Του Σταύρου Πάγκαλου,
Σχ. Σύμβουλου Δ/θμιας Εκπ/σης, κλ. ΠΕ12.05
Αν εξετάσει κανείς το μαθητικό δυναμικό στις σχολικές μονάδες της Δ/θμιας Τεχνικής –Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ΔΤΕΕ) θα διακρίνει τρεις λίγο – πολύ ευδιάκριτες κατηγορίες μαθητών:
Η πρώτη αποτελείται από μαθητές που επιθυμούν πραγματικά να ασκήσουν το επάγγελμα στην Ειδικότητα στην ειδικότητα που επέλεξαν. Πολλοί απο αυτούς ενδιαφέρονται να ακολουθήσουν το επάγγελμα των γονιών τους ή άλλων ατόμων από το οικογενειακό τους περιβάλλον, κάποιοι έχουν ήδη σχετική εργασιακή εργασιακή εμπειρία και είδαν ότι τους ενδιαφέρει, άλλοι έχουν εκδηλώσει από νωρίς την κλίση τους για κάποιο αντικείμενο και έχουν συνειδητά επιλέξει τη συγκεκριμένη κατεύθυνση μετά από ενδελεχή διερεύνηση των επαγγελματικών προοπτικών που τους προσφέρει, κ.ά. Είναι δηλαδή μαθητές με προσδοκίες που θέλουν να μάθουν όσο το δυνατόν περισσότερα πάνω για το επάγγελμά τους.
Η δεύτερη, συνήθως πιο ολιγάριθμη από την πρώτη (εξαρτάται από την Ειδικότητα), αποτελείται από μαθητές που έχουν βάλει ως απώτερο στόχο την εισαγωγή τους σε ΤΕΙ. Έχουν επιλέξει δηλαδή τη συγκεκριμένη κατεύθυνση εκτιμώντας ότι, μέσω της διαδικασίας των πανελλαδικών εξετάσεων με το ειδικό ποσοστό για τους μαθητές των ΕΠΑΛ, θα πετύχουν πιο εύκολα και σίγουρα το στόχο τους. Εκτιμούν δηλαδή ότι αν συνέχιζαν τις σπουδές τους στο Γενικό Λύκειο και συμμετείχαν στις γενικές πανελλαδικές εξετάσεις η βαθμολογία που θα συγκέντρωναν δεν θα τους έδινε πολλές πιθανότητες να εισαχθούν στην Σχολή που επιθυμούν. Ο αριθμός τους εξαρτάται κυρίως από το κατά πόσο η ιδιαίτερη διαδικασία πρόσβασης που προβλέπεται για τους μαθητές της ΔΤΕΕ είναι ευνοϊκότερη σε σχέση με αυτή που ισχύει για τους μαθητές του Γενικού Λυκείου. Είναι και αυτοί μαθητές με προσδοκίες που έχουν καλές επιδόσεις στο σχολείο, δεν εκφράζουν όμως την κύρια κατεύθυνση της ΔΤΕΕ που είναι η προετοιμασία για ένα επάγγελμα μέσης στάθμης.
Τέλος, η τρίτη κατηγορία αποτελείται από μαθητές με χαμηλές προσδοκίες. Είναι μαθητές που έχουν καταλήξει στη ΔΤΕΕ γιατί το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα και ο κοινωνικός περίγυρος τους έχει χαρακτηρίσει ως «αδύνατους» μαθητές ή μαθητές που «δεν παίρνουν τα γράμματα». Πολλοί από αυτούς αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες (δεν έναι τυχαίο ότι το ποσοστό των μαθητών με δυσλεξία είναι πολύ μεγαλύτερο στη ΔΤΕΕ σε σχέση με τη Γενική Εκπαίδευση). Συνήθως έχουν επιλέξει τον Τομέα /Ειδικότητα που φοιτούν με χαλαρά κριτήρια. Παρουσιάζουν μειωμένο ενδιαφέρον για τα μαθήματα (τόσο αυτά της Γεν. Παιδείας, όσο και της Ειδικότητας) και έχουν χαμηλές επιδόσεις. Ευελπιστούν ότι θα καταφέρουν μέσα από το ΕΠΑΛ - όπου φοιτούν οι περισσότεροι μαθητές αυτής της κατηγορίας - να πάρουν ένα απολυτήριο Λυκείου έχοντας καταβάλει λιγότερο κόπο σε σχέση με το Γενικό Λύκειο. Θα το χρησιμοποιήσουν ως αποδεικτικό περαίωσης της Δ/θμιας Εκπ/σης και ενδεχομένως να μπορέσουν έτσι να διοριστούν και στο Δημόσιο ή σε όποια άλλη εργασία, όπου το απολυτήριο Λυκείου μετρά ως προσόν, ή ακόμη - με την κατάργηση της βάσης του 10 στις πανελλαδικές εξετάσεις - να εγγραφούν σε κάποιο ΤΕΙ. Μικρός αριθμός από τους μαθητές αυτούς θα απασχοληθεί τελικά σε μια θέση εργασίας σχετική με το αντικείμενο των σπουδών τους.
