το Θεό κάτι που υπάρχει, πραγματικό, δεν ζητώ κάτι το φανταστικό, το ανύπαρκτο. Μα ό,τι υπάρχει, την ύπαρξή του την έχει από το Θεό. «Πάντα δι’ αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν» (Ιωάν. α’ 3). Επομένως τίποτα απ’ όσα συμβαίνουν δε γίνεται χωρίς τη θέλησή Του.

Όλα έλκουν τήν ύπαρξή τους από Εκείνον, ή γίνονται επειδή Εκείνος το θέλει ή το επιτρέπει, με τα μέσα και τις δυνάμεις με τις οποίες Εκείνος έχει προικίσει τα πλάσματά Του. Σε όλα όσα υπάρχουν ή γίνονται, ο Θεός είναι ο Παντοδύναμος Κύριος, ο οποίος καλεί «τα μη όντα ως όντα» (Ρωμ. δ’ 17). Αλλά κι αν ακόμα είχα ζητήσει κάτι το οποίο δεν υπάρχει, Εκείνος θα μπορούσε να το δημιουργήσει και να μου το δώσει.

Δεύτερο, αυτό πού ζητώ με την προσευχή μου μπορεί να μου δοθεί, αφού ό,τι είναι αδύνατο στους ανθρώπους είναι δυνατό στο Θεό. Κι απ’ αυτή την άποψη δεν μπορεί να υπάρχει οποιαδήποτε δυσκολία, αφού ο Θεός μπορεί να κάνει για μένα αυτό που κατά τη γνώμη μου φαίνεται αδύνατο. Είναι μεγάλη δυστυχία που η πίστη μας εμποδίζεται από την κοντόφθαλμη λογική μας — την αράχνη αυτή που μπλέκει την αλήθεια στον ιστό της κριτικής, της επιχειρηματολογίας και του ορθού λόγου. Η πίστη αγκαλιάζει και δέχεται την αλήθεια άμεσα, ενώ ο ορθός λόγος φτάνει σ’ αυτήν μέσα από δολιχοδρομίες. Η πίστη είναι το μέσο επικοινωνίας ανάμεσα στα πνεύματα, ενώ η λογική είναι το μέσο επικοινωνίας ανάμεσα στα αισθητά. Η πρώτη αναφέρεται στο πνεύμα, η δεύτερη στην ύλη.