Η αμφισβήτηση του Χριστού
Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Μετά το θαύμα του πολλαπλα-σιασμού των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων, ο λαός που τράφηκε, ήθελε να ανακηρύξει τον Χριστό βασιλιά των Ιουδαίων.
Αναμενόμενος ο ενθουσιασμός των ανθρώπων, σε μία εποχή κατά την οποία η τροφή ήταν λιγοστή, ενώ το μέγεθος του θαύματος δεν μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει. Ένα ξεχωριστό πρόσωπο, το οποίο μπορούσε να προσφέρει και την πνευματική και την υλική τροφή στους ανθρώπους, αποτελούσε μοναδική περίπτωση ηγέτη που θα μπορούσε να δώσει νόημα στη ζωή του κόσμου. Αρκούσε η πίστη σ’ αυτόν και η αφοσίωση των ακολούθων του και φαινόταν αυτονόητο ότι θα λάμβαναν ως ευλογία την ελευθερία από το να αγωνίζονται για την υλική επιβίωση.
Όμως ο Χριστός απολύει τους όχλους και επιστρέφει σ’ αυτό που του έδινε νόημα: την προσευχή και την αναφορά Του στον Πατέρα. Οι μαθητές Του διαπερνούν την λίμνη και μέσα στη νύχτα σηκώνεται ισχυρός άνεμος. Νιώθουν ότι βυθίζονται. Όμως ο Χριστός δεν τους εγκαταλείπει, δείχνοντας ότι η αναφορά στο Θεό δεν συνεπάγεται την άρνηση να δει τους ανθρώπους και να τους συμπαρασταθεί.
Ο Χριστός περπατά στα κύματα. Καθώς πλησιάζει το πλοίο, νέος φόβος προστίθεται στους μαθητές. Εκτός της τρικυμίας, βλέπουν μία σκιά να περπατά στα κύματα. Και ο Χριστός, γεμάτος αγάπη, τους προτρέπει να έχουν θάρρος και να μην φοβούνται. Μία φωνή όμως ακούγεται από το πλοιάριο. Είναι ο Πέτρος: «Κύριε, εάν είσαι εσύ, να μου επιτρέψεις να έρθω σε σένα περπατώντας στα κύματα» (Ματθ. 14, 28). Και ο Χριστός του επιτρέπει, έως ότου ο Πέτρος νικιέται από την ολιγοπιστία και βουλιάζει, για να τον σώσει ο Κύριος, επιτιμώντας τον για τον δισταγμό του.
«Κύριε, ει συ ει». Πόσες φορές στη ζωή μας οι άνθρωποι, ενώ βλέπουμε το θαύμα της παρουσίας του Θεού, αμφισβητούμε ότι είναι Αυτός. Έχουμε ταυτίσει το Θεό με το αδύνατο, το υπερφυσικό, το μαγικό. Έτσι, δεν είμαστε σε θέση να διακρίνουμε το προσωπικό στοιχείο της παρουσίας Του. Να καταλάβουμε ότι προνοεί για μας. Ότι στις δύσκολες στιγμές μας δεν είναι απών, αλλά, ακόμη κι αν επιτρέπει να δοκιμαζόμαστε, θέλει από εμάς σαν το χρυσάφι να γινόμαστε καθαροί στο χωνευτήρι της φωτιάς, να πυρωνόμαστε όχι για να καούμε, αλλά για να γίνουμε πιο λαμπροί. Ότι επιτρέπει να μας συμβούν δοκιμασίες, γιατί δεν θέλει αυτό που είναι ευχάριστο, αλλά αυτό που δίνει ζωή, νόημα, σωτηρία, αυτό που μας χαλυβδώνει και μας κάνει πιο δυνατούς. Όμως για μας ο Θεός είναι μία δύναμη που καλείται συνεχώς να αποδείξει την αγάπη της προς εμάς, ενώ θεωρούμε αυτονόητο ότι εμείς δεν χρειάζεται να δείχνουμε την αγάπη μας γι’ Αυτόν ή, έτι περισσότερο, ότι επειδή Αυτός είναι ο Θεός, είναι αρκετό από μόνο του για να συγχωρεί την απουσία μας από τη σχέση μαζί Του. Γι’ αυτό και αμφισβητούμε έναν Θεό που Τον εικονίζουμε στα μέτρα της ιδιοτέλειάς μας, έναν Θεό της θρησκευτικότητας, που υπάρχει για να μας απαλλάσσει από κάθε τι το επίπονο, δυσάρεστο, ενίοτε και θανατηφόρο.