Δυστυχώς αυτή η τελευταία κατηγορία μαθητών είναι και η πολυπληθέστερη στα επαγγελματικά σχολεία. Είναι η πηγή αποθάρρυνσης των καθηγητών που βλέπουν τις προσπάθειές τους να μην αποδίδουν. Ταυτόχρονα όμως αποτελούν για τους εκπαιδευτικούς που εργάζoνται στη ΔΤΕΕ μια πρόκληση: Πως δηλαδή θα καταφέρουν να τους αυξήσουν την αυτοεκτίμηση, να τους βοηθήσουν να συμπληρώσουν τα κενά γνώσεων που έχουν από τις προηγούμενες τάξεις, να τους κινήσουν το ενδιαφέρον για μάθηση, να τους εμφυσήσουν την αγάπη για το αντικείμενο της ειδικότητάς τους, κλπ.
Οι διαπιστώσεις αυτές επαληθεύονται και από τα ευρήματα των λίγων μελετών που έχουν διερευνήσει την απασχόληση των αποφοίτων της ΔΤΕΕ. Ένα μικρό ποσοστό των αποφοίτων, που κυμαίνεται μεταξύ του 5% και του 40% (ανάλογα με την ειδικότητα και τον τύπο του σχολείου), καταλήγει να εργάζεται σε μια εργασία σχετική με το πτυχίο που απέκτησε.
Κάθε μεταρρύθμιση επομένως στη ΔΤΕΕ οφείλει, πρώτα απ’ όλα, να ανατρέψει αυτή την εικόνα. Να μην είναι η ΔΤΕΕ ο χώρος όπου η Γενική Εκπαίδευση εναποθέτει το πρόβλημά της (τους «αδύνατους» μαθητές), αλλά να συγκεντρώνει μαθητές με προσδοκίες, μαθητές που να έχουν συγκεκριμένους μορφωτικούς και επαγγελματικούς στόχους .
Όλες οι κατά καιρούς εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις επικεντρώθηκαν στην μικρή αναλογία των μαθητών που ακολουθούν την ΔΤΕΕ, σε σύγκριση με άλλες χώρες, και έθεταν ως κύριο στόχο τους την αντιστροφή αυτής της κατάστασης, χωρίς να έχουν αναλύσει τις αιτίες του φαινομένου και χωρίς να εξασφαλίσουν ότι η αύξηση του αριθμού των μαθητών στην επαγγελματική εκπαίδευση θα συμβαδίζει με τη βελτίωση της ποιότητας της (κυρίως της ποιότητας του μαθητικού της δυναμικού) και με την αύξηση του κοινωνικού γοήτρου της. Στην ουσία επιδίωκαν (και πολλές φορές το διακήρυτταν κιόλας ως πρωταρχικό στόχο τους) να «αποσυμφορήσουν» το Γενικό Λύκειο, να μειώσουν δηλαδή, σε πρώτο στάδιο, τους εν δυνάμει υποψήφιους για εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και ιδίως στα ΑΕΙ. Για να γίνει η ΔΤΕΕ πιο ελκυστική στους μαθητές, προέβλεπαν ένα πιο «βατό» πρόγραμμα σπουδών και εισαγωγή στα ΤΕΙ με συνοπτικές διαδικασίες. Έτσι εκείνο που συνήθως συνέβαινε σε καθε αλλαγή, ήταν να αυξηθεί ο αριθμός των μαθητών της τρίτης κατηγορίας και ενδεχομένως και της δεύτερης.
