Σάββατο 26 Μαρτίου 2011

Φεμινισμός και Ορθοδοξία: μια δύσκολη συνάντηση





Της Τερψιχόρης Γκιόκα*.

Λόγος πολύς γίνεται τα τελευταία χρόνια σχετικά με τη θέση των γυναικών στην Εκκλησία. Παράδοση και σύγχρονη πραγματικότητα συγκρούονται, προσπαθώντας, η πρώτη να παραμείνει αλώβητη, η δεύτερη να εισαγάγει νέα ήθη και συνήθειες, σε μια καθημερινότητα που μεταβάλλεται με ραγδαίους ρυθμούς και χαρακτηρίζεται από το μεγάλο κοινωνικό αίτημα της ισότητας των φύλων, σε όλους τους τομείς της δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας της ζωής. Είναι δε σίγουρα εντυπωσιακό το γεγονός ότι ένας πνευματικός και πολιτιστικός φορέας του μεγέθους της Εκκλησίας, η οποία αξιοποιεί γενικότερα τα μέσα που της προσφέρονται, παρακολουθεί τις εξελίξεις της τεχνολογίας και της επιστήμης, αναπτύσσει πλούσιο πνευματικό και φιλανθρωπικό έργο -που μάλιστα σε πολύ μεγάλο ποσοστό του αφορά στις γυναίκες- να εμφανίζει τόσο αργά αντανακλαστικά στα θέματα του Κοινωνικού Φύλου, σαν αυτά να μην αγγίζουν τα δικά της πεδία προβληματισμού, δράσης και παρέμβασης.

Και θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί πως το συγκεκριμένο ζήτημα έχει από αιώνες κλείσει για την Εκκλησία και δεν χρειάζονται περαιτέρω διευκρινήσεις ή συζητήσεις, αν το φεμινιστικό κίνημα δεν ακουμπούσε κομμάτι της θεολογικής σκέψης και αν κάποιες γυναικείες φωνές δεν εμφανίζονταν -δειλά στην αρχή- επιζητώντας μια διαλεκτική επαφή και μια ευκαιρία να εισακουστούν σε έναν κατεξοχήν ανδροκρατούμενο χώρο. Έτσι, δίπλα σε όρους όπως «Θεολογία της Οικολογίας» ή «Θεολογία της Απελευθέρωσης», έρχεται να προστεθεί αυτός της «Φεμινιστικής Θεολογίας» με αρκετές αξιόλογες -Διαμαρτυρόμενες κυρίως- εκπροσώπους σε Ευρώπη και Αμερική, οι οποίες, αν και κάποιες φορές φαίνεται να διολισθαίνουν σε ατραπούς που δεν έχουν σχέση με το Χριστιανισμό ή τα πραγματικά προβλήματα των Χριστιανών γυναικών, ωστόσο μας παρέχουν ικανές αφορμές για προβληματισμό και διάλογο, με συνέπεια την άρθρωση ενός δημόσιου θηλυκού λόγου σε ένα πεδίο από το οποίο ήταν εξ ορισμού αποκλεισμένος.

Στην Ελλάδα, όπου το άκουσμα και μόνο της λέξης «φεμινισμός» προκαλεί ειρωνεία και καυστικά σχόλια στους εκκλησιαστικούς και θεολογικούς κύκλους, χρειάζεται μάλλον αρκετή τόλμη για να παραδεχτούμε ότι -όσο κι αν η θέση των γυναικών είναι πιο προνομιούχα σε σχέση με άλλες θρησκείες ή χριστιανικά δόγματα- ο δρόμος για την επίτευξη της πλήρους και πραγματικής ισότητας είναι ακόμη μακρύς και ότι η θεωρία, πάνω στην οποία τεκμηριώνεται θεολογικά η «υποτιθέμενη» ισότητα, απέχει παρασάγγας από την πράξη.

