Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

Έφυγε νωρίς…

Το Σάββατο 20/8/2011 έχασε τη μάχη γιά τη ζωή ο Νίκος Θέμελης.
Ο Κώστας Σημίτης αποχαιρετώντας τον στενό συνεργάτη και επί χρόνια διευθυντή του γραφείου του, είπε για τον πολύπλευρο Νίκο Θέμελη: 

Για τον εκσυγχρονιστή
Με τον Νίκο γνωρίστηκα το 1981, όταν επισκέφθηκα ως υπουργός Γεωργίας για πρώτη φορά τις Βρυξέλλες. Ήταν η αρχή μιας βαθιάς και σταθερής φιλίας, που στηριζόταν στην εκτίμηση. Ήταν πολύτιμος σαν συνεργάτης και ανεκτίμητος σαν άνθρωπος. Ζήσαμε σε καθημερινή σχεδόν επαφή 30 ολόκληρα χρόνια.

Ο Νίκος ήταν η ευρωπαϊκή ιδέα σε πράξη, ο εκσυγχρονισμός σε μαχητική έκδοση. Απέναντι στην εκτεταμένη μιζέρια της ελληνικής πολιτικής ζωής που απεχθάνεται τη μόρφωση, δυσπιστεί στην ευπρέπεια και καλλιεργεί μια επίπλαστη ευαισθησία ήταν ο σταθερός υπερασπιστής του ορθολογισμού, της παιδείας, της γνώσης, της εντιμότητας και του ήθους. Γι' αυτόν η πολιτική δεν περιοριζόταν στη διαμάχη για την εξουσία και στη νομή της αλλά αφορούσε αξίες, οράματα, πεποιθήσεις για την κοινωνική ζωή. Ήταν σε όλους τους αγώνες χωρίς δισταγμούς, χωρίς να σκέφτεται τον εαυτό του, ακόμη και όταν η αρρώστια άρχισε να τον καταπονεί.

Για τον συνεργάτη
Από το 1996, ως επικεφαλής του πρωθυπουργικού μου γραφείου, ήταν ακούραστος μαχητής για την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ. Ήξερε να χαράζει στρατηγικές σε μόνιμη αντιπαράθεση με τις τακτικές των υποσχέσεων που δεν πραγματοποιούνται, των ενεργειών που δήθεν αλλάζουν τα πράγματα αλλά διατηρούν το παλιό. Ήταν βαθιά του πεποίθηση ότι πρέπει να αναδιαρθρώσουμε τη χώρα, για να πάψουμε να είμαστε οι περιθωριακοί της Ένωσης και να μετατραπούμε σε ενεργούς πρωταγωνιστές μιας πορείας ενοποίησης. Οι άμεσοι συνεργάτες όλων των πρωθυπουργών της Ένωσης τον ήξεραν, συνεργάζονταν μαζί του, ήταν φίλοι του και άκουγαν τη γνώμη του. Είχαμε διαμορφώσει ένα δίκτυο συνεννόησης που έδειξε την αποτελεσματικότητά του σε όλες τις μεγάλες στιγμές της ευρωπαϊκής πορείας στο διάστημα 1996-2004: στην ένταξη στην ΟΝΕ, στο Ελσίνκι, στην ένταξη της Κύπρου, αλλά και στις αποφάσεις της Λισαβόνας για μια νέα πιο ανταγωνιστική Ένωση. Στη διάρκεια της ελληνικής προεδρίας του 2003 ο Νίκος βοήθησε αποφασιστικά να ξεπεραστούν οι διαμάχες που ακολούθησαν την επέμβαση των Αμερικανών στο Ιράκ και να αναδειχθεί η Ελλάδα ως εγγυητής μιας κοινής πορείας.

Για τον φίλο
Κάθε Αγίου Νικολάου καλούσε σπίτι του για ένα δείπνο που μαγείρευε εξαιρετικά ο ίδιος. Ήταν ένα χαρούμενο βράδυ ξενοιασιάς χάρη στο κέφι του. Ο Νίκος προσέφερε απλόχερα τόσο σε μένα όσο και σε όλους που δούλευαν μαζί του, με χιούμορ, με ιδέες. Η σταθερή συμπαράσταση της Μαριάννας τον βοηθούσε και τον στήριζε τόσο στην πολιτική όσο και στη λογοτεχνία. Κέρδισα πολλά από τη φιλία μας. Ήταν ένα αποφασιστικό στοιχείο στην προσπάθειά μου.

Για τον ζωγράφο
Ο Νίκος είχε, πέρα από το πρόσωπο που όλοι γνώριζαν από τις πολιτικές του δραστηριότητες, και άλλους εαυτούς απρόσμενους και εντυπωσιακούς. Για αρκετά χρόνια ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και έχει αφήσει μεγάλο αριθμό πινάκων με συμβολικά υπαρξιακά θέματα.

Για τον συγγραφέα
Τα βιβλία του χαρακτηρίστηκαν δικαιολογημένα ως μανιφέστα εκσυγχρονισμού. Ήταν βιβλία οραματικά που αγαπήθηκαν και διαβάστηκαν από χιλιάδες αναγνώστες, γιατί μπορούσαν μέσα σε αυτά να βρουν την πάλη για τις ιδέες και το νόημα της πολιτικής πράξης, τις διακυμάνσεις και τις συγκρούσεις της εθνικής ιδεολογίας, τις ταυτότητες της ελληνικής κοινωνίας.

