Τρίτη 16 Αυγούστου 2011

Λίγες σκέψεις για το Γούντστοκ

Του Jon Ρareles
Η γενιά των baby boomers δεν πρόκειται ποτέ να εγκαταλείψει το Γούντστοκ. Και για ποιον λόγο άλλωστε; Το φεστιβάλ αυτό ήταν ένα από τα ελάχιστα εμβληματικά γεγονότα εκείνης της δεκαετίας που είχε ευτυχή κατάληξη. Στις 15 Αυγούστου 1969 και για τρεις ημέρες (που έγιναν τελικά τέσσερις) εκατοντάδες χιλιάδες νέοι, μεταξύ αυτών και εγώ, συγκεντρωθήκαμε στην αμφιθεατρική περιοχή του Μπέθελ- πολλά χιλιόμετρα μακριά από το Γούντστοκ- για να ακούσουμε ορισμένους από τους καλύτερους καλλιτέχνες της ροκ, να επιδοθούμε σε κάθε νόμιμη αλλά και παράνομη απόλαυση, να κυλιστούμε στο λασπωμένο από την καταρρακτώδη βροχή έδαφος και να πεινάσουμε τελικά από την έλλειψη τροφίμων. Ολα αυτά χωρίς να προκληθεί η παραμικρή καταστροφή.

Μπορεί η εκδήλωση να μην εξελίχθηκε όπως ακριβώς θα περίμεναν οι διοργανωτές της, ήταν όμως αυτό που οι ίδιοι διαφήμιζαν: «τρεις ημέρες μουσικής και ειρήνης». Παρά λοιπόν την κήρυξη της περιοχής ως «κατεστραμμένης», το γεγονός παραμένει μια ειδυλλιακή ανάμνηση. Εκτός από τις ευχάριστες αναμνήσεις, το Γούντστοκ ανακαλεί στη μνήμη μας και άλλες πιο έντονες παρορμήσεις.

Ακόμη και αν αυτό που προκάλεσε αρχικά ήταν ενθουσιασμός και ανακούφιση, αυτό που μας κληροδότησε ήταν η υπερβολή και ο ιδεαλισμός. Οσο περνούν τα χρόνια αποδεικνύεται πως ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μια μεγάλη εμπορική επιτυχία. Ηταν το προοίμιο μιας εποχής αλλά και το κύκνειο άσμα μιας άλλης. Ηταν η γιορτή της αθωότητας προτού πάρει ξανά το πάνω χέρι ο καπιταλισμός με όλα του τα επακόλουθα. Ολο εκείνο το ετερόκλητο πλήθος των φοιτητών, εργατών, καλλιτεχνών και (ανερχόμενων) πολιτικών, ακόμη και των μαστουρωμένων χίπις, μετετράπη πολύ γρήγορα σε ιδανικό κοινό για τους εμπόρους και τους διαφημιστές τους. Ενας στρατός εν δυνάμει καταναλωτών που κανείς πια δεν θα υποτιμούσε. Υπήρχαν άλλωστε τόσα προϊόντα που θα μπορούσαν να αγοράσουν πέρα από τους δίσκους βινυλίου.

Η βιομηχανία της μνήμης ή μάλλον της νοσταλγίας δουλεύει σε εντατικούς ρυθμούς και ήδη στους χώρους όπου έπαιξαν τα συγκροτήματα εκείνο το καλοκαίρι ορθώνεται το μουσείο του Φεστιβάλ του Γούντστοκ, στους χώρους του Κέντρου Τεχνών του Μπέθελ. Οι δισκογραφικές εταιρείες βγάζουν στην κυκλοφορία «επετειακούς δίσκους». Αναλόγου περιεχομένου εκπομπές ετοιμάζει η δημόσια και ιδιωτική τηλεόραση σε πολλές χώρες του κόσμου, ενώ ακολουθεί κατά πόδας η εκδοτική δραστηριότητα των πολυσέλιδων αφιερωμάτων. Αυτό που δεν έγινε αυτή τη χρονιά ήταν μία ακόμη απόπειρα αναβίωσης του Φεστιβάλ. Ισως λόγω της κακής εμπειρίας από τις προηγούμενες διοργανώσεις, όπως εκείνη του 1999, όταν ο κόσμος, εξαγριωμένος από τις υψηλές τιμές των προϊόντων που επωλούντο στον συναυλιακό χώρο, επιδόθηκε σε βανδαλισμούς και λεηλασίες.

Μ ια κυνική προσέγγιση θα επικεντρωνόταν στο πόσο «καλομαθημένη» ήταν ήδη από εκείνη την εποχή η γενιά των baby boomers από τη λεγόμενη οικονομία της αφθονίας. Τα πλήθη των θεατών συνέρρεαν έχοντας πάνω τους περισσότερα ναρκωτικά παρά τα απαραίτητα σύνεργα για τη διαμονή τους στον χώρο. Αυτό όμως που άφησε πίσω του το Γούντστοκ σε όλους όσοι συμμετείχαν σε αυτό (διοργανωτές, γιατροί, μουσικοί και τόσοι άλλοι) είναι η ανθρωπιά και η συνεργασία για έναν κοινό σκοπό. Ακόμη ανέδειξε τη θεωρούμενη ως τότε «υποκουλτούρα των χίπις» σε ένα ρεύμα με μαζική υποστήριξη και συμμετοχή. Και για να χρησιμοποιήσουμε έναν προσφιλή όρο στη νεολαία της εποχής, σε μια «αντικουλτούρα». Ασφαλώς υπήρξε συγχρόνως μια συνάθροιση ατόμων που πήγαν να «φτιαχτούν» ακούγοντας τα αγαπημένα τους συγκροτήματα καθώς αυτό ήταν πολύ πιο εύκολο από το να παλέψουν «για να αλλάξουν τον κόσμο».

Το Γούντστοκ ακολούθησαν άλλα μαζικότερα φεστιβάλ μουσικής. Από αυτά όμως έλειπε το διαφοροποιητικό στοιχείο, δηλαδή οι ιδεολογικές αναφορές. Ηταν απλά μουσικές εκδηλώσεις και όχι σύμβολα μιας άλλης κουλτούρας. Σε όσα από αυτά βρέθηκα και ο ίδιος διαπίστωσα ότι δεν ήταν παρά καλά οργανωμένα «προτάσεις διασκέδασης» με αυστηρά προγραμματισμένες εμφανίσεις και πολλές «ανέσεις» (φυσικά επί πληρωμή) για τον θεατή-καταναλωτή.

Ο κ. Jon Ρareles είναι δημοσιογράφος, επικεφαλής των μουσικοκριτικών της εφημερίδας «Νew Υork Τimes».