Μία συνάντηση μεγάλης σημασίας γίνεται κατά τη διήγηση της περικοπής Λουκ. 7, 11-16, στην πύλη της πόλεως Ναΐν της Γαλιλαίας: Η πομπή που συνοδεύει το νεκρό παιδί μιας χήρας γυναίκας στον τάφο (αργά το απόγευμα κατά τις παλαιστινές συνήθειες) συναπαντιέται με την συνοδεία του Χριστού· ο Αρχηγός της ζωής συναντά μπροστά του το θάνατο· το σβήσιμο κάθε ελπίδας βρίσκεται αντιμέτωπο μ’ Αυτόν που είναι η ελπίδα, η ζωή και το μέλλον του κόσμου. Σε μια τέτοια συνάντηση ασφαλώς νικητής είναι ο ισχυρότερος, αυτός που πατά το θάνατο, διαλύει τη θλίψη του και δείχνει προς την ανατολή ενός νέου κόσμου. Μόνον Αυτός έχει τη θεία αυθεντία και εξουσία να προφέρει τη φράση που διαβάζομαι στην περικοπή μας: «Νεανίσκε, σοι λέγω· εγέρθητι». Είναι μία διαταγή της ζωής προς το θάνατο, μία πρόσκληση του νικητή της ζωής προς τον ηττημένο από το θάνατο άνθρωπο.
Ο θάνατος προέρχεται από την αποτυχία του ανθρώπου, την επανάσταση κατά του Θεού, την προβολή του εγώ του σαν κέντρο του παντός· το εγώ τονίζεται και αυτοεπιβεβαιώνεται με κάθε τρόπο μέσα στη ζωή, γιατί φοβάται την εξαφάνισή του και τον εκμηδενισμό του από το θάνατο. Έτσι ή παραβλέπει κανείς αλαζονικά την αργά ή γρήγορα επερχόμενη καταστροφική παρουσία του θανάτου και αιφνιδιάζεται απροετοίμαστος γι’ αυτή τη συνάντησή του, ή την φοβάται διαρκώς και η ζωή έτσι καταντά ένας παθολογικός τρό μος στη σκέψη ότι κάποτε θα τελειώσει. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε μια αρνητική και μηδενιστική θεώρηση του μεγάλου αυτού γεγονότος της υπάρξεώς μας που λέγεται θάνατος.
Η φιλοσοφία της εποχής μας έδωσε πολλές όψεις και περιγραφές του τρομακτικού βιώματος που αισθάνονται οι άνθρωποι στη σκέψη του θανάτου και της φοβίας που παραλύει τη ζωή τους από τον βέβαιο ερχομό του.
Η Αγία Γραφή όμως, όσες φορές αναφέρει το θάνατο, δεν το κάνει για να τρομοκρατήσει τους ανθρώπους ή για να τους δείξει, το μάταιο και ανούσιο κάθε προσπάθειάς τους αφού το τέρμα θα είναι αναπόφευκτα ο τάφος· απεναντίας ενδιαφέρεται να υπογραμμίσει τη νέα πραγματικότητα που ξεπερνά και κατανικά το θάνατο, ενδιαφέρεται να δείξει ότι ο θάνατος έχασε το κεντρί του από τη στιγμή που ο Υιός του Θεού καταπάτησε το θάνατο με την ανάστασή του. Η ζωή και η ανάσταση είναι το κεντρικό θέμα των βιβλίων της Κ. Διαθήκης και όχι ο θάνατος και η αγωνία που αυτός προκαλεί.
Όποιος βρίσκεται κοντά στον αναστημένο Χριστό, και ζει την παρουσία του μέσα στην Εκκλησία, ουσιαστικά βέβαια και όχι τυπικά, αυτός δεν αγωνιά μπροστά στην ιδέα του θανάτου, γιατί ξέρει ότι η ζωή είναι ένα θαύμα του Θεού, μια προσφορά αγάπης, ένα δώρο αιώνιο που με κανένα τρόπο δεν μπορεί να εκμηδενισθεί από τις φθοροποιές δυνάμεις της κακίας, του μίσους και τις καταστροφής που εκπροσωπεί ο θάνατος.
Η παρουσία του Χριστού γεμίζει τη ζωή του πιστού με τέτοια πληρότητα και αφθονία, ώστε ο θάνατος να μη μπορεί να σημαίνει παρά πέρασμα από το μυστήριο στην πραγματικότητα, ολοκλήρωση της ζωής και άνοιγμα προς νέους κόσμους. Η ύπαρξη του ανθρώπου, όταν φωτίζεται από το φως της θείας αγάπης και όταν θερμαίνεται με την ελπίδα της αναστάσεως, αποκτά καινούργιες δυνατότητες δημιουργικής οράσεως, γίνεται εστία χαράς, και εκπροσωπεί ήδη τη νέα μελλοντική πραγματικότητα της ζωής μέσα σ’ ένα κόσμο που βασιλεύει η οσμή του θανάτου.
Το «νεανίσκε, σοι λέγω· εγέρθητι» είναι η ελπιδοφόρα και γεμάτη ζωή προσταγή του Χριστού. Όταν τέτοιες καινούργιες δυνατότητες ελπίδας και ζωής προσφέρονται στον άνθρωπο, είναι επικίνδυνο γι’ αυτόν να συνεχίζει να αναπνέει την απελπιστική ατμόσφαιρα του θανάτου. Γιατί, χωρίς την ελπίδα η ζωή στενεύει πολύ, χάνει τις πραγματικές διαστάσεις της, εκμηδενίζεται· με άλλα λόγια κυριαρχείται εξ ολοκλήρου από την αγωνία και τον τρόμο του θανάτου. Αντίθετα, με την ελπίδα και αυτός ο θάνατος αλλάζει όψη, χάνει τις τρομακτικές διαστάσεις του και παρουσιάζεται σαν ένας συγκλονιστικός μεν οπωσδήποτε, όχι όμως και τελικός σταθμός της ζωής.
(Ιωαν. Δ. Καραβιδόπουλου, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου, «Οδός Ελπίδας»-Μηνύματα από τα Ευαγγέλια των Κυριακών, σ. 16-18)