Για τον χαρακτήρα του
Όλοι απόρησαν πώς μπορούσε ο Νίκος να ασχολείται εξίσου επιτυχημένα σε δύο τόσο διαφορετικούς τομείς, από τη μια μεριά με τη λογοτεχνία, που απαιτεί ευαισθησία στο ανθρώπινο περιβάλλον, διαρκή εσωτερική αναζήτηση, συνεχή ερωτήματα και μια γενικευμένη αμφιβολία, και από την άλλη μεριά με την πολική, που προϋποθέτει ισχυρές αντιλήψεις, επιμονή στους στόχους και τη δυνατότητα να ξεπερνάς ευαισθησίες. Ο Νίκος όμως ήταν διαφορετικός, πιο σύνθετος, μπορούσε να επικοινωνεί με πολλούς άμεσους αλλά και έμμεσους τρόπους, να διατυπώνει τους προβληματισμούς του. Ήταν πολύ δημιουργικός. 



Βιογραφικό
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1947. Τελείωσε την Γερμανική Σχολή Αθηνών και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης ενώ συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία όπου το 1975 έκανε και το διδακτορικό του σε θέματα ευρωπαϊκών κοινοτήτων. Εργάστηκε στην Αγροτική Τράπεζα, στο υπουργείο Οικονομικών και στη Νομική Υπηρεσία του Συμβουλίου Υπουργών στις Βρυξέλλες. Από το 1981 υπήρξε συνεργάτης του πρώην Πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, ακολουθώντας τον στα υπουργεία Γεωργίας, Εθνικής Οικονομίας, Παιδείας, Βιομηχανίας καθώς στα πρωθυπουργικά του καθήκοντα μεταξύ 1996-2004.

 
Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα: Η αναζήτηση (1998), Η ανατροπή (2000), Η αναλαμπή (2003), Για μια συντροφιά ανάμεσά μας (2005), Μια ζωή δυο ζωές (2007) και Οι αλήθειες των άλλων (2008).




NICKOS-THEMELIS-1
Νίκος Θέμελης (1947-2011)

Κυριακή 21 Αυγούστου 2011

Κάποιος κτυπάει τα τζάμια των παραθύρων

γράφει ο Δημήτρης Ιατρόπουλος

Κυρίες και Κύριοι, Αδελφοί Συνέλληνες,

Τώρα που πέσανε πια όλες οι μάσκες, τώρα που η χώρα αυτή, για άλλους Πατρίδα, για άλλους χώρος επιχειρήσεων και για άλλους κερδοσκοπικός παράδεισος, κινδυνεύει όχι πλέον να πτωχεύσει αλλά να σβηστεί απ τον παγκόσμιο χάρτη κυριολεκτικά, σε ελάχιστα μονάχα χρόνια, τώρα λοιπόν που οι κατεργάρηδες μέσα κι έξω απ τον τόπο, είναι τόσοι πολλοί ώστε να μην υπάρχουν πάγκοι για να καθίσουν, ας κοιταχτούμε στα μάτια, στα ίσα, κι ας κουβεντιάσουμε σταράτα και κάθετα.

Γνωριζόμαστε όλοι σ' αυτό τον τόπο. Εννοώ κι εσάς τους 10.000 -δεν είσαστε περισσότεροι- κι εμάς που παροικούμε την Ιερουσαλήμ της Ενημέρωσης ως ένοικοι του Δημόσιου Βήματος αυτής εδώ της τραυματισμένης Δημοκρατίας.

Δεν ωφελεί κανέναν μας πια, η Οπισθοδακτυλοκρυψία, το Συναξάρισμα, η Επαγγελματική Υποκρισία και το Αλληλοπαραμύθιασμα. Η Ελλάδα έγινε Μπατεσκυλαλεσταρία. Απευθύνομαι σ' εσάς, -με ξέρετε όλοι, περνάτε καλά μαζί μου όταν «τα χώνω» από τηλεοράσεως, έχετε διασκεδάσει με τα τραγούδια μου, κοντά μισόν αιώνα τώρα, και σε κάποιες εξαιρέσεις σας μάλιστα, έχετε επικοινωνήσει και με τον καθαρό ποιητικό μου λόγο, κλπ.

Απευθύνομαι σ εσάς, διότι εσείς κυβερνάτε εδώ και πολλά χρόνια τον τόπο. Αγοράζετε και εξαγοράζετε επίορκους, ανίκανους και φτωχομπινέδες πολιτικούς, -οι εξαιρέσεις, πασίγνωστες και φωτεινές δεν αρκούν να τουμπάρουν τη ζυγαριά- φτιάχνετε νόμους και καθιερώνετε διατάξεις σύμφωνα με τα κλειστά δικά σας συμφέροντα, γράφοντας στα παλιά σας τα παπούτσια το λαό αυτής της χώρας. Τον οποίο συχνά πυκνά φωνάζετε να σκύψει κι άλλο και να βγάλει απ τη μύγα το ξύγκι να το καταθέσει στις ατέλειωτες τεράστιες δεξαμενές χρημάτων που είτε κληρονομικά, είτε με τη δικιά σας μαεστρία και ικανότητα, έχετε αποθηκεύσει για πολλές-πολλές γενιές των οικογενειών σας.

