Όποιος ζητάει όντως τον Χριστό σίγουρα θα Τον βρει. (Κυριακή της Σαμαρείτιδος)
Χριστός Ανέστη! Αγαπητοί. Πέμπτη Κυριακή από το Πάσχα, Κυριακή της Σαμαρείτιδος, και το άγιο Ευαγγέλιο περιέχει τον μοναδικό και ανεπανάληπτο διάλογο του Ιησού Χριστού με τη Σαμαρείτιδα γυναίκα.
Πήγαινε για τη Γαλιλαία ο Κύριος και πέρασε από τη Σαμάρεια για να βρει τη μεγάλη αυτή ψυχή, που ζούσε στο σκοτάδι αλλά έψαχνε με την ίδια και μεγαλύτερη ορμή και το φως. Μυστήριο ο άνθρωπος. Άβυσσος ο άνθρωπος. Ποιός να κρίνει ποιόν και τί να πει; Ο μεγάλος, λοιπόν, σαγηνευτής κάθησε στο πηγάδι του Ιακώβ, κοντά στην πόλη Συχάρ -οι μαθηταί πήγαν στην πόλη να αγοράσουν ψωμί και τροφές- και εκείνος περίμενε το θήραμα, τη μεγάλη γυναίκα της Σαμάρειας. Και ήλθε, στο καταμεσήμερο. Κι ο Κύριος την πήρε με το καλό. Της φέρθηκε ως αναγκεμένος, ζητώντας της νερό. Και εκείνη απόρησε: πώς ενώ ήταν Ιουδαίος ζητούσε απ’ αυτήν νερό; Μα ο Κύριος ήθελε να την κάνει να ζητήσει το δικό Του νερό, το Αθάνατο Νερό, τη θεία Του χάρη, και τη θεία Του σωτηρία, γιατί ο Ιησούς είναι η Πηγή της Ζωής και παρέχει το ύδωρ το ζων. Και τα κατάφερε και την έκανε να ζητήσει το Αθάνατο Νερό. Ο Κύριος την έφερε λίγο-λίγο στη θεογνωσία και στο φως Του. Ο Θεός δεν βιάζεται, ο διάβολος βιάζεται.
Κι όταν έλαμψε στη ψυχή της το φως του Ιησού Χριστού, τότε εκείνη θέλησε να το μεταδώσει και στους δικούς της. Άφησε τη στάμνα της εκεί, δεν χρειαζόταν πια, κι έτρεξε στην πόλη. Ο Ιησούς της είχε αποκαλύψει την ιδιότητά Του ως Μεσσίου, και της είχε μιλήσει για την αληθινή λατρεία του Θεού, και τη δρόσισε με τη θεία Του χάρη, την ουράνια δροσιά. Και εκείνη επί το έργον.
Καταπληττόμεθα και συγκινούμεθα πώς ο Θεός διάλεξε μια πόρνη, μια αμαρτωλή, μια σκοτεινή, μια ταλαίπωρη γυναίκα που κανένας δεν την είχε σε υπόληψη, διάλεξε αυτή να γίνει κήρυκας και απόστολος του Ευαγγελίου Του; Γι’ αυτό είναι και ισαπόστολος η μεγαλομάρτυς Φωτεινή. Και φώτισε και τις καρδιές των ανθρώπων, των συμπατριωτών της που την ήξεραν, και δέχτηκαν το μήνυμά της, κι έτρεξαν όλοι μαζί, εν αντιθέσει προς τους Ιουδαίους, που μεμψιμοιρούσαν και γκρίνιαζαν με τον Χριστό και δεν ήθελαν να δεχτούν τη θεία Του χάρη, επιστρατεύοντας τάχα διάφορα επιχειρήματα, οι Σαμαρείτες σαν ένας ποταμός, σαν λευκές χώρες, έτρεξαν κοντά στο Μεγάλο θεριστή. Κι είχαν μόνο ακούσει αυτά που τους είπε η Σαμαρείτιδα γυναίκα. Και Τον πήραν στα χέρια, Τον σήκωσαν και Τον αποθέωσαν κυριολεκτικά τον Ιησού, και Τον πήγαν στη Συχάρ, στην πόλη τους, και Τον παρεκάλεσαν να μείνει εκεί. Και έμεινε δυό μέρες. Και τότε λέγαν στη γυναίκα: «Δεν πιστεύομε μόνο στα λόγια σου, αλλά πιστεύομε πια σ’ αυτά που βλέπουμε».
Αυτή είναι η αποστολή των ποιμένων και των πατέρων και των κηρύκων της πίστεως αλλά και όλων των χριστιανών να φέρουμε κοντά στο Χριστό όλες εκείνες τις ψυχές που όντως Τον ψάχνουν, κι από κει και πέρα ο Χριστός ορίζει τα υπόλοιπα. Στη Σαμάρεια ο Χριστός μας ωφέλησε τόσο πολύ τους Σαμαρείτες, που όλοι στο τέλος είπανε ότι ο Ιησούς είναι ο Σωτήρ του κόσμου, όχι μόνο των Σαμαρειτών και των Ιουδαίων αλλά όλου του κόσμου.
Με τις ευχές της αγίας Φωτεινής της Σαμαρείτιδος ας φωτίσει και μας ο Χριστός μας να ερχόμαστε κοντά Του και να λαβαίναμε τη Χάρη Του την αγία και σωστική, και να τη μεταδίδουμε και στους άλλους. Τότε ο Χριστός θα κάνει μεγάλη χαρά αλλά και μείς και οι άλλοι θα σωζόμεθα.
Χριστός Ανέστη!
(Αρχιμ. Ανανία Κουστένη, «Το Κήρυγμα της Κυριακής», τ. Α΄, εκδ. Αρμός.)