Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Το τελευταίο μάθημα

Το κείμενο που ακολουθεί, αποτελεί απόσπασμα από το τελευταίο μάθημα στους φοιτητές της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης του Συνταγματολόγου Αριστόβουλου Μάνεση, πριν συλληφθεί το 1968 από το δικτατορικό καθεστώς για τις δημοκρατικές του ιδέες. Δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του "Συνταγματική Θεωρία και Πράξη", Θεσσαλονίκη 1980, με τίτλο "Το τελευταίο μάθημα επί δικτατορίας".

Ψίθυροι κυκλοφορούν απειλητικά, τις τελευταίες αυτές μέρες, για επικείμενες "εκκαθαρίσεις" στο Πανεπιστήμιο. Το γεγονός ότι μεταξύ των ονομάτων των υπό απόλυση καθηγητών αναφέρεται και το δικό μου -και αυτό δεν το θεωρώ διόλου περίεργο- μου παρέχει το δικαίωμα και μου επιβάλλει το καθήκον να σας καταστήσω, σήμερα που βρίσκομαι ακόμη κοντά σας, κοινωνούς ορισμένων σκέψεών μου που ίσως δεν θα μπορώ να σας τις πω αύριο [...]

Θα μιλήσω χωρίς περιστροφές για την ηθικοπολιτική πλευρά του ζητήματος. Κάτω από τις συνθήκες που ζούμε η σιωπή δεν είναι "χρυσός"~ είναι "λίβανος και σμύρνα". Διότι η σιωπή μπορεί να ερμηνευθεί σαν αποδοχή ή συναίνεση: "ο σιωπών δοκεί συναινείν", qui tacet consentire videtur (=όποιος σιωπά φαίνεται ότι συναινεί), κατά το ρωμαϊκό δίκαιο. Δεν έχω λοιπόν το δικαίωμα να σιωπήσω, αφού σωπαίνοντας θα εμφανιζόμουν ως αποδεχόμενος ή ανεχόμενος τα όσα γίνονται. Υπάρχουν στη ζωή, την ατομική και την κοινωνική, στιγμές που πρέπει κανείς να πει το μεγάλο "ναι" ή το μεγάλο "όχι".

Σε τέτοιες στιγμές, σαν τις τωρινές, το ουσιώδες είναι, πιστέψτε με, να προστατεύσει κανείς τον εαυτό του, όχι από τη δίωξη, αλλά από τον εξευτελισμό. Να περισώσει την αξιοπρέπειά του ως ανθρώπου, ως πολίτη, ως επιστήμονα. Και έτσι να περιφρουρήσει, επίσης, το κύρος της πανεπιστημιακής έδρας που έχει την τιμή να κατέχει, η οποία, ως έδρα της πολιτικής ελευθερίας, είναι φυσικό, εφόσον βρίσκεται στο ύψος της, να δέρνεται από τις πολιτικές καταιγίδες...

Φαίνεται ότι ήδη έφτασε η ώρα να εφαρμοσθούν οι υποθήκες που έχουν εξαγγελθεί. Σε ό,τι με αφορά, το ξαναδηλώνω: όσο θα μπορώ να διδάσκω το μάθημα του Συνταγματικού Δικαίου, θα το διδάσκω σαν μάθημα της πολιτικής ελευθερίας. Αν δε το αποψινό μου μάθημα συμβεί να είναι το τελευταίο, θα ήθελα να σας παρακαλέσω να κρατήσετε από τη διδασκαλία μου την ουσία της: τη σημασία της πολιτικής ελευθερίας, ως ιστορικής κατακτήσεως για την παραπέρα εξέλιξη του κοινωνικού βίου και ως προϋποθέσεως για τη γενικότερη απελευθέρωση και καταξίωση του ανθρώπου. Και επειδή θεωρία και πράξη είναι αλληλένδετες, το ουσιώδες είναι να μείνει κανείς ελεύθερος, όρθιος και αλύγιστος απέναντι στους καταναγκαστικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς των κρατούντων.
 

Μην επιτρέψετε να σας εξανδραποδίσουν. Διατηρήστε, μέσα στους ζοφερούς και άρρωστους καιρούς, άγρυπνη και ανυπόταχτη τη σκέψη σας, περιφρουρήστε την άγια υγεία και ρωμαλεότητα της ψυχής σας, κρατήστε στητό και αγέρωχο το ωραίο ανάστημά σας.