Απευθύνομαι σ' εσάς γιατί δεν είσαστε όλοι παλιοτόμαρα, η συντριπτική σας πλειοψηφία έχει σπουδάσει, συνήθως στο εξωτερικό, έχετε λάβει και ελληνική παιδεία, ξέρετε γλώσσες αλλά μιλάτε και την ελληνική πολύ καλά.

Έχετε διαβάσει ιστορία και μετέχετε των παραδόσεων στο βαθμό που οι τελετές τους σας εξασφαλίζουν ένα μίνιμουμ ψυχικής ευφορίας.
Πολλοί από σας είσαστε και αληθινά φιλοπάτριδες. Και βοηθάτε μακριά από τη δημοσιότητα με συγκεκριμένο φιλανθρωπικό έργο.
Κανείς δεν δικαιούται να σας βάλει σ' ένα καζάνι όλους μαζί, έτσι απλουστευτικά και αφελώς.

Απευθύνομαι λοιπόν σ εσάς, γιατί ετούτες τις μέρες η Ιστορία μας η Ελληνική, μας χτυπάει τα τζάμια των παραθύρων, έρχεται τη νύχτα στον ύπνο μας, κυκλοφορεί αμεταμφίεστη πλέον στους δρόμους μας, τη βλέπετε βουρκωμένη να κρεμιέται σαν την πρώτη τυχούσα πουτάνα στα περίπτερα.

Κατ αρχήν, εσείς οι τραπεζίτες μας. Όπως η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδας ομολογεί, το ενεργητικό σας είναι 580 δισεκατομμύρια Ευρώ. Τα τελευταία χρόνια μονάχα, κερδίσατε 350 δις!

Κι εσείς οι επιχειρηματίες μας. Τα «Νέα» γράφανε το Μάη του 09, αυτό που αποκαλύπτει το παγκόσμιο Δίκτυο Φορολογικής Δικαιοσύνης, ότι έχετε 10.000 οφ- σορ εταιρίες δικές σας και κάνετε κάθε χρόνο τζίρο, 500 δις! 6.000 από σας χρωστάτε 15 δις ευρώ στο κράτος! Αλλά τα ρέπος σας, γίνανε τα τελευταία χρόνια 277 δις ευρώ! Και οι προθεσμιακές σας καταθέσεις στις τράπεζες είναι άλλα 136 δις! Και το επίσημο Ενεργητικό των επιχειρήσεών σας, (τα λέει η ICAP αυτά) έχει φτάσει στα 700 δις!

Την ίδια ώρα αυτή η κυβέρνηση, έχει κιόλας ανακοινώσει τη χρηματοδότησή σας με 10 δις ευρώ μέσω του ΕΣΠΑ, με άλλα 7,2 δις ευρώ μέσω του Επενδυτικού Νόμου, με άλλα 6 δις μέσω των «Συμπράξεων Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα», ενώ άλλα 4 δις ευρώ σας τα χαρίζει για τις πληρωμές των ασφαλιστικών εισφορών που οφείλετε!

Τι άλλο θέλετε πια; ΄Ελεος!

Εσείς οι εφοπλιστές μας, πάλι, το έλλειμμα των 30 δις ευρώ για το οποίο πάμε να βουλιάξουμε έναν ολόκληρο λαό στη μιζέρια, ισοδυναμεί, («Καθημερινή» (8/9/2009)), με μια και μόνο παραγγελία σας για τη ναυπήγηση των νέων 777 ποντοπόρων πλοίων σας εντός του 2009!

Όσο για σας αρχοντοδεσπότες, με την αμύθητη περιουσία που δεν μπορεί να μετρηθεί καν, τι να πει κανείς, οι αριθμοί χλομιάζουν! Δισεκατομμύρια ευρώ, τεράστια φιλέτα της χώρας, χιλιάδες ακίνητα, κτήρια, μέγαρα, καταθέσεις, μετοχές, ΜΚΟ μαϊμούδες, λιβάδια, κοπάδια.

Λοιπόν; Τι θα κάνουμε Κύριοι; Βλέπετε ένα λαό στη συντριπτική του πλειοψηφία ολιγογράμματο, μαστουρωμένο απ τον μπανιστηρτζίδικο λαϊκισμό, και πανικόβλητο. Έχετε κι εσείς, -ξέρετε ποιοι- ευθύνη γι αυτή την κατάντια.

Βλέπετε αναρίθμητους προβοκάτορες να καταστρέφουν τα πάντα, να καίνε τη χώρα βάσει σχεδίου, να βομβαρδίζουν την όποια εναπομείνασα εθνική φυσιογνωμία, να διαλύουν τον κοινωνικό ιστό.

Βλέπετε μια νεολαία ζαλισμένη, και με το δίκιο της. Βλέπετε την ξευτίλα, την υποτέλεια, την υποταγή, η Ελλάδα κινδυνεύει για πρώτη φορά μετά από την ΄Αλωση της Πόλης με μια καινούργια Άλωση.

Θα το επιτρέψετε; Τι σόι αίμα κυλάει στις φλέβες σας; Πόσο νομίζετε ότι θα ζήσετε; Μια μπριζόλα χωράει η κοιλιά σας κι αυτή μετά από άδεια του γιατρού. Για τους απογόνους σας φροντίσατε δεν κινδυνεύουν για πολλές γενιές, τα είπαμε.

