Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Η μαρίδα και οι μεγαλοκαρχαρίες

Από την εφαρμογή Antinews (του iPad), 27-10-2012
_____________________________

Όταν ο (τιμωρημένος) Περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας και μετέπειτα «εκλογάρχης» Μακεδονίας – Θράκης της ΝΔ κ. Παναγιώτης Ψωμιάδης, προσπάθησε να δικαιολογήσει την παράνομη μείωση του προστίμου προς τον (πολλάκις) παρανομήσαντα (μακαρίτη πια) βενζινοπώλη, επικαλέστηκε το πρόβλημα υγείας που παρουσίασε ο συγκεκριμένος επαγγελματίας μετά την επιβολή του προστίμου. Υπήρξαν πολλοί συνέλληνες που «τσίμπησαν» σε τούτη την έωλη δικαιολογία και πήραν το μέρος του (τέως) Περιφερειάρχη. Πράγμα που θα έβρισκε απολύτως αντίθετη την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών οποιασδήποτε αναπτυγμένης Ευρωπαϊκής ή Αγγλοσαξονικής κοινωνίας. Μήπως τελικά, δεν είναι δυνατόν να εφαρμόσουμε άτεγκτα και αυστηρά τους νόμους και τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας μας επειδή ως Λαός είμαστε λιγάκι (ή και πολύ) ψυχοπονιάρηδες; Εκφράσεις όπως: «κρίμα είναι αυτός τώρα, έχει οικογένεια να θρέψει» ή «από αυτούς βρήκαν να εφαρμόσουν τον νόμο; Από την μαρίδα; Ας πιάσουν πρώτα τους μεγαλοκαρχαρίες και μετά ασχολούνται με τους μικροαπατεώνες» ή «οι τυφλοί της Ζακύνθου μας μάραναν, οι μεγαλοεφοπλιστές που δεν πληρώνουν φόρο στα καύσιμα έπρεπε να μας απασχολούν», ακούγονται κατά κόρον και αποτελούν ίσως την κρατούσα άποψη μεγάλης μερίδας της κοινωνίας, φανερώνοντας μια ιδιόρρυθμη ψυχική συγγένεια και μιαν συγγνωστή συμπάθεια προς την μικρο-λαδιά και τον «λαδιάρη» που την επιχειρεί ενάντια σε αυτό που ψυχρά, εχθρικά και υποτιμητικά πολλές φορές αποκαλούμε Ελληνικό Δοβλέτι.

Μέσα σε αυτό το κλίμα καλοψυχίας, οικτιρμού και συν – πάθειας, βρίσκει πρόσφορο έδαφος και θάλλει προκλητικά τον τελευταίο καιρό και η άποψη που συνηγορεί υπέρ μίας αδιάκριτης, ολοκληρωτικής και ισοπεδωτικής «σεισάχθειας» των ατομικών χρεών προς τις τράπεζες. Μια άποψη που βάζει όλους τους δανειολήπτες στο ίδιο «σακούλι» και επικροτεί απροκάλυπτα την επιβράβευση των κάθε είδους «μπαταχτσήδων» και συστηματικά κακοπληρωτών, στην λογική της σωτηρίας όσων δανειοληπτών δεν μπορούν (ενώ θέλουν) να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους λόγω της κρίσης. Μια ύποπτη και ιδιοτελής θεώρηση της έννοιας της συν – πόνοιας και της αλληλεγγύης, που ευνοεί κατάφωρα τους λωποδύτες και δείχνει ελάχιστη ή και καθόλου έγνοια για τους καλοπληρωτές και νοικοκυραίους μικρομεσαίους, που έκαναν και κάνουν ακόμη το σκ… τους παξιμάδι για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που οι ίδιοι δημιούργησαν.

Μια άλλη έκφραση αυτής της στρεβλής και ιδιαίτερης κοινωνικής «ευαισθησίας» είναι η (σχεδόν) καθολική και αδιαπραγμάτευτη αντίθεση μεγάλης μερίδας της κοινωνίας (συμπεριλαμβανομένου τμήματος του ιδιωτικού τομέα) απέναντι στην παραμικρή νύξη για απόλυση δημοσίων υπαλλήλων (αργόσχολων, ανίκανων, τεμπέληδων ή επίορκων ακόμη). Με αστεία επιχειρήματα περί έντασης της ύφεσης, κατακρήμνισης της αγοράς και απειλή περισσοτέρων λουκέτων, μεγάλο μέρος της κοινωνίας προκρίνει την άδικη σίτιση από το κρατικό πρυτανείο ολόκληρου εσμού αχρείαστων κομματικών «πελατών», αρνούμενοι να σκεφτούν ότι τα χρήματα που ξοδεύονται για αυτούς τους «ερίφηδες», σε περίπτωση που δεν υπάρχουν, θα τα πληρώσουμε όλοι αδιακρίτως (συμπεριλαμβανομένων και των αδυνάτων, όπερ τελείως άδικο) μέσω αύξησης της έμμεσης και άμεσης φορολογίας, σε περίπτωση δε που υπάρχουν (ώστε να μπορεί το κράτος να τα ρίχνει έμμεσα στην αγορά μέσω πληρωμής των μισθών αυτών των παρασίτων), θα μπορούσαν να πέσουν στην αγορά μέσω άλλων χρησιμότερων και ηθικά πιο δίκαιων καναλιών, όπως η αύξηση του χρόνου και του ποσού των επιδομάτων ανεργίας, η αύξηση των επιδομάτων πρόνοιας, η θέσπιση επιδόματος ανεργίας και για τους αυτοαπασχολούμενους που μένουν χωρίς δουλειά, κλπ.

Εκφράσεις αυτού του φαινομένου, διακρίνονται και σε κάθε απόπειρα των κρατικών οργάνων να εφαρμόσουν τους νόμους του κράτους προς κάθε κατεύθυνση. Ένα χειροπιαστό και πρόσφατο παράδειγμα υπήρξε η αναπάντεχη και καθολική σχεδόν συμπάθεια που εκφράστηκε ακόμη και από την Αξιωματική Αντιπολίτευση (!) για την ταβερνιάρισσα της Ύδρας που «ξεχνούσε» συστηματικά να κόβει τις αποδείξεις της. Μια αίσθηση συνενοχής ανάμικτης με επιλεκτικό κοινωνικό «πόνο» και ιδιοτελή συντεχνιακή υποστήριξη, εκφράστηκε στην σχεδόν αυθόρμητη διαδήλωση «συμπαράστασης» προς την παρανομήσασα επιτηδευματία, από σύμπασα σχεδόν την ευγενή τάξη των ελεύθερων επαγγελματιών της «ακριτικής» νήσου της Ύδρας! Ένας πάνδημος ξεσηκωμός, που κατέστησε απαραίτητη την παρουσία διμοιρίας των ΜΑΤ για τον απεγκλωβισμό και την διάσωση του κατακαημένου συνεργείου του ΣΔΟΕ που είχε την ατυχή έμπνευση να διενεργήσει τον εν λόγω έλεγχο, προτού ελέγξει τους «μεγαλοκαρχαρίες» βιομηχάνους και τις πολυεθνικές που πίνουν το αίμα του κοσμάκη με το μπουρί της σόμπας! Μια ιδιάζουσα «κατηγοριοποίηση» της παρανομίας ως προς το μέγεθος και το αντικείμενο, κάνει αδύνατη στην χώρα μας κάθε απόπειρας εφαρμογής του νόμου προς κάθε κατεύθυνση. Η μόνη κοινωνικά αποδεκτή κατεύθυνση είναι αυτή εκ των άνω προς τα κάτω. Πρώτα πιάνεις το μεγάλο ψάρι και μετά το μικρό. Πρώτα πιάνεις τον δολοφόνο και μετά έχεις δικαίωμα να πιάσεις και τον κλέφτη. Μια άποψη βαθιά εδραιωμένη στην ψυχοπονιάρα ελληνική κοινωνία, που μπλοκάρει κάθε προσπάθεια εφαρμογής των νόμων, ακόμη και όπου αυτό είναι εφικτό ευκολότερα και γρηγορότερα. Μια ελληνική αποκλειστικά πρόσληψη της ηθικής της παρανομίας, που λέει πως όσο δεν πιάνει το δοβλέτι τον μεγάλο απατεώνα, οι μικροί και πολλοί (σχεδόν όλοι μας), δικαιούνται απτόητοι (και ασύλληπτοι) να παρανομούν, καλυπτόμενοι από την ιδιόρρυθμη ασυλία της αδυναμίας σύλληψης των μεγάλων.