Και αν η Εξουσία, που την συμφέρει να έχει παθητικούς και πολιτικά αδιάφορους υπηκόους, σας πει ότι, έτσι κάνοντας, δεν είστε φρόνιμοι και νομοταγείς πολίτες, αποδείξτε της ότι καλός πολίτης είναι μόνον ο ελεύθερος πολίτης, ο συνειδητός, ενεργός και υπεύθυνος πολίτης. Και θυμίστε της ότι ο Περικλής είχε πει στον "Επιτάφιο": όποιος αδιαφορεί για τα πολιτικά πράγματα του τόπου του είναι, όχι φιλήσυχος, αλλ' άχρηστος, "αχρείος" πολίτης.
 

Και μη ξεχνάτε, στις σημερινές δύσκολες για την Πατρίδα μας και το Λαό μας περιστάσεις, τα λόγια του ποιητή - και θέλω μ' αυτά να σας αποχαιρετήσω:

"Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι~
θέλει αρετήν και τόλμην
η Ελευθερία".


Αριστόβουλος Μάνεσης 


 

Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Κι' έκατσα σε μίαν πέτραν μόνος και έκλαιγα

Tότε, εκεί που καθόμουν εις το περιβόλι μου και έτρωγα ψωμί, πονώντας από τις πληγές, όπου έλαβα εις τον αγώνα και περισσότερο πονώντας δια τις μέσα πληγές όπου δέχομαι δια τα σημερινά δεινά της Πατρίδος, ήλθαν δύο επιτήδειοι, άνθρωποι των γραμμάτων, μισομαθείς και άθρησκοι, και μου ξηγώνται έτσι: «Πουλάς Ελλάδα, Μακρυγιάννη».

Εγώ, στην άθλιαν κατάστασίν μου, τους λέγω: «Αδελφοί, με αδικείτε. Ελλάδα δεν πουλάω, νοικοκυραίγοι μου. Τέτοιον αγαθόν πολυτίμητον δεν έχω εις την πραμάτειαν μου. Μα και να τό' χα, δεν τό' δινα κανενός. Κι' αν πουλιέται Ελλάδα, δεν αγοράζεται σήμερις, διότι κάνατε τον κόσμον εσείς λογιώτατοι, να μην θέλει να αγοράσει κάτι τέτοιο».

Έφυγαν αυτοί. Κι' έκατσα σε μίαν πέτραν μόνος και έκλαιγα. Μισός άνθρωπος καταστάθηκα από το ντουφέκι του Τούρκου, τσακίστηκα εις τις περιστάσεις του αγώνα και κυνηγιέμαι και σήμερον. Κυνηγιώνται και άλλοι αγωνιστές πολύ καλύτεροί μου, διότι εγώ είμαι ο τελευταίος και ο χειρότερος. Και οι πιο καλύτεροι όλων αφανίστηκαν.

Αυτοί που θυσίασαν αρετή και πατριωτισμόν, για να ειπωθεί ελεύτερη η Ελλάδα κι' εχάθηκαν φαμελιές ολωσδιόλου, είπαν να ζητήσουν ένα αποδειχτικόν που να λέγει ότι έτρεξαν κι' αυτοί εις την υπηρεσίαν της Πατρίδος και Τούρκο δεν άφηκαν αντουφέκιγο.

Πήγε να' νεργήσει η Κυβέρνηση και βγήκαν κάτι τσασίτες και σπιγούνοι, που δουλεύουν μίσος και ιδιοτέλεια, και είπαν «όχι». Και είπαν και βρισιές παλιές δια τους αγωνιστές. Για να μην πάρουν το αποδειχτικόν, ένα χαρτί που δεν κάνει τίποτες γρόσια.

Πατρίδα να θυμάσαι εσύ αυτούς όπου, δια την τιμήν και την λευτερίαν σου, δεν λογάριασαν θάνατο και βάσανα. Κι' αν εσύ τους λησμονήσεις, θα τους θυμηθούν οι πέτρες και τα χώματα, όπου έχυσαν αίματα και δάκρυα.