Δεν υπάρχει ανάμεσα σας ένας Έλληνας μωρέ, μια αληθινή Ελληνίδα, να βουρκώσει επιτέλους, γαμώ τα λεφτά σας, γαμώ;

Η πατρίδα κυλιέται σαν τσούλα στα πεζοδρόμια, οι κωλοσύμμαχοι βγάζουνε όλα τους τα κόμπλεξ, οι ανθέλληνες περιμένουν σαν κοράκια να μοιράσουν τις σάρκες μας, κι εσείς μετράτε τι ακόμα θα κερδίστε απ' αυτό το σαρακοφαγωμένο «νεοελληνικό» κρανίο, που πάνε να του αφαιρέσουν εντελώς τη φαιά ουσία απ την κρανιακή κάψα;
Τα παιδιά μας μισογραμματιζούμενα, οι γέροι μας πανικόβλητοι, οι ψυχές μας πεταγμένες στα πεζοδρόμια, τα όνειρά μας σκέτοι εφιάλτες, ηγέτες δεν έχουμε, πολιτικούς δεν έχουμε, πνευματικούς ανθρώπους δεν έχουμε, μαλάκες οι περισσότεροι, τελεία ο τόπος και πάμε για την παύλα.

Δημήτρης Ιατρόπουλος

ΥΣΤΕΡΟΛΟΓΙΟΝ:

Ε, όχι λοιπόν, όχι! Εσείς κυβερνάτε! Κάντε κάτι. Τη σκόνη μονάχα να δώσετε, σώθηκε η πατρίδα. ΄Εχετε και τον τρόπο και τη δύναμη. Κρατείστε την Ελλάδα, γιατί φεύγει! Και δεν το θέλετε ούτε εσείς, που διαβάζετε την ιστορία, να σας σκατοψυχάνε οι μεταγενέστεροι! Δώσετε στην Ελλάδα τη σκόνη από τα αμύθητα πλούτη σας, για να μην διαλυθεί η σκόνη της μνήμης σας κάποτε, στους πέντε ανέμους. Κάντε αυτό που πρέπει. Τώρα. Εσείς, και αμέσως!

Η Κοίμηση της Θεοτόκου

+Πρωτοπρεσβύτερου Αλεξάνδρου Σμέμαν

Τον Αύγουστο η Εκκλησία τιμά το τέλος της επίγειας ζωής της Παρθένου Μαρίας, το θάνατό της, την κοίμησή της όπως είναι πια γνωστή και σε αυτή τη λέξη περικλείονται το όνειρο, η ευλογία, η ειρήνη, η ηρεμία και η χαρά.

Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για τις συνθήκες της κοίμησης της Παναγίας, της Μητέρας του Κυρίου. Διάφορες ιστορίες και διηγήσεις, γεμάτες αγάπη και τρυφερότητα διασώθηκαν μέχρι τις μέρες μας από την εποχή της πρώτης Εκκλησίας, ακριβώς όμως λόγω της ποικιλότητάς τους, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να υποστηρίξουμε την «ιστορικότητα» καμιάς από αυτές.

Με τη γιορτή της Κοιμήσεως η μνήμη και η αγάπη της Εκκλησίας επικεντρώνονται όχι στην ιστορικότητα και πραγματικότητα του γεγονότος, την ήμερα και τον τόπο όπου αυτή η μοναδική γυναίκα, η Μητέρα όλων των μητέρων συμπλήρωσε την επίγεια ζωή της. Όπου και όποτε και αν συνέβη, η Εκκλησία αντίθετα τονίζει την ουσία και το νόημα του θανάτου της, μνημονεύοντας τον θάνατο αυτής της οποίας ο Υιός, σύμφωνα με τη χριστιανική μας πίστη, νίκησε το θάνατο, αναστήθηκε εκ των νεκρών και υποσχέθηκε σε μας την τελική ανάσταση και τη νίκη της αιώνιας ζωής.

Ο θάνατός της ερμηνεύεται με τον καλύτερο τρόπο μέσα από την εικόνα της Κοιμήσεως που τοποθετείται στα προσκυνητάρια των εκκλησιών μας εκείνη την ημέρα, ως το κέντρο της όλης γιορτής. Η Μητέρα του Θεού έχει πεθάνει και βρίσκεται ξαπλωμένη στο νεκροκρέβατο. Οι απόστολοι του Χριστού είναι συγκεντρωμένοι γύρω της και πάνω ψηλά, στο κέντρο, βρίσκεται ο Χριστός, ο οποίος κρατά στα χέρια του τη Μητέρα του, ζωντανή και αιώνια ενωμένη μαζί του. Εδώ βλέπουμε μαζί το θάνατο και αυτό που ξεπεράστηκε με τον συγκεκριμένο θάνατο της Θεοτόκου: όχι το διχασμό αλλά την ένωση· όχι τη λύπη αλλά τη χαρά και κυρίως όχι το θάνατο αλλά τη ζωή. «Εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας, εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε…»., ψάλλει η Εκκλησία ατενίζοντας αυτή την εικόνα.

