Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010
Γκότζι (Lycium barbarum)
Γκότζι (Goji) είναι η κοινή ονομασία ενός φρούτου, που παράγεται από δύο πολύ συγγενικά μεταξύ τους είδη: το Lycium barbarum και το L. chinense, δύο είδη που ανήκουν στην οικογένεια των σολανοειδών (Solanaceae). Είναι ενδημικά είδη της νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ασίας.
Στην αγγλική λέγεται wolfberry και είναι γνωστό με πολλά ακόμη ονόματα, αλλά άσχετα με τη γεωγραφική προέλευση τού φυτού, οι ονομασίες Γκότζι του Θιβέτ και Γκότζι των Ιμαλαΐων είναι οι πιο κοινές που χρησιμοποιούνται στο εμπόριο υγιεινών τροφίμων, για προϊόντα που προέρχονται από αυτά τα φυτά. To Lycium barbarum, καλλιεργείται σε όλο τον κόσμο και είναι περιζήτητο για τις θεραπευτικές και τις ευεργετικές του ιδιότητες.
Τα είδη του γκότζι είναι φυλλοβόλα, πολυετή φυτά, με ξυλώδη κορμό και φτάνουν σε ύψος από 1 μέχρι 4 μέτρα. Το Lycium chinense καλλιεργείται στο νότιο τμήμα της Κίνας και συνήθως είναι πιο κοντό, ενώ το Lycium barbarum καλλιεργείται στα βόρεια, κυρίως στην αυτόνομη περιοχή Ningxia Hui, και είναι ψηλότερο. Το Lycium barbarum φτάνει σε ύψος από 2,5 έως 4 μέτρα, και ανθίζει κατά τους μήνες Ιούνιο έως Αύγουστο. Μπορεί να αναπτυχθεί σε αμμώδη και αργιλώδη εδάφη που είναι θρεπτικά φτωχά, και σε ηλιόλουστους ή ημισκιερούς τόπους.
Τα φύλλα του γκότζι σχηματίζονται επάνω στους βλαστούς και είναι είτε εναλλασσόμενα είτε σε δέσμες των τριών ή περισσοτέρων. Το σχήμα τους είναι ή λογχοειδές (σαν πλατιά αιχμή δόρατος) ή ωοειδές (σαν αβγό). Έχουν διαστάσεις περίπου 7 εκ. μήκος με 3,5 εκ. πλάτος και οι άκρες τους είναι τραχιές ή κυκλικές.
Επάνω στα στελέχη σχηματίζονται από ένα μέχρι τρία άνθη, που έχουν 1 με 2 εκ. πλάτος. Ο κάλυκας (που τελικά διαρρηγνύεται από το αναπτυσσόμενο μούρο) αποτελείται από πέταλα σε σχήμα καμπάνας ή σωληνωτά, που διαμορφώνονται σε μικρούς, τριγωνικούς λοβούς. Η στεφάνη του κάλυκα, που σχηματίζεται από τα πέταλα του άνθους, έχει χρώμα μοβ ή πορφυρό, με πλάτος 9 με 14 χιλιοστά και διαθέτει πέντε ή έξι λοβούς μικρότερους από το σωλήνα. Οι στήμονες διαθέτουν ανθήρες που ανοίγουν. Στο βόρειο ημισφαίριο, η ανθοφορία παρατηρείται από τον Ιούνιο ως το Σεπτέμβριο και η ωρίμανση των καρπών από τον Αύγουστο μέχρι τον Οκτώβριο, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος, το υψόμετρο και το κλίμα.
Αυτά τα είδη παράγουν μούρα σε έντονο πορτοκαλο-κόκκινο χρώμα και ελλειψοειδές σχήμα 1–2-cm μήκος και είναι πολύ τρυφερά και μαλακά. Ο αριθμός των σπόρων σε κάθε μούρο ποικίλει ανάλογα με την ποικιλία και το μέγεθος του καρπού, περιέχοντας 10-60 μικροσκοπικούς κίτρινους σπόρους, που βρίσκονται συμπιεσμένοι μέσα σε καμπύλο έμβρυο.
Η καταγωγή του κοινού αγγλικού ονόματος "wolfberry" είναι άγνωστη, και ίσως προκύπτει από σύγχυση με το όνομα του γένους (Lycium), που ταιριάζει με τη λέξη "Lycos", ελληνική λέξη για το λύκο (wolf). Στον αγγλόφωνο κόσμο, η λέξη "goji berry" έχει χρησιμοποιηθεί από τις αρχές του 21ου αιώνα ως συνώνυμο της "wolfberry". Η λέξη "goji" είναι προφορά της gouqi στην Ταϊβάν Hokkien, το επίσημο καθαρευουσιάνικο κινεζικό όνομα του φυτού, που αναπτύχθηκε στη Δύση για τα εν λόγω εμπορικά προϊόντα wolfberry.
Lycium είναι το όνομα του γένους, που προέρχεται από την αρχαία νότιο-ανατολική περιοχή της Λυκίας. Το Lycium chinense περιγράφεται για πρώτη φορά από τον Σκοτσέζο βοτανολόγο Philip Miller στην όγδοη έκδοση του βιβλίου του "Το Λεξικό του Κηπουρού", που δημοσιεύθηκε το 1768.
Το γκότζι έχει ιστορία πολλών αιώνων χρήσης στην Κίνα, όπου εκτιμάται ιδιαίτερα για τις ιατρικές, θεραπευτικές και ευεργετικές ιδιότητές του. Μεταξύ άλλων θεωρείται ισχυρό αντιγηραντικό και ενισχυτικό της μακροζωίας. Ως επιβεβαίωση αυτής της άποψης, άνθρωποι που ζουν σε κάποιες περιοχές της Κίνας, όπου το φυτό καλλιεργείται και χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό, απολαμβάνουν ένα πολύ υψηλό προσδόκιμο ζωής και μια καλή γενική υγεία.
Τα γκότζι δεν βρίσκονται σχεδόν ποτέ φρέσκα, εκτός από τις περιοχές παραγωγής τους, και συνήθως πωλούνται σε ανοιχτά κουτιά και μικρές συσκευασίες, σε ξηρά μορφή. Ο βαθμός αποξήρανσης ποικίλλει στα γκότζι: κάποιοι καρποί παραμένουν μαλακοί και κάπως κολλώδεις, όπως οι σταφίδες, ενώ άλλοι μπορεί να είναι πολύ σκληροί.
Η γεύση από τα γκότζι μοιάζει με της σταφίδας, αφήνοντας και μια μικρή αίσθηση ντομάτας. Μπορούν να φαγωθούν ωμά ή να μαγειρευτούν. Οι Κινέζοι κάνουν σούπες με αυτό το μούρο και παρασκευάζουν επίσης ένα κρασί. Τα φύλλα και οι τρυφεροί βλαστοί καταναλώνονται ως λαχανικό. Ως τρόφιμο, τα αποξηραμένα γκότζι, παραδοσιακά μαγειρεύονται πριν την κατανάλωση. Τα ξερά γκότζι προστίθενται συχνά σε ρύζι congee και ζελέ αμυγδάλου. Χρησιμοποιείται επίσης σε κινέζικες τονωτικές σούπες, σε συνδυασμό με κοτόπουλο ή χοιρινό κρέας, με λαχανικά, ή μαζί με άλλα βότανα, όπως άγρια γλυκοπατάτα, και με τη ρίζα γλυκόριζας. Οι καρποί επίσης βράζονται για τσάι, συχνά μαζί με άνθη χρυσάνθεμου ή και κόκκινα τζίτζιφα, ή με κάποιο άλλο βότανο για τσάι, και είναι διαθέσιμοι και σε συσκευασίες ως τσάι. Επίσης, παράγονται διάφορα κρασιά που περιέχουν γκότζι, και μερικά από αυτά είναι μίγμα σταφυλιού και γκότζι.
Τα γκότζι θεωρούνται ως μια από τις πλουσιότερες φυσικές πηγές θρεπτικών συστατικών. Περιέχουν βήτα-Καροτίνη, βιταμίνη C, βιταμίνη Β1 και Β2, καθώς και μια σειρά άλλων βιταμινών, μεταλλικά στοιχεία, αντιοξειδωτικά και αμινοξέα. Το γκότζι περιέχει πολλούς υδατάνθρακες, πρωτεΐνες, λιπαρά και διατροφικές ίνες απαραίτητα για το σώμα. Τα εκατό γραμμάρια μεταποιημένου μούρου περιέχει 370 θερμίδες. Στην εμπορική πρακτική υποστηρίζουν ότι οι πολυσακχαρίτες που περιέχουν τα προϊόντα από γκότζι, μεταξύ των οποίων αρκετοί "χυμοί γκότζι», έχουν εκτεταμένα βιολογικά οφέλη για την υγεία, αν και κανένας από τους ισχυρισμούς αυτούς δεν έχει αποδειχθεί από ιατρική έρευνα. Στην παραδοσιακή κινεζική ιατρική χρησιμοποιούν τα φύλλα σε συνδυασμό με το φλοιό της ρίζας για να παρασκευάσουν ένα τσάι. Το γκότζι μπορεί να καταναλωθεί σε καθημερινή βάση, για να προσφέρει γενική ευεξία.
Το φυτό Lycium barbarum μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως φράχτης και να σταθεροποιήσει αμμώδη εδάφη, γιατί σχηματίζει γερές ρίζες και αναπτύσσεται σε αμμώδη εδάφη.