Δημιουργήθηκαν επαγγελματικά σχολεία σε κάθε μικρή πόλη και κωμόπολη για να διευκολυνθεί η πρόσβαση των μαθητών στη ΔΤΕΕ, σχολεία τα οποία ποτέ δεν δικαίωσαν τις προβλέψεις των σχεδιαστών τους, ως προς το πλήθος των μαθητών που θα συγκέντρωναν. Η αγωνία και η ανασφάλεια των καθηγητών, κάθε χρόνο, αν θα εγγραφεί ικανός αριθμός μαθητών για να λειτουργήσει το τμήμα και να μη μείνουν χωρίς ωράριο, «κατέβαζε τον πήχυ» όσον αφορά τα μαθησιακά αποτελέσματα, αφού η απόρριψη κάποιου μαθητή θα οδηγούσε στην κατάργηση του τμήματος, είτε στην ενίσχυση εκείνων των τμημάτων και σχολείων που υπόσχονταν την «απρόσκοπτη» πορεία των μαθητών προς το πτυχίο και το απολυτήριο. Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση του αριθμού των σχολικών μονάδων και η μεγάλη γεωγραφική διασπορά τους, λειτούργησε σε βάρος της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης, καθώς οδήγησε σε ολιγομελή τμήματα που δεν ήταν δυνατό να υποστηριχθούν με τον απαιτούμενο εργαστηριακό εξοπλισμό, λόγω της εκτίναξης στα ύψη του σχετικού κόστους ανά μαθητή.
Σύμφωνα με όλες τις μελέτες, και ιδιαίτερα τις σχετικές έρευνες του CEDEFOP, το κύρος της ΔΤΕΕ σε μια χώρα εξαρτάται καθοριστικά από το κοινωνικό κύρος των αποφοίτων της. Από το αν δηλαδή οι απόφοιτοι έχουν καλές ευκαιρίες απασχόλησης στην ειδικότητά τους, αν πετυχαίνουν ικανοποιητικές αποδοχές, αν έχουν τα εφόδια να εξελιχθούν (να κάνουν καριέρα) στο πλαίσιο μιας επιχείρησης ή ως αυτοαπασχολούμενοι – εργοδότες, αν έχουν αποκτήσει τις γνώσεις και δεξιότητες να συμμετέχουν σε διαδικασίες δια βίου μάθησης ή να συνεχίσουν σπουδές σε ανώτερο επίπεδο. Εξετάζοντας κανείς τις συνθήκες στα κράτη όπου η ΔΤΕΕ ακολουθείται από την πλειονότητα των μαθητών, διαπιστώνει ότι ισχύουν σε μεγάλο βαθμό όλα, ή σχεδόν όλα, τα παραπάνω.
Στη χώρα μας όμως δεν έχουν εξασφαλιστεί οι προϋποθέσεις αυτές, τουλάχιστον για την πλειονότητα των αποφοίτων μας, με αποτέλεσμα τη χαμηλή κοινωνική εκτίμηση και αναγνώριση της ΔΤΕΕ . Ποιος λόγος να γίνει για το γόητρο και το κύρος της ελληνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης, όταν το 70% των αποφοίτων της (κατά τις σχετικές έρευνες) ετεροαπασχολείται, εργάζεται δηλαδή σε εργασία άσχετη με το πτυχίο του;
Είναι άραγε λογικό όσοι θα εργασθούν τελικά ως σερβιτόροι, υπάλληλοι σε πολυκαταστήματα, υπάλληλοι σε εταιρείες σεκιούριτι ή ενοικίασης αυτοκινήτων, διανομείς, πωλητές, μικρομαγαζάτορες, κλπ., να έχουν λάβει ακριβή εργαστηριακή εκπαίδευση σε ολιγομελή τμήματα; Μήπως θα ήταν προτιμότερο να είχαν παραμείνει στο Γενικό Λύκειο; Εννοείται σε ένα Γ.Λ. που δεν θα ήταν μονόπλευρα προσανατολισμένο στην εισαγωγή στα ΑΕΙ- ΤΕΙ, αλλά σε ένα σχολείο που θα τους έδινε τη γενική παιδεία και τις κοινωνικές δεξιότητες γι αυτά τα επαγγέλματα.
Τι πρέπει να γίνει λοιπόν για να αυξηθεί το κύρος και η ελκυστικότητα της ΔΤΕΕ στη χώρα μας;
Το πρώτο βήμα είναι να αλλάξει η φιλοσοφία του σχεδιασμού της Δ.Τ.Ε.Ε. Σήμερα είμαστε στο σημείο όπου έχουμε ιδρύσει και διασπείρει σε όλη τη χώρα επαγγελματικά σχολεία και προσπαθούμε να τα εφοδιάσουμε με μαθητές. Ενώ η ορθολογική διαδικασία θα ήταν το κάθε προϋπάρχον σχολείο να καθορίζει έναν κλειστό (και ελάχιστο απαιτούμενο) αριθμό εισακτέων ανά ειδικότητα, με βάση ποιοτικές προδιαγραφές εκπαιδευτικού προσωπικού και μέσων. Εφ όσον η απορρόφηση των αποφοίτων από την αγορά εργασίας είναι ικανοποιητική (με βάση έρευνες) και υπάρχει βεβαιωμένη κοινωνική ζήτηση και για άλλους μαθητές, τότε μόνον να ιδρύονται νέα τμήματα και σχολεία για να καλύψουν τη ζήτηση. Μάλιστα είναι σημαντικό, η εγγραφή των μαθητών σε κάθε επαγγελματική ειδικότητα να γίνεται μετά από ειδικά διαγνωστικά τεστ, μέσω των οποίων να διαπιστώνεται αν ο μαθητής έχει κλίση και αν ενδιαφέρεται πραγματικά για το συγκεκριμένο επάγγελμα (τέτοια πρακτική ακολουθείται π.χ. στο επιτυχημένο Φινλανδικό μοντέλο).