Μου έρχονται στο μυαλό τα λόγια του βαθύτερου και πιο ωραίου ύμνου που απευθύνεται στην Θεοτόκο: «Χαίρε, αυγή μυστικής ημέρας!» (Ακάθιστος Ύμνος). Το φως που εκχύνεται από την Κοίμηση προέρχεται ακριβώς από αυτή την ατελεύτητη, μυστική ημέρα. Μελετώντας αυτό το θάνατο και βλέποντας αυτό το νεκροκρέβατο καταλαβαίνουμε ότι πλέον δεν υπάρχει θάνατος, ότι το γεγονός του θανάτου ενός προσώπου έγινε γεγονός ζωής, είσοδος εκεί όπου βασιλεύει η ζωή. Αυτή που έδωσε τον εαυτό της ολοκληρωτικά στο Χριστό, που τον αγάπησε μέχρι τέλους, συναντιέται μαζί του μπροστά στις λαμπρές πύλες του θανάτου και τότε ο θάνατος μετατρέπεται σε ευφρόσυνο συναπάντημα, η ζωή θριαμβεύει, η χαρά και η αγάπη κυριαρχούν πάνω σε όλα.

Για αιώνες η Εκκλησία ατενίζει και εμπνέεται από το θάνατο εκείνης που στάθηκε η μητέρα του Ιησού, που έδωσε ζωή στο Σωτήρα και Λυτρωτή μας, που έδωσε τον εαυτό της ολοκληρωτικά σ’ εκείνον μέχρι το τέλος, μένοντας μόνη κάτω από το σταυρό. Μελετώντας την Κοίμησή της η Εκκλησία ανακαλύπτει και βιώνει το θάνατο όχι πλέον ως φόβο και τρόμο και τέλος, αλλά λαμπρή και αυθεντική αναστάσιμη χαρά «Εν τη γεννήσει σου σύλληψις άσπορος, εν τη κοιμήσει σου νέκρωσις άφθορος…». Εδώ, σ’ ένα από τους πρώτους ύμνους του όρθρου της γιορτής, βλέπουμε να εκφράζεται η ουσία αυτής της χαράς: «νέκρωσις άφθορος». Ποιό είναι όμως το νόημα αυτής της αντίθεσης των λέξεων; Κατά την Κοίμηση της Θεοτόκου, αποκαλύπτεται σε μας και γίνεται δική μας χαρά όλο το ευφρόσυνο μυστήριο αυτού του θανάτου, διότι η Παναγία, η Παρθένος Μαρία είναι μια από μας.

Αν θάνατος είναι ο φόβος και η θλίψη του χωρισμού, η κάθοδος στην απαίσια μοναξιά και το σκοτάδι, τότε τίποτα από όλα αυτά δεν τα συναντούμε στο θάνατο της Παναγίας, αφού η Κοίμησή της, όπως και ολόκληρη η ζωή της ήταν συνάντηση, αγάπη, κίνηση προς το αμάραντο και άδυτο φως της αιωνιότητας και είσοδος μέσα σ’ αυτό. Η τελεία αγάπη «έξω βάλλει τον φόβον», γράφει ο Ιωάννης ο Θεολόγος, ο ευαγγελιστής της αγάπης (Α’ Ιωάν. δ’ 18). Συνεπώς δεν υπάρχει φόβος στην άφθορο και αθάνατο κοίμηση της Παρθένου Μαρίας. Εδώ, ο θάνατος κατέρρευσε εκ των ένδον, απαλλάχτηκε από όλα αυτά που τον γεμίζουν με τρόμο και απελπισία. Ο ίδιος ο θάνατος μετατρέπεται σε θρίαμβο ζωής. Ο θάνατος γίνεται «αυγή μυστικής ημέρας». Γι’ αυτό η γιορτή δεν έχει καθόλου πόνο, νεκρώσιμους θρήνους και θλίψη, αλλά μόνο φως και χαρά. Είναι σαν να πλησιάζουμε τις θύρες του δικού μας αναπόφευκτου θανάτου και ξαφνικά τις βρίσκουμε ορθάνοικτες, γεμάτες φως από τη νίκη που πλησιάζει, από την ανατολή της βασιλείας του Θεού που είναι εγγύς.

Στη λάμψη αυτού του ασύγκριτου εόρτιου φωτός, σ’ αυτές τις αυγουστιάτικες μέρες που ο φυσικός κόσμος φτάνει στο αποκορύφωμα της ομορφιάς του και γίνεται ύμνος δοξολογίας και ελπίδας, σημείο του ερχομού ενός άλλου κόσμου, αντηχούν τα λόγια από τους ύμνους της Κοίμησης. «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι εν σοι, παρθένε άχραντε· παρθενεύει γαρ τόκος, και ζωήν προμνηστεύεται θάνατος. Η μετά τόκον παρθένος και μετά θάνατον ζώσα, σώζοις αεί, Θεοτόκε, την κληρονομίαν σου» (Ωδή θ’).

Ο θάνατος δεν είναι πια θάνατος. Ο θάνατος καταυγάζεται από την αιωνιότητα και την αθανασία. Ο θάνατος δεν είναι πια διχασμός αλλά ένωση, όχι λύπη αλλά χαρά, όχι ήττα αλλά νίκη. Αυτό λοιπόν γιορτάζουμε την ημέρα της Κοίμησης της πανάχραντης Μητέρας, αληθινή προτύπωση και πρόγευση και σκίρτημα χαράς για την ανατολή της μυστικής και ατελεύτητης ημέρας.