Θεέ, συχώρεσε τους παντίδους, που θέλουν να μας πάρουν τον αγέρα που αναπνέομεν και την τιμήν που με ντουφέκι και γιαταγάνι πήραμε. Εμείς το χρέος, το κατά δύναμιν, επράξαμεν. Και αυτοί βγήκαν σήμερον να προκόψουν την Πατρίδα. Μας γέμισαν φατρία και διχόνοιαν. Και την Πατρίδα δεν την θέλουν Μητέρα κοινή. Αμορόζα εις τα κρεβάτια τους την θέλουν. Γι' αυτό περνούν και ρεθίζουν τον κόσμον με τέχνες και καμώματα.

Και καζαντίσαν αυτοί πουγγιά και αγαθά και αφήκαν τους αγωνιστές, τις χήρες και τα ορφανά εις την άκρην. Αυτοί είναι οι ανθρώπινοι λύκοι, που φέραν δυστυχήματα και κίντυνον εις τον τόπον. Ας όψονται.

Τότε που η Τουρκιά εκατέβαινε από τα ντερβένια και ολίγοι έτρεχαν με ολίγα ντουφέκια, με τριχιές δεμένα, να πολεμήσουν, θέλοντας λευτεριάν ή θάνατον, οι φρόνιμοι ασφάλιζαν τις φαμελιές τους εις τα νησιά κι' αυτοί τρέχαν εις ρεματιές και βουνά, μη βλέποντας ποτέ Τούρκου πρόσωπον. Κι' όταν ακούγαν τα ντισμπάρκα των Τούρκων, τρέχαν μακρύτερα. Τώρα θέλουν δικήν τους την Πατρίδα και κυνηγούν τους αγωνιστές.

Εγίναμε θηρία που θέλουν κριγιάτα (κρέατα) ανθρωπινά να χορτάσουν. Και χωρίζουν τον κόσμον σε πατριώτες και αντιπατριώτες. Αυτοί γίναν οι σημαντικοί της Πατρίδος και οι άλλοι να χαθούν. Δεν ξηγιώνται γλυκότερα να φυλάξωμεν Πατρίδα και να δούμεν λευτερίαν πραγματικήν. Ρωμαίγικον δεν φτιάχνεται χωρίς ούλλοι να θυσιάσουν αρετήν και πατριωτισμόν. Και χωρίς να πάψει η μέσα, η δική μας τυραγνία.

Και βγήκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνήτες, Έλληνες, σπορά της εβραιουργιάς, που είπαν να μας σβήσουν την Αγία Πίστη, την Ορθοδοξία, διότι η Φραγκιά δεν μας θέλει με τέτοιο ντύμα Ορθόδοξον. Και εκάθησα και έκλαιγα δια τα νέα παθήματα. Και επήγα πάλιν εις τους φίλους μου τους Αγίους. Άναψα τα καντήλια και ελιβάνισα λιβάνιν καλόν αγιορείτικον.

Και σκουπίζοντας τα δάκρυά μου τους είπα: «Δεν βλέπετε που θέλουν να κάμουν την Ελλάδα παλιόψαθα; Βοηθείστε, διότι μας παίρνουν, αυτοί οι μισοέλληνες και άθρησκοι, ό,τι πολυτίμητον τζιβαϊρικόν έχομεν. Φραγκεμένους μας θέλουν τα τσογλάνια του τρισκατάρατου του Πάπα. Μην αφήσετε, Άγιοί μου αυτά τα γκιντί πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας να μασκαρέψουν και να αφανίσουν τους Έλληνες, κάνοντας περισσότερα κακά από αυτά που καταδέχθηκεν ο Τούρκος ως τίμιος εχθρός μας».

Ένας δικός μου αγωνιστής μου έφερε και μου διάβασεν ένα παλαιόν χαρτί, που έγραψεν ο κοντομερίτης μου Άγιος παπάς, ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Τον εκρέμασαν εις ένα δέντρον Τούρκοι και Εβραίοι, διότι έτρεχεν ο ευλογημένος παντού και εδίδασκεν Ελλάδα, Ορθοδοξία και Γράμματα.

Έγραφεν ο μακάριος εκείνος ότι: «Ένας άνθρωπος να με υβρίσει, να φονεύσει τον πατέρα μου, την μητέρα μου, τον αδελφόν μου και ύστερα το μάτι να μου βγάλει, έχω χρέος σαν χριστιανός να τον συγχωρήσω. Το να υβρίσει τον Χριστόν μου και την Παναγία μου, δεν θέλω να τον βλέπω».


Τάδε έγραφε Μακρυγιάννης.




Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Το ξεθωριασμένο καρό φουστάνι

ή αλλιώς “ποτέ δεν ξέρεις”

Μία γυναίκα που φορούσε ένα ξεθωριασμένο καρό φουστάνι με το σύζυγό της, ντυμένο με ένα φτωχικό κοστούμι, κατέβηκαν από το τρένο στη Βοστώνη και κατευθύνθηκαν προς το γραφείο του προέδρου του Πανεπιστημίου Harvard. Δεν είχαν ραντεβού.
Η γραμματέας μπορούσε να καταλάβει από την πρώτη στιγμή ότι τέτοιοι επαρχιώτες δεν είχαν καμία δουλειά στο Harvard.
"Θα θέλαμε να δούμε τον πρόεδρο" είπε ο άντρας με χαμηλή φωνή.
"Θα είναι απασχολημένος όλη μέρα" απάντησε η γραμματέας κοφτά.
"Θα περιμένουμε" απήντησε η γυναίκα.
Για ώρες η γραμματέας τους αγνοούσε, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα απογοητευτούν και θα φύγουν.
Καθώς όμως είδε ότι δεν έφευγαν, η γραμματέας αποφάσισε να ενοχλήσει τον πρόεδρο, παρόλο που δεν το ήθελε με τίποτα.
"Ίσως αν τους δείτε για ένα λεπτό, να φύγουν" του είπε!
Εκείνος αναστέναξε με αγανάκτηση και έγνεψε θετικά. Κάποιος τόσο σημαντικός όσο αυτός σίγουρα δεν είχε το χρόνο να δέχεται ανθρώπους ντυμένους με ξεθωριασμένα καρό φουστάνια και φτωχικά κοστούμια. Ο πρόεδρος στράφηκε προς το ζευγάρι με ύφος βλοσυρό και αλαζονικό.
Η γυναίκα του είπε "Είχαμε έναν γιο που φοίτησε στο Πανεπιστήμιό σας για ένα χρόνο. Το αγαπούσε και ήταν πολύ ευτυχισμένος εδώ. Αλλά δυστυχώς πριν από ένα χρόνο σκοτώθηκε απρόσμενα. Ο άντρας μου και εγώ θα θέλαμε να χτίσουμε ένα μνημείο για αυτόν στο χώρο του Πανεπιστημίου."
Ο πρόεδρος δεν συγκινήθηκε καθόλου. Αντιθέτως εκνευρίστηκε.
"Κυρία μου" απάντησε με αναίδεια "δεν μπορούμε να βάζουμε αγάλματα για κάθε άνθρωπο που φοίτησε στο Harvard και πέθανε. Αν το κάναμε, τότε αυτό το μέρος θα έμοιαζε με νεκροταφείο."
"Οχι" απάντησε γρήγορα η γυναίκα, "δεν θέλουμε να στήσουμε ένα άγαλμα. Σκεφτήκαμε να δωρήσουμε ένα κτίριο στο Harvard."
Ο πρόεδρος γύρισε τα μάτια του. Έριξε μία ματιά στο ξεθωριασμένο καρό φουστάνι και το φτωχικό κοστούμι και φώναξε: "Ένα κτίριο! Έχετε ιδέα πόσο κοστίζει ένα κτίριο; Έχουμε περισσότερα από επτάμισι εκατομμύρια δολάρια σε κτίρια εδώ στο Harvard."
Για μία στιγμή η γυναίκα έμεινε σιωπηρή. Ο πρόεδρος χαμογέλασε χαιρέκακα. Ίσως ήρθε η ώρα να τους ξεφορτωθεί. Η γυναίκα στράφηκε προς τον άντρα της και είπε ήρεμα:
"Μόνο τόσα χρειάζονται για να φτιάξει κανείς ένα πανεπιστήμιο; Γιατί δεν φτιάχνουμε το δικό μας τότε;"
Ο σύζυγος έγνεψε θετικά. Το πρόσωπο του προέδρου κιτρίνισε και καταλήφθηκε από σύγχυση.
Ο κύριος και η κυρία Leland Stanford σηκώθηκαν όρθιοι και βγήκαν έξω. Ταξίδεψαν μέχρι το Palo Alto στην Καλιφόρνια όπου ίδρυσαν το Πανεπιστήμιο  που φέρει το όνομά τους, το Πανεπιστήμιο Stanford, στη μνήμη ενός γιού τον οποίο το Harvard είχε ξεχάσει.