Τελικά, φαίνεται πως η ελληνική κοινωνία βρίσκεται ακόμη σε επίπεδο εξεγερμένου ενάντια στην πατρική (κρατική) εξουσία εφήβου. Με την ευκολία που ο επαναστατημένος έφηβος κατηγορεί για όλα τους γονείς του και δείχνει έμπρακτη αδιαφορία για την κινητή και ακίνητη περιουσία του σπιτιού του, η ελληνική κοινωνία κατηγορεί το κράτος και δείχνει την ίδια και χειρότερη αδιαφορία για το κοινό μας σπίτι, τον δημόσιο χώρο, ανοικτό ή οργανωμένο. Έτσι, καίμε τους κάδους, ξηλώνουμε τα μάρμαρα των πεζοδρομίων, γκρεμίζουμε πανεπιστήμια και σχολεία, διαλύουμε τηλεφωνικούς θαλάμους, κλείνουμε δρόμους, λιμάνια, αεροδρόμια, καταστρατηγούμε νόμους και διατάξεις, φοροδιαφεύγουμε, εισφοροδιαφεύγουμε, οργανωνόμαστε σε συντεχνίες απαιτώντας άνομα προνόμια, δείχνουμε μιαν ύποπτη λογικά και α-νόητη συναισθηματικά ανοχή στους παρανομούντες συμπολίτες μας. Ζητάμε τα πάντα από την οικογένεια – κράτος, χωρίς να αναλογιζόμαστε που θα τα βρει. Κι όταν τα ψέματα τελειώνουν, όπως τώρα, τότε, παίρνει η μπάλα και τους «θείους», τα «ξαδέρφια» και τους άλλους συγγενείς που θα βρεθούν μπροστά μας, επειδή δεν δανείζουν άλλο τον «μπαμπά» για το χαρτζιλίκι μας , επειδή δεν στέλνουν άλλα «πεσκέσια» να μαγειρέψει η «μαμά» το φαί μας, επειδή δεν μας αγοράζουν το ποδήλατο που μας υποσχέθηκαν στα γενέθλια, επειδή δεν υποστηρίζουν όσο επιθυμούμε το χρεοκοπημένο νοικοκυριό μας.

Όλοι οι έφηβοι κάποτε μεγαλώνουν. Πολλές φορές οι περιστάσεις τους αναγκάζουν να μεγαλώσουν απότομα. Η έφηβη ελληνική κοινωνία έχει εμπλακεί σε δύσκολες περιπέτειες. Ο «μπαμπάς» την «έκατσε» την οικογενειακή φελούκα. Τα πανιά σχίστηκαν, το τιμόνι παραδέρνει. Είναι ώρα όλοι μας να πιάσουμε τα κουπιά. Είναι η έσχατη ώρα για μας, ώστε να ενηλικιωθούμε. Όσο γρηγορότερα το αντιληφθούμε, τόσο καλύτερα για την βάρκα.

Akenaton
______________________________