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2011

Κύριε, ει Συ ει, κέλευσόν με προς σε ελθείν

Η αμφισβήτηση του Χριστού

Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Μετά το θαύμα του πολλαπλα-σιασμού των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων, ο λαός που τράφηκε, ήθελε να ανακηρύξει τον Χριστό βασιλιά των Ιουδαίων.
Αναμενόμενος ο ενθουσιασμός των ανθρώπων, σε μία εποχή κατά την οποία η τροφή ήταν λιγοστή, ενώ το μέγεθος του θαύματος δεν μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει. Ένα ξεχωριστό πρόσωπο, το οποίο μπορούσε να προσφέρει και την πνευματική και την υλική τροφή στους ανθρώπους, αποτελούσε μοναδική περίπτωση ηγέτη που θα μπορούσε να δώσει νόημα στη ζωή του κόσμου. Αρκούσε η πίστη σ’ αυτόν και η αφοσίωση των ακολούθων του και φαινόταν αυτονόητο ότι θα λάμβαναν ως ευλογία την ελευθερία από το να αγωνίζονται για την υλική επιβίωση.
Όμως ο Χριστός απολύει τους όχλους και επιστρέφει σ’ αυτό που του έδινε νόημα: την προσευχή και την αναφορά Του στον Πατέρα. Οι μαθητές Του διαπερνούν την λίμνη και μέσα στη νύχτα σηκώνεται ισχυρός άνεμος. Νιώθουν ότι βυθίζονται. Όμως ο Χριστός δεν τους εγκαταλείπει, δείχνοντας ότι η αναφορά στο Θεό δεν συνεπάγεται την άρνηση να δει τους ανθρώπους και να τους συμπαρασταθεί.
Ο Χριστός περπατά στα κύματα. Καθώς πλησιάζει το πλοίο, νέος φόβος προστίθεται στους μαθητές. Εκτός της τρικυμίας, βλέπουν μία σκιά να περπατά στα κύματα. Και ο Χριστός, γεμάτος αγάπη, τους προτρέπει να έχουν θάρρος και να μην φοβούνται. Μία φωνή όμως ακούγεται από το πλοιάριο. Είναι ο Πέτρος: «Κύριε, εάν είσαι εσύ, να μου επιτρέψεις να έρθω σε σένα περπατώντας στα κύματα» (Ματθ. 14, 28). Και ο Χριστός του επιτρέπει, έως ότου ο Πέτρος νικιέται από την ολιγοπιστία και βουλιάζει, για να τον σώσει ο Κύριος, επιτιμώντας τον για τον δισταγμό του.
«Κύριε, ει συ ει». Πόσες φορές στη ζωή μας οι άνθρωποι, ενώ βλέπουμε το θαύμα της παρουσίας του Θεού, αμφισβητούμε ότι είναι Αυτός. Έχουμε ταυτίσει το Θεό με το αδύνατο, το υπερφυσικό, το μαγικό. Έτσι, δεν είμαστε σε θέση να διακρίνουμε το προσωπικό στοιχείο της παρουσίας Του. Να καταλάβουμε ότι προνοεί για μας. Ότι στις δύσκολες στιγμές μας δεν είναι απών, αλλά, ακόμη κι αν επιτρέπει να δοκιμαζόμαστε, θέλει από εμάς σαν το χρυσάφι να γινόμαστε καθαροί στο χωνευτήρι της φωτιάς, να πυρωνόμαστε όχι για να καούμε, αλλά για να γίνουμε πιο λαμπροί. Ότι επιτρέπει να μας συμβούν δοκιμασίες, γιατί δεν θέλει αυτό που είναι ευχάριστο, αλλά αυτό που δίνει ζωή, νόημα, σωτηρία, αυτό που μας χαλυβδώνει και μας κάνει πιο δυνατούς. Όμως για μας ο Θεός είναι μία δύναμη που καλείται συνεχώς να αποδείξει την αγάπη της προς εμάς, ενώ θεωρούμε αυτονόητο ότι εμείς δεν χρειάζεται να δείχνουμε την αγάπη μας γι’ Αυτόν ή, έτι περισσότερο, ότι επειδή Αυτός είναι ο Θεός, είναι αρκετό από μόνο του για να συγχωρεί την απουσία μας από τη σχέση μαζί Του. Γι’ αυτό και αμφισβητούμε έναν Θεό που Τον εικονίζουμε στα μέτρα της ιδιοτέλειάς μας, έναν Θεό της θρησκευτικότητας, που υπάρχει για να μας απαλλάσσει από κάθε τι το επίπονο, δυσάρεστο, ενίοτε και θανατηφόρο.
«Κύριε, ει συ ει». Την ίδια αμφισβήτηση εκφράζουμε και προς την Εκκλησία Του, την οποία Εκείνος ίδρυσε και στην οποία μας ενέταξε από τη στιγμή που βαπτιζόμαστε και λαμβάνουμε το χρίσμα, δηλαδή την δυνατότητα να ενεργοποιούμε τα κατ’ εικόνα Του χαρίσματά μας. Έχουμε στην σκέψη μας μία Εκκλησία ατομοκεντρική, που θα καλύπτει τις ατομικές θρησκευτικές μας ανάγκες, ακόμη και την επιθυμία μας για σωτηρία. Μία Εκκλησία που πρέπει να ικανοποιεί την εικόνα που έχουμε γι’ αυτήν και εάν κάτι τέτοιο δε γίνεται, είμαστε έτοιμοι να κατακρίνουμε, να αμφισβητήσουμε, να απορρίψουμε. Έτσι, ταυτίζουμε το δικό μας πρότυπο για την Εκκλησία με την ίδια την Εκκλησία, με αποτέλεσμα να αυτοδικαιωνόμαστε επικολλώντας ετικέτες σε όσους δεν ταυτίζονται μ’ αυτό το πρότυπο ή θυμώνοντας με εκείνους και αποσυρόμενοι στους εαυτούς μας. Λέμε τότε ότι πιστεύουμε στο Θεό, όχι όμως στην Εκκλησία Του, λες και μπορεί να νοηθεί Θεός χωρίς Εκκλησία.
«Κύριε, ει συ ει». Έχοντας προσανατολίσει τη ζωή μας σε έναν κοσμικό δρόμο, κρίνοντας τα πάντα με βάση το «εδώ και τώρα», δεν βλέπουμε την πορεία μας πνευματικά. Δεν αφήνουμε το Άγιο Πνεύμα να δράσει εντός μας, να μαλακώσει την ύπαρξή μας, να κάνει την καρδιά μας αγαπώσα, υπομονετική, συγχωρώσα, γνήσια, ειλικρινή, καρδιά που να ζητά την ενότητα με τους άλλους και να προσεύχεται γι’ αυτούς. Βλέπουμε την ευτυχία με βάση τον προσανατολισμό στις ηδονές του βίου, τα δικαιώματά μας και όχι τον τρόπο του Θεού και της πίστης. Γι’ αυτό και οι όποιες δυσκολίες είναι ανερμήνευτες. Γι’ αυτό και η εμπάθεια της καρδιάς μας γίνεται κέντρο της πορείας μας. Και δεν αφήνουμε περιθώριο στον εαυτό μας να ακούσει τη φωνή του Θεού, της συνείδησης, του εντός ημών ανθρώπου. Και έτσι, δεν είναι δυνατόν να αναγνωρίσουμε το Χριστό ούτε στις δυσκολίες ούτε στις χαρές.
Ο Πέτρος ένιωθε ότι Εκείνος που βάδιζε στα κύματα ήταν ο Χριστός. Όμως η καρδιά του ποθούσε απόδειξη. Ήθελε να βεβαιωθεί και διάλεξε το δρόμο του θαύματος. Όχι της εμπιστοσύνης στη φωνή του Χριστού «θαρσείτε, εγώ ειμί, μη φοβείσθε». Η αμφισβήτηση αυτή όμως τελικά, ενώ τον έκανε να ριχτεί στο δρόμο του θαύματος, τον οδήγησε και στην αρχή του καταποντισμού του. Γιατί χωρίς εμπιστοσύνη, η συνάντηση με το Χριστό ξεπερνά τις δυνάμεις μας.
Κι εδώ έγκειται το μεγαλείο της αγάπης του Θεού προς εμάς. Δεν ζητά τίποτε άλλο, παρά να αφεθούμε στη σχέση μαζί Του. Παρά την τρικυμία των λογισμών, των θλίψεων και των πειρασμών που η αμαρτία ενσταλάζει στη ζωή μας, ο Χριστός ζητά από εμάς να Τον εμπιστευθούμε ταξιδεύοντας στο πλοιάριο της Εκκλησίας Του. Να δυναμώσουν τα πνευματικά μας μπράτσα στην κωπηλασία μέσα στην τρικυμία, για να μπορέσουμε να αφεθούμε ολοκληρωτικά στο θαύμα της συνάντησής μαζί Του. Για να μην είναι η αμφισβήτηση που μας κυβερνά, αλλά η βεβαιότητα ότι Εκείνος μας αγαπά και ότι θα μας προστατεύσει σε κάθε δυσκολία της ζωής μας.

