Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011


Θαυμαστή αλιεία.


+Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου

Ένα πρωινό στην ακτή της λίμνης Γεννησαρέτ, ο Ιησούς Χριστός βρέθηκε περικυκλωμένος από το λαό. Εκεί κοντά ήσαν αραγμένα δύο αλιευτικά πλοιάρια και πιο πέρα οι ψαράδες έπλεναν τα δίχτυα. Καθώς λοιπόν ο Ιησούς Χριστός βρέθηκε μέσα στο πλήθος του λαού, για να τον βλέπουν όλοι και να τον ακούν καλύτερα, σκέφτηκε να κάνει άμβωνα και διδασκαλικό βήμα ένα από τα πλοιάρια που ήσαν εκεί. Το πλοιάριο ήταν του Πέτρου, μπήκε λοιπόν σ’ αυτό κι είπε στον ψαρά να τραβήξει λίγο στ’ ανοιχτά. Κάθισε επάνω στο πλοίο κι από κει άρχισε να διδάσκει το λαό. Ας ακούσουμε όμως στη νεοελληνική δημοτική γλώσσα την ευαγγελική περικοπή, που θα διαβαστεί αύριο στη θεία Λειτουργία.
«Εκείνο τον καιρό, ο Ιησούς στεκότανε στην ακτή της λίμνης Γεννησαρέτ και είδε εκεί κοντά δυο πλοιάρια, ενώ οι ψαράδες πιο πέρα έπλεναν τα δίχτυα. Τότε μπήκε σ’ ένα από τα πλοιάρια που ήταν του Σίμωνα, και τον παρακάλεσε να ξεμακρύνει λίγο από τη στεριά· ύστερα κάθισε και δίδασκε από το πλοιάριο τα πλήθη. Και μόλις έπαψε να ομιλεί είπε στο Σίμωνα· «Πήγαινε στα βαθειά και ρίξτε τα δίχτυα σας για ψάρεμα». Τότε αποκρίθηκε ο Σίμωνας και είπε· «Διδάσκαλε, όλη τη νύχτα κοπιάσαμε και δεν πιάσαμε τίποτε, μα σαν το λες εσύ θα ρίξω το δίχτυ». Έτσι λοιπόν έκαναν κι έπιασαν πολλά ψάρια, που άρχισε να σκίζεται το δίχτυ τους. Τότε έκαναν νόημα στους συνέταιρους που ήσαν στο άλλο πλοιάριο για να έρθουν να τους βοηθήσουν κι εκείνοι ήλθαν και γέμισαν και τα δυο πλοιάρια, ώστε να κινδυνεύουνε να βυθιστούν. Όταν ο Σίμωνας Πέτρος είδε αυτό που έγινε, έπεσε στα γόνατα του Ιησού και είπε· «Φύγε από μένα, Κύριε, γιατί είμαι άνθρωπος αμαρτωλός». Ζαλίστηκε βέβαια κι αυτός κι όλοι που ήσαν μαζί του με τα ψάρια που έπιασαν το ίδιο κι ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης, οι γιοι του Ζεβεδαίου, που ήσαν συνεταίροι του Σίμωνα. Τότε ο Ιησούς είπε στο Σίμωνα «Μη φοβάσαι, από τώρα και στο εξής θα πιάνεις ανθρώπους». Κι όταν άραξαν τα πλοία στη στεριά, τα άφησαν όλα και πήγαν μαζί του
Ας φέρουμε μπροστά στα μάτια μας αύτη την εικόνα· ο λαός να κάθεται στην αμμουδιά κι ο Χριστός να διδάσκει από το πλοίο. Κι ας σκεφτούμε πόσο άπλες και χωρίς επίδειξη είναι οι θείες ενέργειες. Μέσα σ’ αυτή την απλότητα είναι όλη η θεϊκή μεγαλοπρέπεια. Κι εμείς νομίζομε, αν δώσουμε επισημότητα στα λόγια μας κι αν κρατήσουμε τον κόσμο σε απόσταση, πως αυτό τάχα μας κάνει σπουδαίους και μας επιβάλλει στους ανθρώπους. Μα δεν υπάρχει άλλη μεγαλοπρέπεια από την απλότητα και την ταπεινοσύνη. Ας χαρούμε λοιπόν σ’ όλη της τη φυσική απλότητα τη σκηνή της λίμνης Γεννησαρέτ, όπου ο λαός κάθεται στην ακτή κι ο Ιησούς Χριστός διδάσκει από το πλοίο. Κι ας εκτιμήσουμε όσο πρέπει αυτή την απλότητα, μέσα στην οποία είναι η αλήθεια του Ευαγγελίου και της ζωής. Γιατί, καθώς το Ευαγγέλιο δεν είναι θεωρία, αλλά ζωή, έτσι και είναι απλό, καθώς απλή και φυσική είναι η ζωή. Όταν λέμε πως το Ευαγγέλιο είναι ζωή, αυτό ακριβώς εννοούμε, ότι ο ευαγγελικός λόγος δεν είναι σειρά συλλογιστικών συμπερασμάτων, άλλα μια φυσική και ζωντανή πραγματικότητα.
Η «θαυμαστή αλιεία» μετά τη διδαχή του Ιησού Χριστού, ήταν ένα «σημείο», που επισφράγισε το λόγο του θείου Διδασκάλου και εδραίωσε την εμπιστοσύνη σ’ αυτόν των απλών ψαράδων της Γεννησαρέτ. Καθώς σπαρτάριζαν τα ψάρια στα καταστρώματα των πλοιαρίων, έτσι σκιρτούσαν κι οι καρδιές μέσα στα δυο ζευγάρια των αδελφών, που έγιναν οι πρώτοι μαθητές κι ύστερα απόστολοι του Ιησού Χριστού. Μέσα στους δυο αδελφούς, τον Ανδρέα και τον Πέτρο και τους δυο άλλους αδελφούς, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, δεν έμενε πια κανένας δισταγμός. Όλα τούς έπειθαν πως ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας. Το σημερινό «σημείο» τους βεβαίωσε πια πως αυτός είναι εκείνος που περίμεναν και πως κοντά του βρίσκει εκπλήρωση η προσδοκία τους. Γι’ αυτό ο λόγος του Ιησού Χριστού στον Πέτρο· «από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών», αν και παραβολικός και κάπως αινιγματικός, είχε το άμεσο και βέβαιο αποτέλεσμά του. Οι τέσσερις ψαράδες, όπως κι αν τον κατάλαβαν, ο καθένας τον άκουσε χωριστά για τον εαυτό του. Όλα ήσαν έτοιμα, όλα ήσαν ώριμα. Οι ψαράδες έσυραν τα πλοιάρια τους στη στεριά, τα παράτησαν όλα και πήγαν με τον Ιησού Χριστό.
Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να πούμε πως αυτή η ευαγγελική περικοπή δεν ομιλεί για την εκλογή των Αποστόλων παρά μόνο για την κλήση τους. Η εκλογή είναι απόρρητο μυστήριο της βουλής του Θεού· η κλήση είναι ένα γεγονός στην ιστορία της «ενσάρκου οικονομίας» του Λόγου του Θεού. Στο γεγονός αυτό δεν θα πρέπει να νομίζουμε πως χωρίς άλλη φυσική αιτία οι ψαράδες της Γεννησαρέτ παράτησαν την εργασία τους και πήγανε να γίνουν μαθητές του Ιησού Χριστού. Χρειάστηκε να τους προετοιμάσει ο βαπτιστής Ιωάννης, χρειάστηκε να ακούσουν πρώτα τη διδαχή του Ιησού Χριστού και να δουν «σημεία», για να τα αφήσουν όλα και να πάνε μαζί του. Αυτός, που τώρα σύχναζε εδώ τριγύρω στις ακτές της λίμνης και τις όχθες του Ιορδάνη· αυτός, που δίδασκε κι ήταν σαν και να συνέχιζε το έργο του Ιωάννη· αυτός, που ο Βαπτιστής τον έδειχνε στους μαθητές του κι έλεγε· «ίδε ο αμνός του Θεού…»· ο Ιησούς λοιπόν, ύστερα κι απ’ αυτό που είδαν σήμερα, ήταν άξιος για να τον ακούσουν και να πάνε μαζί του.
Αυτό, που κάνουν τώρα οι ψαράδες, είναι βέβαια μια πράξη απεριόριστης εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, αλλά και απόλυτης ανεξαρτησίας των από τα πράγματα του βίου. Τα πλοία και τα δίκτυα κι όλα τα σύνεργα της ψαρικής ήσαν μια περιουσία  ό,τι τέλος πάντων είχαν στη διάθεσή τους οι άνθρωποι εκείνοι, για να μπορούν να δουλέψουν και να βγάλουν το ψωμί τους. Γιατί οι άνθρωποι αυτοί δεν ήσαν αργόσχολοι, από κείνους που ο Απόστολος τούς ονομάζει «περιεργαζομένους», από κείνους δηλαδή που, όταν οι άλλοι εργάζονται, αυτοί συζητούν και κάνουν σχέδια, τάχα για να φτιάξουν τον κόσμο. Οι πρώτοι αυτοί μαθητές έχουν τη δουλειά τους, έχουν τη σειρά τους, δεν είναι απρόκοποι και χασομέρηδες. Και σε μια στιγμή, όταν ακούνε την κλήση τους, τα αφήνουν όλα και πάνε με κείνον που τους καλεί. Μυστήριο ανεξήγητο είναι η εκλογή των Αποστόλων, μα και η κλήση τους και η υπακοή τους δεν είναι από κείνα που εξηγούνται εύκολα. Κανείς δεν μπορεί να ξεδιαλύνει τον τρόπο με τον οποίο κινείται η αγάπη και η σοφία του Θεού σε ό,τι κάνει για τη σωτηρία του άνθρωπου. Κι όταν θαρρούμε πως ολωσδιόλου φυσικά γίνονται όσα γίνονται, πάλι πίσω απ’ όσα βλέπομε είναι το αδιόρατο χέρι του Θεού.
Ας μην το ξεχνάμε από πότε και πως κηρύχτηκε στον κόσμο το Ευαγγέλιο της σωτηρίας. «Πολυμερώς και πολυτρόπως…», γράφει ο Απόστολος, ο Θεός λάλησε στους Προφήτες. Όταν ήλθε «το πλήρωμα του χρόνου», κατέβηκε από τον ουρανό στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού, και ξεκίνησε από τη Γαλιλαία, με κάποιους απλούς ανθρώπους, που είχαν μέσα τους προσμονή κι ελπίδα σωτηρίας· που είχαν τη δύναμη για την κλήση τους να αρνηθούν τον κόσμο. Γιατί στον κόσμο δεν είναι άλλο από την κλήση, από τη φωνή του Θεού, που σε καλεί και σε στέλνει να κάνεις πιστά κι αφοσιωμένα έργο οικοδομής, έργο για σένα και για τους γύρω σου, έργο για τη δόξα του Θεού και για τη σωτηρία σου. Και στον κόσμο έχουν όλοι κλήση, χαρά στον μόνο που φροντίζει να την ξέρει και να της είναι πιστός. Αμήν.
(Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης Δυονυσίου (+). «Επί πτερύγων ανέμων», τ. Α΄΄,  σ. 201-206. Εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος)