Εισαγωγή:
Το πρόβλημα του κακού είναι βασικά Χριστιανικό. Για ένα απροκατάληπτο άθεο, το κακό είναι απλώς μια όψη του παράλογου. Για ένα τυφλό άθεο, το κακό είναι το πρόσκαιρο αποτέλεσμα μιας ατελούς ακόμη οργάνωσης της κοινωνίας και του σύμπαντος. Σε μια μονιστική μεταφυσική, το κακό χαρακτηρίζει κατ’ ανάγκη το δημιούργημα σαν κάτι χωριστό από το Θεό· αλλά τότε αυτό είναι απλώς μια ψευδαίσθηση. Σε μια δυϊστική (διαρχική) μεταφυσική, το κακό είναι ακόμα το κάτι «άλλο», ενυπόστατο ή αρχέγονο κακό, αλλά τόσο αιώνιο όσο και ο Θεός. Έτσι το κακό σαν πρόβλημα πηγάζει κατ’ ανάγκη από το Χριστιανισμό. Πώς τότε να το ερμηνεύσουμε σ’ ένα κόσμο που δημιουργήθηκε από το Θεό, σ’ ένα δράμα στο οποίο η δημιουργία εμφανίζεται πραγματικά καλή; Και αν ακόμα θεωρήσουμε την ανθρώπινη ελευθερία σαν κάτι που αντιτίθεται στο θείο σχέδιο, δεν μπορούμε να αποφύγουμε το ερώτημα: τί είναι κακό;
Όμως το ερώτημα τίθεται κακώς, διότι εξυπακούει ότι το κακό είναι «κάτι». Όταν το ακούει αυτό κάποιος παρασύρεται στο να διακρίνει στο κακό κάποια ουσία, την «αρχή του κακού», τον «αντί-Θεό» των Μανιχαίων. Το σύμπαν τότε εμφανίζεται σαν μια «αμφισβητούμενη περιοχή» ανάμεσα σ’ ένα καλό Θεό και ένα κακό Θεό, η αφθονία του και η ποικιλία του σαν ένα παιγνίδισμα φωτός και σκιάς, που εκπηγάζει από τη διαμάχη αυτών των δύο αρχών.
Αυτή η θεώρηση βρίσκει κάποια βάση στην ασκητική εμπειρία, και διϋστικά στοιχεία προσπαθούν συνεχώς να υπεισέλθουν στο Χριστιανισμό, ειδικότερα στη μονιστική ζωή. Όμως, για την Ορθόδοξη σκέψη, αυτή η θεώρηση είναι λανθασμένη: Ο Θεός δεν έχει αντίστοιχο, δεν μπορεί κανείς να φαντασθεί φύσεις που να είναι ξένες προς Αυτόν. Από το τέλος του τρίτου αιώνα μέχρι τον Αγ. Αυγουστίνο, οι Πατέρες πολέμησαν σθεναρά το Μανιχαϊσμό, αλλά το έκαναν αυτό χρησιμοποιώντας φιλοσοφικά στοιχεία των οποίων η ίδια η συλλογιστική παρέκαμπτε το πρόβλημα. Για τους Πατέρες ουσιαστικά το κακό είναι μια έλλειψη, μια διαστροφή, μια ατέλεια όχι μια φύση, αλλά αυτό που η φύση στερείται για να γίνει τέλεια. Πιστεύουν ότι το κακό δεν υπάρχει, ότι είναι απλώς μια ατέλεια του όντος. Αυτό ήταν μια ικανοποιητική απάντηση στο Μανιχαΐσμό, αλλά είναι μια απάντηση ανίσχυρη μπροστά στην πραγματικότητα του κακού που όλοι αισθανόμαστε, μπροστά στο κακό που είναι παρόν και δρα μέσα στον κόσμο. Γιατί τελικά, εάν το τελευταίο αίτημα στο «Πάτερ ημών» μπορεί φιλοσοφικά να μεταφρασθεί «λύτρωσέ μας από το κακό», η κραυγή της πραγματικής αγωνίας μας αναμφίβολα είναι «λύτρωσέ μας από τον ποιητή του κακού».
Όπως έχει εύστοχα παρατηρήσει ο πατήρ Βοuyer, το πρόβλημα του κακού, σε μια αυθεντικά Χριστιανική προοπτική, ανάγεται στο πρόβλημα του ποιητή του κακού. Και ο ποιητής του κακού δεν είναι μια ατέλεια του όντος, μια έλλειψη ουσιαστικότητας, τίποτε περισσότερο από ότι αυτός πράγματι είναι, σαν ποιητής του κακού, μια ουσία· γιατί η φύση του, δημιουργημένη από το Θεό, είναι καλή. Ο ποιητής του κακού είναι ένα πρόσωπο, κάποιος.