Τρίτη 16 Αυγούστου 2011

Λίγες σκέψεις για το Γούντστοκ

Του Jon Ρareles
Η γενιά των baby boomers δεν πρόκειται ποτέ να εγκαταλείψει το Γούντστοκ. Και για ποιον λόγο άλλωστε; Το φεστιβάλ αυτό ήταν ένα από τα ελάχιστα εμβληματικά γεγονότα εκείνης της δεκαετίας που είχε ευτυχή κατάληξη. Στις 15 Αυγούστου 1969 και για τρεις ημέρες (που έγιναν τελικά τέσσερις) εκατοντάδες χιλιάδες νέοι, μεταξύ αυτών και εγώ, συγκεντρωθήκαμε στην αμφιθεατρική περιοχή του Μπέθελ- πολλά χιλιόμετρα μακριά από το Γούντστοκ- για να ακούσουμε ορισμένους από τους καλύτερους καλλιτέχνες της ροκ, να επιδοθούμε σε κάθε νόμιμη αλλά και παράνομη απόλαυση, να κυλιστούμε στο λασπωμένο από την καταρρακτώδη βροχή έδαφος και να πεινάσουμε τελικά από την έλλειψη τροφίμων. Ολα αυτά χωρίς να προκληθεί η παραμικρή καταστροφή.

