Την ώρα που μπήκαν τα τανκς ήταν κρεμασμένος πάνω στην κολόνα και κρατούσε την ελληνική σημαία. Νύχτα 17ης Νοεμβρίου 1973. Αυτός σκαρφαλωμένος στην πύλη του Πολυτεχνείου ανεμίζει την ελληνική σημαία και φωνάζει, «όχι αδέρφια, δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό».
Μαζί με την πόρτα του Πολυτεχνείου, όλα έγιναν συντρίμμια.
Το όνομα του: Γιώργος Κηρύκου. Είναι ένας από τους αφανείς ήρωες του Πολυτεχνείου. Αυτός συνέχισε, επέζησε, συνελήφθη, βασανίστηκε, αποσύρθηκε, σιώπησε και δυο δεκαετίες μετά την εξέγερση κάηκε στην καταστρεπτική φωτιά της Ικαρίας το 1993 στην προσπάθεια του να απεγκλωβίσει από τον πύρινο κλοιό μια γερόντισσα που κουβαλούσε στην πλάτη του. Μια ακόμη θυσία…
Σαν εκείνη της ψυχής του, που σιγόκαιγε τον Νοέμβριο του 73 για ελευθερία, σαν αυτή που κατέκαιε 20 χρόνια μετά ολόκληρο το νησί. Το όνομα του στον κατάλογο των 13 νεκρών του τραγικού περιστατικού της Ικαρίας. Η επανάσταση δεν ήταν κάτι που γινόταν έξω απ’ αυτόν. Η μικρότερη αδερφή του Όλγα, μόλις 11 ετών τότε, θυμάται τον Γιώργο να λέει με υπερηφάνεια, «άντε να αστράψει το όραμα, να φωτιστεί η ύπαρξη μας, μπας και πάρει φωτιά ο κόσμος».
Παλικαράκι 18 ετών, με ένα σακίδιο στον ώμο και με λιγοστά χρήματα, έφυγε από το νησί για να κυνηγήσει το όνειρο στην μεγαλούπολη. Οικοδομή, ελαιοχρωματιστής ήταν μερικές από τις δου-λειές που έκανε εκείνο τον καιρό. Το όνειρο του όμως και η μεγάλη του αγάπη ήταν η κιθάρα. Του άρεσε να φτιάχνει στιχάκια καινά τραγουδάει για τους ανθρώπους, για τη ζωή, για το άγνωστο αύριο που ξημερώνει. Ο αρραβώνας του με μια φοιτήτρια, τη Μαρία, που έχασε μέσα στη δίνη των γεγονότων, τον έφεραν στα 19 του χρόνια στο Πολυτεχνείο. «Δεν άρεσε στον αδερφό μου να μιλάει για το Πολυτεχνείο γιατί θεωρούσε ότι δεν είχε κάνει κάτι σημαντικό», αναφέρει η 43χρονη, σήμερα, αδερφή του Όλγα και συνεχίζει: «Την ώρα που μπήκαν μέσα τα τανκς αυτός ήταν κρεμασμένος πάνω στην κολόνα και κρατούσε την ελληνική σημαία. Άρχιζε να τρέχει μαζί με άλλους και, όπως μου είχε πει, κρύφτηκε σ’ έναν φωταγωγό. Τον έπιασαν όμως και φυλακίστηκε για ένα μήνα στο Χαϊδάρι. Οι βασανιστές του τον χτυπούσαν ανελέητα, τα ρούχα του ήταν ποτισμένα από το αίμα, αλλά ο Γιώργος άντεξε. Η μητέρα μου είχε τρελαθεί, έκλεγε και έλεγε συνεχώς, χάθηκε το παιδί μου».
«Οι μέρες περνούσαν κι ελπίδες εξανεμιζόντουσαν, ώσπου ένα γράμμα της Μαρίας έφερε ξανά στο σπίτι μας τη χαρά. Ο Γιώργος ήταν ζωντανός. Μέσω ενός φαντάρου ο αδερφός μου κατάφερε να επικοινωνήσει με την αγαπημένη του και λίγες μέρες μετά να αποφυλακιστεί», θυμάται η Όλγα. Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να συνέλθει από τον ξυλοδαρμό και το σοκ που είχε υποστεί ο Γιώργος. Ποτέ όμως δεν θέλησε να δημοσιοποιήσει οτιδήποτε για την ιστορία του Πολυτεχνείου. Λίγους μήνες μετά μπαρκάρισε λόγω των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε και ταξίδεψε μέχρι τη μακρινή Βραζιλία. Γύρισε όμως γρήγορα, αφού ήταν παράνομος και δεν είχε κανένα χαρτί μαζί του. Έμεινε για λίγο στην Αθήνα και ύστερα έφυγε για την Αμερική, όπου γνώρισε μια κοπέλα από το Κολοράντο, παντρεύτηκε απέκτησε κι έναν γιο και έμεινε εκεί δέκα χρόνια.
Έπαιζε κιθάρα σε μαγαζιά της Αστόριας. «Εκανε αυτό που αγαπούσε. Χώρισε όμως με τη γυναίκα του και το ’87 επέστρεψε στην Ικαρία και έμεινε μαζί με την μητέρα μας, όπου έφτιαξε ξανά τη ζωή του κι έκανε έναν δεύτερο γάμο με τη Φανή». Στο νησί παρέδιδε μαθήματα κιθάρας, παίρνοντας ελάχιστα χρήματα. Το παρατσούκλι του ήταν «Αλμπάνο και οι μικροί μαθητές του κι όλο το χωριό έτσι τον αποκαλούσαν. Όλα πια στη ζωή του Γιώργου κυλούσαν ομαλά, ώσπου…. Το καλοκαίρι του 1993 θα γραφόταν ο τραγικός επίλογος.
Όταν άκουσε ότι στην περιοχή Παναγιά είχε ξεσπάσει φωτιά και είχαν παγιδευτεί 4 γέροντες έτρεξαν με τους φίλους του, τον Δημήτρη Τσαγανό και τον Ηλία Φυσίδα, να τους σώσουν. Τους μετέφεραν σε άλλο μέρος, πιστεύοντας ότι ήταν ασφαλείς. Ο αέρας όμως γύρισε και η φωτιά ήρθε επάνω τους. Εγκλωβίστηκαν και κάηκαν όλοι.