Το κακό αναμφίβολα δεν έχει θέση ανάμεσα στις ουσίες, αλλά δεν είναι απλώς μια έλλειψη: υπάρχει μια ενεργητικότητα σ’ αυτό. Το κακό δεν είναι μία φύση, αλλά μια κατάσταση φύσεως, όπως πολύ βαθυστόχαστα θα έλεγαν οι Πατέρες. Έτσι το κακό εμφανίζεται σαν μια αρρώστια, σαν ένα παράσιτο που υπάρχει μόνο δυνάμει της φύσεως από την οποία ζει. Ακριβέστερα, είναι μια κατάσταση της θέλησης αυτής της φύσεως· είναι μια πτωτική θέληση όσον αφορά στο Θεό. Το κακό είναι μια ανταρσία ενάντια στο Θεό, δηλαδή, μια προσωπική στάση. Η ακριβής θεώρηση του κακού επομένως δεν είναι αντικειμενική αλλά υποκειμενική. «Ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται» λέγει ο Ιωάννης (Α’ Ίωάν, ε’, 19). Αυτή είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκει κανείς τη φύση εκείνων των προσωπικών όντων που απομακρύνθηκαν από το Θεό,
Επομένως, η αρχή του κακού έγκειται στην ελευθερία των όντων. Είναι γι’ αυτό που το κακό είναι αδικαιολόγητο· διότι δεν έχει άλλη αρχή από την ελευθερία του όντος που το διαπράττει. «Δεν υπάρχει κακό, ή μάλλον αυτό υπάρχει μόνο κατά τη στιγμή που αυτό διαπράττεται» γράφει ο Διάδοχος Φωτικής, και ο Γρηγόριος ο Νύσσης υπογραμμίζει την αντιφατικότητα αυτού που υποκύπτει στο κακό· υπάρχει μέσα στην ανυπαρξία.
Τοιουτοτρόπως ο άνθρωπος έχει παραχωρήσει ένα μέρος της θέλησής του στο κακό, και το έχει εισαγάγει στον κόσμο. Αναμφίβολα ο άνθρωπος, ο οποίος ήταν φυσικά προδιατεθειμένος να γνωρίσει και να αγαπήσει το Θεό, έχει επιλέξει το κακό επειδή αυτό του είχε υποδειχθεί: αυτός είναι ακριβώς ο ρόλος του όφεως, Το κακό στον άνθρωπο, και διά του ανθρώπου στο γήινο κόσμο, εμφανίζεται έτσι συνδεδεμένο με μια μίανση: αλλά αυτή η μίανση δεν είναι καθόλου αυτόματη· δεν θα μπορούσε να μεταδοθεί παρά μόνον μέσον μιας ελεύθερης συναίνεσης της ανθρώπινης θέλησης. Ο άνθρωπος έχει δεχθεί να επιτρέψει στον εαυτό του να εξουσιαστεί.
Όμως το κακό έχει την αρχή του στους αγγελικούς κόσμους και αξίζει να σταματήσουμε εδώ.
Οι άγγελοι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σαν «ασώματα πνεύματα». Αν και καλούνται έτσι από τους Πατέρες και στη λειτουργία, δεν είναι «αμιγή πνεύματα». Υπάρχει μια αγγελική «σωματικότητα» η οποία μπορεί να γίνει και ορατή. Αν και η ιδέα της «σωματικότητας» των αγγέλων στη Δύση τερματίσθηκε με το θρίαμβο του Θωμισμού, οι Φραγκισκανοί του μεσαίωνα, όπως ο διάσημος Βonaventura, υπεστήριζε την αντίθετη άποψη. Και στη Ρωσία το δέκατο ένατο αιώνα, ο Ιγνάτιος Βrianchaninov υπεραμύνθηκε της αγγελικής «σωματικότητας» ενάντια του Θεοφάνους του Εγκλείστου. Εν πάση περιπτώσει, οι άγγελοι δεν έχουν βιολογικές καταστάσεις παρόμοιες με τις δικές μας, και δεν γνωρίζουν ούτε θνητότητα ούτε αναπαραγωγή. Δεν έχουν «χιτώνες δερμάτινους».
Η ενότητα του αγγελικού κόσμου είναι εντελώς διαφορετική από τη δική μας. Κάποιος μπορεί να μιλά για το «ανθρώπινο είδος», δηλαδή τα αναρίθμητα πρόσωπα που έχουν την ίδια φύση. Αλλά οι άγγελοι, που είναι επίσης πρόσωπα, δεν έχουν ενότητα φύσεως. Κάθε ένας είναι μία φύση, ένα νοητό σύμπαν. Η ενότητά τους είναι τοιουτοτρόπως ανόργανος και, θα μπορούσε να πει κάποιος κατ’ αναλογία, αφηρημένη: όπως την ενότητα της πόλης, της χορωδίας, του στρατού, ενότητα υπηρεσίας, λειτουργίας, δοξολογίας, εν συνόψει, ενότητα αρμονίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ένας θα μπορούσε να αναγνωρίσει αξιοσημείωτες ομοιότητες ανάμεσα στη μουσική και τα μαθηματικά αφ’ ενός, και των αγγελικών κόσμων αφ’ ετέρου.
Το αγγελικό σύμπαν επομένως θα προσέδιδε στο κακό άλλες διαστάσεις από τις δικές μας. Το κακό που διαπράχθηκε από τον Αδάμ μπορούσε να μολύνει ολόκληρη την ανθρώπινη φύση. Αλλά η επιβλαβής συμπεριφορά ενός αγγέλου παραμένει προσωπική: έδώ το κακό κατά κάποιο τρόπο εξατομικεύεται. Εάν υπάρχει μόλυνση, αυτή είναι διά του παραδείγματος, διά της επιδράσεως που ένα πρόσωπο μπορεί να ασκήσει πάνω σε άλλους. Έτσι ο Εωσφόρος έβαλε σε πειρασμό άλλους αγγέλους, αλλά δεν έπεσαν όλοι· ο όφις ανέτρεψε το ένα τρίτο των αστέρων, λέγει η Αποκάλυψη συμβολικά.
Το κακό επομένως έχει την αρχή του στην πνευματική αμαρτία του αγγέλου. Και η συμπεριφορά του Εωσφόρου αποκαλύπτει σε μας τη ρίζα κάθε αμαρτίας: την υπερηφάνεια σαν εξέγερση ενάντια του Θεού. Εκείνος που πρώτος κλήθηκε για την κατά χάρη θέωση θέλησε να γίνει ο ίδιος Θεός. Έτσι η ρίζα της αμαρτίας είναι η δίψα για αυτοθέωση, η αποστροφή της χάριτος. Παραμένοντας εξαρτημένο από το Θεό όσον αφορά αυτήν την οντότητά του, εφόσον η οντότητά του δημιουργήθηκε από το Θεό, το πνεύμα που στασίασε αποκτά συνεπώς ένα μίσος για το ον, μία μανία καταστροφής, μία δίψα για ένα απραγματοποίητο μηδέν. Επειδή μόνο ο γήινος κόσμος παραμένει ανοικτός σ’ αυτόν, προσπαθεί εδώ να καταστρέψει το θείο σχέδιο, και αφού απέτυχε να εκμηδενίσει τη δημιουργία, προσπαθεί να την παραμορφώσει. Το δράμα που άρχισε στους ουρανούς συνεχίζεται στη γη, καθώς οι πιστοί άγγελοι κλείνουν τις πύλες του ουρανού ανυποχώρητα στους πεσόντες αγγέλους.
Ο όφις στη Γένεση είναι ο Σατανάς, όπως επίσης και ο «αρχαίος δράκων» της Αποκάλυψης. Είναι παρών στο γήινο Παράδεισο ακριβώς επειδή ο άνθρωπος πρέπει να υποστεί την «πείρα», τη δοκιμασία της ελευθερίας. Η πρώτη εντολή, η εντολή να μη αγγίξουν το δένδρο, εντοπίζει την ανθρώπινη ελευθερία, και ακολουθεί την ίδια τάξη ιδεών που ο Θεός επιτρέπει την παρουσία του όφεως. Το «η πίστις κάνει την αμαρτία ζωντανή», που αναφέρεται εμφαντικά από τον Παύλο, αυτό δηλώνει. Ο Θεός δίνει την πρώτη εντολή και αμέσως ο Σατανάς ενσπείρει την ανυπακοή. Στην πραγματικότητα ο καρπός από μόνος του ήταν καλός, αλλά όλα εξαρτώνται από την προσωπική σχέση του ανθρώπου και του Θεού. Και όταν η Εύα βλέπει ότι το δένδρο είναι ωραίο, παρουσιάζεται μια αξία έξω του Θεού. «Θα γίνετε όπως το Θεό», λέει ο όφις. Δεν εξαπατά πλήρως τον άνθρωπο: γιατί ο άνθρωπος καλείται για τη θέωση. Αλλά εδώ το «όπως» υποδηλώνει ισότητα, μέσον της εχθρότητας, γι’ αυτόν που εξεγείρεται ενάντια στο Θεό: αυτόνομος θεός ενάντια του Θεού, θεός αφ’ εαυτού, θεός του γήινου κόσμου απομονωμένος από το Θεό.
Μια και φαγωθεί ο καρπός, η αμαρτία αναπτύσσεται σε διάφορα στάδια. Όταν ο Θεός καλεί τον Αδάμ, αυτός αντί να κλάψει με τρόμο και να προσπέσει στο δημιουργό του, κατηγορεί τη γυναίκα: «η γυνή ην έδωκας μετ’ εμού», δηλώνει κατηγορηματικά. Έτσι ο άνδρας αρνείται τη δική του ευθύνη, την επιρρίπτει στη γυναίκα, και τελικά στον ίδιο το Θεό. Ο Αδάμ εδώ εμφανίζεται σαν ο πρώτος αιτιοκράτης. Ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος, αυτό αφήνεται να εννοηθεί· η δημιουργία, επομένως ο Θεός, τον έχει οδηγήσει στο κακό.
Από τότε, ο άνθρωπος κατέχεται από το κακό. Η φύση του αφού αποσπάσθηκε από το Θεό, έχει γίνει μη φυσική, αντί-φυσική. Το ανθρώπινο πνεύμα, αφού ανατράπηκε ζωωδώς, προσλαμβάνει την εικόνα της άμορφης ύλης αντί να αντανακλά την αιωνιότητα: η πρώτη ιεραρχία του ανθρωπίνου όντος, που ήταν ανοικτή στη χάρη αλλά την ανέτρεψε μέσα στον κόσμο, ανατράπηκε η ίδια. Το πνεύμα πρέπει να ζει από το Θεό, η ψυχή από το πνεύμα, το σώμα από την ψυχή. Αλλά το πνεύμα αρχίζει να ζει σε βάρος της ψυχής, τρεφόμενο με μη θείες αξίες, όπως η αυτόνομος καλωσύνη και η ωραιότητα την οποία ο όφις αποκάλυψε στη γυναίκα όταν επέσυρε την προσοχή της προς το δένδρο. Με τη σειρά της, η ψυχή ζει σε βάρος του σώματος, και γεννιούνται τα πάθη. Τελικά το σώμα ζει σε βάρος του γήινου σύμπαντος, φονεύει για να τραφεί και έτσι βρίσκει το θάνατο.
Όμως ο Θεός, και εδώ κείται το όλο μυστήριο των «δερμάτινων χιτώνων», εισάγει μια ορισμένη τάξη σ’ αυτό το κέντρο της αταξίας, για να αποφευχθεί μια ολοκληρωτική αποσύνθεση από το κακό. Η αγαθοεργός βουλή Του οργανώνει και συντηρεί το σύμπαν, η τιμωρία του είναι παιδαγωγική: είναι καλύτερα ο άνθρωπος να πεθάνει, δηλαδή να αποκλεισθεί από το δένδρο της ζωής, παρά να παραμείνει αιώνια εκείνη η τερατώδης κατάστασή του. Το ίδιο το πεπερασμένο του θα προετοίμαζε τη μετάνοια μέσα του, δηλ. τη δυνατότητα μιας νέας αγάπης. Αλλά το σύμπαν, που προστατεύεται μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν είναι μ’ όλα ταύτα ο αληθινός κόσμος· αυτή η τάξη όπου υπάρχει θάνατος παραμένει μια καταστροφική τάξη. «Η γη είναι καταραμένη εξ αιτίας του ανθρώπου», και αυτή η ωραιότητα του κόσμου γίνεται αμφίβολη.
Ο αληθινός κόσμος, η πραγματική φύση επικυρώνεται μόνο από τη χάρη. Είναι γι’ αυτό που η αμαρτία ανοίγει το δράμα της απολύτρωσης. Ο δεύτερος Αδάμ θα επιλέξει το Θεό ακριβώς εκεί, όπου ο πρώτος Αδάμ είχε επιλέξει τον εαυτό του: ο Σατανάς θα έλθει στο Χριστό μετά τη βάπτισή Του και θα του προσφέρει τον ίδιο πειρασμό. Αλλά τρεις φορές ο πειρασμός θα αποκρουσθεί από τις ενωμένες θελήσεις του Θεού και του ανθρώπου.
(Μετάφραση: Χρίστος Ελευθερίου. – Περιοδικό Ορθόδοξη Μαρτυρία, Έκδοση Παγκυπρίου Συλλόγου Ορθοδόξου Παραδόσεως «Οι Φίλοι του Αγίου Όρους», Λευκωσία)