Δυστυχώς, σε ζητήματα Κοινωνικού Φύλου, η τόσο σπουδαία έννοια του «προσώπου», το «ουκ ένι άρσεν και θήλυ», το παράδειγμα των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων, αλλά κυρίως η ζωή και το κήρυγμα του ίδιου του Ιησού, ο οποίος μίλησε ριζοσπαστικά και απρόσμενα επαναστατικά για την εποχή του, παραμερίστηκαν. Όλη η διδασκαλία για ισότητα και ανθρώπινα δικαιώματα, η αποδοχή στις τάξεις των μαθητών του γυναικών, και συχνά γυναικών αποκλεισμένων -για διαφόρους λόγους- στο εσωτερικό του φύλου τους και η άρνησή του να διαχωρίσει την ανθρώπινη ύπαρξη σε ανώτερη ή κατώτερη με βάση βιολογικά, εθνικά ή κοινωνικά χαρακτηριστικά, ερμηνεύτηκαν με εργαλείο την εμπειρία μιας αμιγώς πατριαρχικής κοινωνίας, ωθώντας τις γυναίκες στο περιθώριο της χριστιανικής ιστορίας, αφού τις χρησιμοποίησε στα πρώτα δύσκολα χρόνια των συγκρούσεων και των διωγμών.

Και παρ' ότι οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι' στη δύσκολη πραγματικότητα των γυναικών μέσα στους αιώνες, ο παρηγορητικός λόγος της Ορθόδοξης Εκκλησίας υπήρξε κάποτε στήριγμα και σημείο αναφοράς, ωστόσο η ίδια έγινε συχνά ο πιο σκληρός θεματοφύλακας προκαταλήψεων που συνδέονταν με τα φύλα αρχών και συμπεριφορών καθορισμένων από την εικόνα που οι άντρες είχαν για τις γυναίκες. Η αντιμετώπιση των γυναικών ως συνόλου με ενιαία χαρακτηριστικά, που συμπεριφέρεται άλλοτε ως Παναγία και άλλοτε ως Εύα, συχνά φορέας του κακού, αιτία ανθρώπινων δεινών και καταδικασμένο σε αιώνια ανδρική κηδεμονία, δεν άφησαν περιθώριο σε αυτές να αναπτύξουν δράση και να στελεχώσουν θέσεις πέρα από εκείνες της φιλανθρωπίας και της κοινωνικής προσφοράς. Οι συγκλονιστικές μορφές Αγίων, Μητέρων και πνευματικών γυναικών ευρύτερα της Εκκλησίας παραμερίστηκαν, για να αναφέρονται στο εξής σε σχέση με κάποιον άντρα, ενώ ακόμη και στα σχολικά και πανεπιστημιακά συγγράμματα η παρουσία τους είναι ελάχιστη και η διδασκαλία τέτοιων θεμάτων εξαρτάται από τη σχετική ευαισθητοποίηση των καθηγητών και των καθηγητριών.

Ποια είναι, λοιπόν, σήμερα η θέση των γυναικών στην Ορθόδοξη Εκκλησία; Γιατί η συζήτηση εξαντλείται στο -σοβαρό είναι αλήθεια- θέμα της χειροτονίας; Τι γίνεται με την παρουσία τους στα κέντρα λήψης αποφάσεων, στις επιτροπές, στη στελέχωση Μητροπόλεων και ενοριών, στο κήρυγμα, στο ψαλτήρι; Τι γίνεται με τον θεσμό των Διακονισσών; Πότε η όντως σημαντικότατη διαδικασία της μητρότητας και της οικογένειας θα πάψει να θεωρείται αποκλειστικά γυναικεία ευθύνη και υποχρέωση και βέβαια πότε η Εκκλησία και η θεολογική σκέψη θα αξιοποιήσει τις ικανότητες των γυναικών και θα τις εντάξει σε μια χριστιανική πραγματικότητα απόλυτα συνυφασμένη με τη χριστιανική διδασκαλία; Κατά την άποψή μας, είναι όλα ζήτημα ερμηνείας. Όπως κι αν έχει, επιβάλλεται να ξεκινήσουμε τον διάλογο!


*Η Τερψιχόρη Γκιόκα είναι Κοινωνική Θεολόγος εκπαιδευτικός.