«Κύριε, ει συ ει». Την ίδια αμφισβήτηση εκφράζουμε και προς την Εκκλησία Του, την οποία Εκείνος ίδρυσε και στην οποία μας ενέταξε από τη στιγμή που βαπτιζόμαστε και λαμβάνουμε το χρίσμα, δηλαδή την δυνατότητα να ενεργοποιούμε τα κατ’ εικόνα Του χαρίσματά μας. Έχουμε στην σκέψη μας μία Εκκλησία ατομοκεντρική, που θα καλύπτει τις ατομικές θρησκευτικές μας ανάγκες, ακόμη και την επιθυμία μας για σωτηρία. Μία Εκκλησία που πρέπει να ικανοποιεί την εικόνα που έχουμε γι’ αυτήν και εάν κάτι τέτοιο δε γίνεται, είμαστε έτοιμοι να κατακρίνουμε, να αμφισβητήσουμε, να απορρίψουμε. Έτσι, ταυτίζουμε το δικό μας πρότυπο για την Εκκλησία με την ίδια την Εκκλησία, με αποτέλεσμα να αυτοδικαιωνόμαστε επικολλώντας ετικέτες σε όσους δεν ταυτίζονται μ’ αυτό το πρότυπο ή θυμώνοντας με εκείνους και αποσυρόμενοι στους εαυτούς μας. Λέμε τότε ότι πιστεύουμε στο Θεό, όχι όμως στην Εκκλησία Του, λες και μπορεί να νοηθεί Θεός χωρίς Εκκλησία.
«Κύριε, ει συ ει». Έχοντας προσανατολίσει τη ζωή μας σε έναν κοσμικό δρόμο, κρίνοντας τα πάντα με βάση το «εδώ και τώρα», δεν βλέπουμε την πορεία μας πνευματικά. Δεν αφήνουμε το Άγιο Πνεύμα να δράσει εντός μας, να μαλακώσει την ύπαρξή μας, να κάνει την καρδιά μας αγαπώσα, υπομονετική, συγχωρώσα, γνήσια, ειλικρινή, καρδιά που να ζητά την ενότητα με τους άλλους και να προσεύχεται γι’ αυτούς. Βλέπουμε την ευτυχία με βάση τον προσανατολισμό στις ηδονές του βίου, τα δικαιώματά μας και όχι τον τρόπο του Θεού και της πίστης. Γι’ αυτό και οι όποιες δυσκολίες είναι ανερμήνευτες. Γι’ αυτό και η εμπάθεια της καρδιάς μας γίνεται κέντρο της πορείας μας. Και δεν αφήνουμε περιθώριο στον εαυτό μας να ακούσει τη φωνή του Θεού, της συνείδησης, του εντός ημών ανθρώπου. Και έτσι, δεν είναι δυνατόν να αναγνωρίσουμε το Χριστό ούτε στις δυσκολίες ούτε στις χαρές.
Ο Πέτρος ένιωθε ότι Εκείνος που βάδιζε στα κύματα ήταν ο Χριστός. Όμως η καρδιά του ποθούσε απόδειξη. Ήθελε να βεβαιωθεί και διάλεξε το δρόμο του θαύματος. Όχι της εμπιστοσύνης στη φωνή του Χριστού «θαρσείτε, εγώ ειμί, μη φοβείσθε». Η αμφισβήτηση αυτή όμως τελικά, ενώ τον έκανε να ριχτεί στο δρόμο του θαύματος, τον οδήγησε και στην αρχή του καταποντισμού του. Γιατί χωρίς εμπιστοσύνη, η συνάντηση με το Χριστό ξεπερνά τις δυνάμεις μας.
Κι εδώ έγκειται το μεγαλείο της αγάπης του Θεού προς εμάς. Δεν ζητά τίποτε άλλο, παρά να αφεθούμε στη σχέση μαζί Του. Παρά την τρικυμία των λογισμών, των θλίψεων και των πειρασμών που η αμαρτία ενσταλάζει στη ζωή μας, ο Χριστός ζητά από εμάς να Τον εμπιστευθούμε ταξιδεύοντας στο πλοιάριο της Εκκλησίας Του. Να δυναμώσουν τα πνευματικά μας μπράτσα στην κωπηλασία μέσα στην τρικυμία, για να μπορέσουμε να αφεθούμε ολοκληρωτικά στο θαύμα της συνάντησής μαζί Του. Για να μην είναι η αμφισβήτηση που μας κυβερνά, αλλά η βεβαιότητα ότι Εκείνος μας αγαπά και ότι θα μας προστατεύσει σε κάθε δυσκολία της ζωής μας.