Το δεύτερο βήμα είναι να γίνουν ενέργειες προς την πλευρά της παραγωγής και της εργασίας με σκοπό την πιστοποίηση ή/και τη νομοθετική κατοχύρωση διαφόρων επαγγελμάτων τα οποία σήμερα δεν πιστοποιούνται. Πάρα πολλά επαγγέλματα /ειδικότητες του κατασκευαστικού κλάδου (καλουπατζήδες, σιδεράδες, κτίστες, τεχνίτες μεταλλικών κατασκευών, κ.ά.), ξυλουργοί, επιπλοποιοί, τεχνικοί - χειριστές παραγωγικών μηχνημάτων και διαδικασιών, εργαζόμενοι στον επισιτισμό, στη μεταποίηση τροφίμων, σε υπηρεσίες γραφείου και πληροφορικής, κλπ., δεν έχουν επίσημες διαδικασίες πιστοποίησης προσόντων, ούτε προβλέπονται ειδικές εργασιακές κανονιστικές ρυθμίσεις, με ότι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα προϊόντων και υπηρεσιών. Έχει παρατηρηθεί ότι όποτε τέθηκαν προδιαγραφές και κανόνες για την άσκηση ενός επάγγελματος, δημιουργήθηκε αντίστοιχη εκπαιδευτική ζήτηση. Όταν κατοχυρώθηκε με νόμο το επάγγελμα του κομμωτή ή παλαιότερα του υδραυλικού, παρουσιάστηκε αθρόα προσέλευση μαθητών στις σχετικές ειδικότητες της ΔΤΕΕ.
Μόνον αν γίνουν αποφασιστικά βήματα στις δυο αυτές κατευθύνσεις θα επέλθει το ζητούμενο: Να αυξηθεί δηλαδή το ποσοστό των μαθητών που κατευθύνονται στην ΔΤΕΕ, έχοντας συγκεκριμένες προσδοκίες και στόχους και μαζί να ανυψωθεί και το κοινωνικό κύρος της επαγγελματικής εκπαίδευσης. Όπως είναι γνωστό από τις σχετικές εκπαιδευτικές μελέτες, οι υψηλές προσδοκίες των μαθητών είναι ο βασικός παράγοντας που χαρακτηρίζει ένα σχολείο ως «καλό» ή αποτελεσματικό. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Ας αναλογιστούμε ποιές θεωρούνται ως «καλές» σχολές στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, γιατί θεωρούνται καλύτερα σχολεία τα ακριβά ιδιωτικά, πού οφείλεται η φήμη των παλαιών Σχολών Εργοδηγών, ή και σήμερα, ποιά τμήματα των σχολικών μονάδων της ΔΤΕΕ ή των σχολών μαθητείας του ΟΑΕΔ θεωρούνται πιο επιτυχημένα και σε ποιές ειδικότητες; Κοινός παρονομαστής όλων αυτών των επιτυχημένων σχολών, είναι ότι διαθέτουν /διέθεταν σπουδαστές με υψηλές προσδοκίες στους οποίους παρέχουν /παρείχαν καλές (και επαληθεύσιμες) επαγγελματικές ή/ και εκπαιδευτικές προοπτικές.
Αλλιώς, όσοι εκπαιδευτικοί βρισκόμαστε στο χώρο, θα συνεχίσουμε να θρηνούμε και να γκρινιάζουμε για το χαμηλό ποσοστό των μαθητών που ακολουθεί την επαγγελματική εκπαίδευση και να προτείνουμε άτολμους και ανεδαφικούς τρόπους βελτίωσής της, κινούμενοι - κατά βάθος - από μια ανάγκη αυτοσυντήρησης (διατήρηση θέσεων, κεκτημένων και κλαδικών ισορροπιών που απειλούνται από μια ενδεχόμενη συρρίκνωση της ΔΤΕΕ) και όχι από την ορθολογική εκτίμηση της κατάστασης με γνώμονα το συμφέρον των μαθητών και της ελληνικής κοινωνίας.