Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Η κυρία Τζίμου. Μια μικρή καλοκαιρινή ιστορία, από την Κατερίνα Καριζώνη.

Image

 
Το καλοκαίρι του '69 μας βρήκε να πλέουμε με προορισμό κάποιο νησί του Αιγαίου. Πηγαίναμε στην Κω. 

Το πλοίο μάς είχε πάρει απ' τη Θεσσαλονίκη, αφού φορτώσαμε και το αυτοκίνητο. Ο κόσμος συνωστιζόταν στο κατάστρωμα: ημίγυμνες τουρίστριες, άντρες με σορτσάκια, φαλάκρες και προτεταμένες κοιλιές, γυναίκες εύρωστες, πασαλειμμένες με αντηλιακά, φορώντας ψάθινα καπέλα και μαύρα γυαλιά, κάτι ξανθοί απ' τον Βορρά με τιρκουάζ μάτια που είχαν πετάξει τα φανελάκια τους και σιγοψήνονταν, ζέστη αφόρητη ακόμα κι όταν ανοιχτήκαμε στο πέλαγος. 


Ψηλά στο τελευταίο κατάστρωμα ένας λίβας άρπαζε ελαφρά αντικείμενα και τα εκσφενδόνιζε στη θάλασσα. Έκοβα βόλτες στο πλοίο, είχα αρχίσει ήδη να βαριέμαι, σκεφτόμουν πώς θα 'ταν να φουντάρω από την κουπαστή –σίγουρα θα γινόμασταν θέαμα με τον κόσμο να ουρλιάζει και τον πατέρα μου να πέφτει με τα ρούχα στο νερό για να με σώσει–, όταν ακούστηκαν κάτι γνώριμες κραυγές κι είδα τη μάνα μου να αγκαλιάζει μια γυναίκα που την έκρυβε ένα μεγάλο ψάθινο καπέλο. 

Ήταν η κυρία Τζίμου. Πλάι της στέκονταν οι κόρες της, η Τζένη και η Ρένα. Κρατούσαν τεράστιους μπόγους που τους άλλαζαν κάθε τόσο θέση μαζί με κάτι τσίγκινους μαστραπάδες, οι οποίοι ηχούσαν συνδυαστικά σε κάθε τους κίνηση. Δεν είχαν κλείσει καμπίνα γιατί σκόπευαν να κατεβούν πιο μπροστά από μας. Παρηγορήθηκα με την ιδέα ότι θα είχα παρέα, έστω και προσωρινά. Μόνο που δεν μπορούσα να εξηγήσω την κατήφεια που ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των γυναικών.

Φανατικός Αριστερός, ο άντρας της κυρίας Τζίμου είχε περάσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στις εξορίες και στις φυλακές. Πρώτο τον πιάσανε όταν έγινε το πραξικόπημα του '67 και τελευταίο τον αφήσανε. Όπως έμαθα αργότερα, ο κύριος Τζίμου δεν υπέγραφε δήλωση. Για μια δήλωση ο δύστυχος έκανε εφτά χρόνια να δει το σπίτι του. Κι η γυναίκα του έμεινε μόνη με τα τρία παιδιά. 

Σπουδαίος αγωνιστής ο Κυριάκος, σχολίαζαν καμιά φορά οι δικοί μου, αλλά βάζει το κόμμα πάνω από την οικογένειά του. Μεγάλο λάθος αυτό. Θυμάμαι, το τελευταίο βράδυ πριν από το πραξικόπημα είχαμε πάει με την κυρία Τζίμου σε μια διάλεξη του Αναγνωστάκη. Ο Αναγνωστάκης είχε δημοσιεύσει τότε ένα άρθρο σε μια εφημερίδα που εξηγούσε γιατί δεν μπορεί να γίνει χούντα στην Ελλάδα. Όταν όμως ξημέρωσε η άλλη μέρα, αντίθετα από τις προβλέψεις του ποιητή, όχι μόνον έγινε χούντα αλλά κάλεσαν και τον κύριο Τζίμου στην Ασφάλεια κι έκτοτε δεν τον ξαναείδαμε.