Μπορεί η εκδήλωση να μην εξελίχθηκε όπως ακριβώς θα περίμεναν οι διοργανωτές της, ήταν όμως αυτό που οι ίδιοι διαφήμιζαν: «τρεις ημέρες μουσικής και ειρήνης». Παρά λοιπόν την κήρυξη της περιοχής ως «κατεστραμμένης», το γεγονός παραμένει μια ειδυλλιακή ανάμνηση. Εκτός από τις ευχάριστες αναμνήσεις, το Γούντστοκ ανακαλεί στη μνήμη μας και άλλες πιο έντονες παρορμήσεις.

Ακόμη και αν αυτό που προκάλεσε αρχικά ήταν ενθουσιασμός και ανακούφιση, αυτό που μας κληροδότησε ήταν η υπερβολή και ο ιδεαλισμός. Οσο περνούν τα χρόνια αποδεικνύεται πως ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μια μεγάλη εμπορική επιτυχία. Ηταν το προοίμιο μιας εποχής αλλά και το κύκνειο άσμα μιας άλλης. Ηταν η γιορτή της αθωότητας προτού πάρει ξανά το πάνω χέρι ο καπιταλισμός με όλα του τα επακόλουθα. Ολο εκείνο το ετερόκλητο πλήθος των φοιτητών, εργατών, καλλιτεχνών και (ανερχόμενων) πολιτικών, ακόμη και των μαστουρωμένων χίπις, μετετράπη πολύ γρήγορα σε ιδανικό κοινό για τους εμπόρους και τους διαφημιστές τους. Ενας στρατός εν δυνάμει καταναλωτών που κανείς πια δεν θα υποτιμούσε. Υπήρχαν άλλωστε τόσα προϊόντα που θα μπορούσαν να αγοράσουν πέρα από τους δίσκους βινυλίου.

Η βιομηχανία της μνήμης ή μάλλον της νοσταλγίας δουλεύει σε εντατικούς ρυθμούς και ήδη στους χώρους όπου έπαιξαν τα συγκροτήματα εκείνο το καλοκαίρι ορθώνεται το μουσείο του Φεστιβάλ του Γούντστοκ, στους χώρους του Κέντρου Τεχνών του Μπέθελ. Οι δισκογραφικές εταιρείες βγάζουν στην κυκλοφορία «επετειακούς δίσκους». Αναλόγου περιεχομένου εκπομπές ετοιμάζει η δημόσια και ιδιωτική τηλεόραση σε πολλές χώρες του κόσμου, ενώ ακολουθεί κατά πόδας η εκδοτική δραστηριότητα των πολυσέλιδων αφιερωμάτων. Αυτό που δεν έγινε αυτή τη χρονιά ήταν μία ακόμη απόπειρα αναβίωσης του Φεστιβάλ. Ισως λόγω της κακής εμπειρίας από τις προηγούμενες διοργανώσεις, όπως εκείνη του 1999, όταν ο κόσμος, εξαγριωμένος από τις υψηλές τιμές των προϊόντων που επωλούντο στον συναυλιακό χώρο, επιδόθηκε σε βανδαλισμούς και λεηλασίες.

Μ ια κυνική προσέγγιση θα επικεντρωνόταν στο πόσο «καλομαθημένη» ήταν ήδη από εκείνη την εποχή η γενιά των baby boomers από τη λεγόμενη οικονομία της αφθονίας. Τα πλήθη των θεατών συνέρρεαν έχοντας πάνω τους περισσότερα ναρκωτικά παρά τα απαραίτητα σύνεργα για τη διαμονή τους στον χώρο. Αυτό όμως που άφησε πίσω του το Γούντστοκ σε όλους όσοι συμμετείχαν σε αυτό (διοργανωτές, γιατροί, μουσικοί και τόσοι άλλοι) είναι η ανθρωπιά και η συνεργασία για έναν κοινό σκοπό. Ακόμη ανέδειξε τη θεωρούμενη ως τότε «υποκουλτούρα των χίπις» σε ένα ρεύμα με μαζική υποστήριξη και συμμετοχή. Και για να χρησιμοποιήσουμε έναν προσφιλή όρο στη νεολαία της εποχής, σε μια «αντικουλτούρα». Ασφαλώς υπήρξε συγχρόνως μια συνάθροιση ατόμων που πήγαν να «φτιαχτούν» ακούγοντας τα αγαπημένα τους συγκροτήματα καθώς αυτό ήταν πολύ πιο εύκολο από το να παλέψουν «για να αλλάξουν τον κόσμο».

Το Γούντστοκ ακολούθησαν άλλα μαζικότερα φεστιβάλ μουσικής. Από αυτά όμως έλειπε το διαφοροποιητικό στοιχείο, δηλαδή οι ιδεολογικές αναφορές. Ηταν απλά μουσικές εκδηλώσεις και όχι σύμβολα μιας άλλης κουλτούρας. Σε όσα από αυτά βρέθηκα και ο ίδιος διαπίστωσα ότι δεν ήταν παρά καλά οργανωμένα «προτάσεις διασκέδασης» με αυστηρά προγραμματισμένες εμφανίσεις και πολλές «ανέσεις» (φυσικά επί πληρωμή) για τον θεατή-καταναλωτή.

Ο κ. Jon Ρareles είναι δημοσιογράφος, επικεφαλής των μουσικοκριτικών της εφημερίδας «Νew Υork Τimes».