Περνώντας λίγες μέρες αργότερα από την παραλία διακρίναμε μπροστά στον Λευκό Πύργο μια μακριά ουρά ανθρώπων να στέκονται σιωπηλοί, στοιχημένοι, κρατώντας ένα μικρό μπογαλάκι στο ένα χέρι και μια γκρίζα κουβέρτα στο άλλο. Έμπαιναν σ' ένα πλοίο αγκυροβολημένο στην προκυμαία. «Τους στέλνουν εξορία» μουρμούρισε ο πατέρας μου, που κάποιες νύχτες δεν είχε κοιμηθεί στο σπίτι μας.
Δεν  τη γλίτωσε όμως κι αυτός την Ασφάλεια. Τον φώναξαν ένα βράδυ, τον ανέκριναν και του ζήτησαν να κάνει δήλωση. Μετά μας πήραν τα διαβατήρια και μας παρακολουθούσαν από κοντά, γιατί, όπως έλεγε η μητέρα μου, ήμασταν κι εμείς Αριστεροί, αλλά όχι τόσο φανατικοί κι επικίνδυνοι όσο ο κύριος Τζίμου.

Πλέαμε, λοιπόν, εκείνο το ζεστό απομεσήμερο του Αυγούστου ακουμπισμένοι στην κουπαστή, βυθισμένοι στις σκέψεις μας, κοιτάζοντας τα σμαραγδένια κι απαστράπτοντα νερά του Αιγαίου, της Άσπρης Θάλασσας, όπως την ονόμαζαν κάποτε οι πειρατές, ίσως εξαιτίας του άπλετου κι εκτυφλωτικού φωτός που την έλουζε. Η κυρία Τζίμου με τη μητέρα μου κάθονταν σε δυο καρέκλες δίπλα στην άδεια πισίνα του καταστρώματος και συζητούσαν χαμηλόφωνα, ψιθυριστά, ο πατέρας μου, λίγο πιο πέρα, έπινε μόνος του μια μπίρα. Γύρω μας πετούσαν οι γλάροι κρώζοντας, τσιμπολογώντας την κρούστα του νερού. 

Έξαφνα ακούσαμε τις μηχανές του πλοίου να σταματούν και την άγκυρα να κατεβαίνει στη μέση του πελάγους κι είδαμε την κυρία Τζίμου να πετάγεται απ' τη θέση της και τραβώντας τις κόρες της απ' το μπράτσο, μαζί με όλα εκείνα τα συμπράγκαλα, να αποβιβάζονται σε μια βάρκα που εμφανίστηκε απ' το πουθενά. Παρακολουθούσαμε το θέαμα αμήχανοι, σοκαρισμένοι, όλοι είχαν καταλάβει πού πήγαιναν οι γυναίκες –σε ένα μέρος όπου δεν θα ευχόσουν ποτέ να βρεθείς–, κάποιοι κουνούσαν αγανακτισμένοι το κεφάλι τους, αλλά κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει. Εκείνες τακτοποίησαν τα πράγματά τους στο μικρό τους καρυδότσουφλο και σιγά-σιγά απομακρύνθηκαν. Πέρα στο βάθος φαινόταν η Γυάρος, ζωσμένη στους αφρούς. Γύρισα το κεφάλι και κοίταξα τη μητέρα μου. Ήταν σκυμμένη στην κουπαστή. Δάκρυα κυλούσαν απ' τα μάτια της. Κυλούσαν κι έσταζαν αθόρυβα στο νερό.

Συνεχίσαμε το ταξίδι μας στην Κω, ίσως χωρίς τον αρχικό ενθουσιασμό. Όχι γιατί το νησί δεν μας αποκάλυψε ανυπέρβλητα τοπία αλλά γιατί καθώς τα αναλογίζομαι όλα αυτά κι οι τρεις γυναίκες πια δεν βρίσκονται κοντά μας, έχω μια αόριστη αίσθηση πως κατά κάποιον τρόπο τις εγκαταλείψαμε εκεί, με τη μικρή τους βάρκα να βολοδέρνει στο πέλαγος έξω απ' τη Γυάρο, ακυβέρνητη, να βολοδέρνει χρόνια μετά στη μνήμη μας και να τη στοιχειώνει. 

Κατερίνα Καριζώνη