Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

ΝΑΥΠΗΓΟΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΖΩΝΗ

Ελευθεροτυπία, Σάββατο 30 Ιουλίου 2011

ΝΑΥΠΗΓΟΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΖΩΝΗ ΠΕΡΑΜΑΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΠΟΥ ΠΑΛΙΟΤΕΡΑ ΕΛΙΩΝΑΝ ΤΑ ΣΙΔΕΡΑ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΛΙΩΝΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΕΙΨΗ ΜΕΡΟΚΑΜΑΤΟΥ

Μια γενιά που ζει από τους παππούδες της

Του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Στο δυτικότερο άκρο της Αθήνας, το Πέραμα, ο χρόνος φαίνεται να κυλάει αντίστροφα. Πόλη της ναυτοσύνης, όπως την έχουν αποκαλέσει, πήρε το όνομά της από τους «περαματάρηδες» που μετέφεραν παλαιότερα κόσμο από και προς Σαλαμίνα. Σήμερα στο Πέραμα, στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη (Ν.Ζ.) συγκεκριμένα, με την ανεργία εκεί να ξεπερνάει το 90%, ανατριχιάζουν οι ιστορίες των ανθρώπων που πέρασαν από την επιφάνεια στον πάτο.

clip_image001

Θανάσης Τζιόμπρας, 47: «Μετά από κάποια ηλικία δυσκολευόμαστε να βρούμε αλλού δουλειά» Αρκετοί κλέβουν το ρεύμα, κάποιοι αυτοκτονούν, σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν ούτε ένα ευρώ για καφέ, χάνουν κιλά λόγω πείνας και πολλοί δεν σηκώνουν το τηλέφωνο με το φόβο ότι τους καλεί η τράπεζα που χρωστάνε. Οι νεότεροι επιβιώνουν με τις συντάξεις των παππούδων ή των γονιών τους, ενώ άλλοι επιστρέφουν στα χωριά τους για να έχουν τουλάχιστον ένα πιάτο φαγητό.

Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνεργοι θυμούνται τότε που το Πέραμα ήταν εξοχή. «Εδώ που πατάμε τώρα ήταν θάλασσα» λένε. «Ερχόμασταν τις Κυριακές για εκδρομή». Μετά ήρθε η «ανάπτυξη» και αργότερα οι καλές εποχές της Ν.Ζ. Πολλές παραγγελίες από το εξωτερικό, κατασκευές, επισκευές, πολλοί, όπως λένε, έχτισαν τα σπίτια τους στο Πέραμα για να είναι κοντά στη δουλειά. Τον Αύγουστο του '08 εργάζονταν στη Ζώνη περισσότεροι από 6.500 χιλιάδες άνθρωποι. Μετά ήρθε η κρίση, «τα μεγάλα συμφέροντα που πήραν τα πλοία από εδώ» και τώρα οι δουλειές είναι, στην καλύτερη, με το σταγονόμετρο. Οι λίγοι που απέμειναν, περνάνε λίγο από τη Ζώνη, «μια περατζάδα κάνουμε μήπως υπάρχει καμιά δουλειά και μετά ψάχνουμε αλλού. Δουλειές του ποδαριού κυρίως».

Εξω από τα γραφεία των συνδικαλιστικών σωματείων της Ν.Ζ., κολλημένες οι τελευταίες ανακοινώσεις. Αναφέρουν τις άκαρπες συναντήσεις με υπουργούς, τις επιδοτήσεις εκατομμυρίων σε εφοπλιστές με λεφτά του ελληνικού λαού «για να χτίζουν τα βαπόρια τους στην Κίνα», «συμβάσεις τύπου COSCO των 500 ευρώ με ισοπεδωμένα δικαιώματα» κ.ά. Μέσα, σε έναν πίνακα, γραμμένο με κιμωλία ένα ακρωνύμιο που λέει ΠΑΣΟΚ αλλά: «Πατέρα Αναπαύσου Συνεχίζω Ολοκληρωτική Καταστροφή». Δίπλα, μια ζωγραφισμένη γελοιογραφία με τον Στρος-Καν να κυνηγάει την καμαριέρα φωνάζοντάς της: «Καμ του δώθε μωρή να σου δείξω τι έκανα στο Ελλάντα!».

Οπως και η καμαριέρα στον πίνακα, έτσι και η φιγούρα της γυναίκας στο τατουάζ του εξηντατριάχρονου Παναγιώτη Αγγελάκη δεν έχουν ρούχα. Ο ίδιος, μηχανικός εφαρμοστής -όταν υπάρχει δουλειά-, προσπαθεί ακόμα να εργάζεται προκειμένου να μαζέψει τα ένσημα που του χρειάζονται για να βγει στη σύνταξη. Του υπολείπονται γύρω στα 1.000 και για να μπορέσει να βγει στη σύνταξη θα χρειαστεί, όπως λέει, για τα επόμενα τρία με τέσσερα έτη να κολλάει 300 ένσημα το χρόνο. Φέτος όμως έχει κολλήσει μόνο 13, ενώ πέρσι 34. Με τρεις κόρες, η μία απολύθηκε πρόσφατα, θεωρεί τον εαυτό του προνομιούχο σε σχέση με άλλους συναδέλφους του. Και αυτό γιατί «δουλεύει ακόμα η γυναίκα μου και υπάρχει ένα σταθερό εισόδημα. Για τα απαραίτητα μόνο. Φως, νερό, τηλέφωνο». Στη λαϊκή πηγαίνει μετά τις δύο «επειδή τότε είναι πιο φτηνά και μπορείς να πάρεις κάνα κιλό παραπάνω». Όμως «έτσι πάει εδώ. Πώς θα επιβιώσουμε ακόμα μια μέρα, γιατί δεν ξέρουμε αν τον άλλο μήνα θα κάνουμε δύο ή πέντε μεροκάματα. Αυτή είναι η ζωή στη Ζώνη που πάνε συστηματικά να σβήσουν για να κατεβάσουν το εργατικό κόστος στα κινέζικα δεδομένα που είναι φτηνότερα».

Δίπλα, ένας νεότερος συνάδελφός του λέει πως «ξέρεις πόσοι εδώ περιμένουμε τις γιαγιάδες μας, τις μανάδες μας, τους πατεράδες μας, να πάρουν τη σύνταξή τους, να πάρουμε και μεις κάνα δυο κατοστάρικα». «Εμένα με βοηθάει η κόρη μου που δουλεύει σε σουπερμάρκετ» λέει κάποιος άλλος.

Ο Θανάσης Τζιόμπρας, 47, ελασματουργός και με δύο παιδιά, έχει δουλέψει τους τελευταίους τρεις μήνες μόνο έξι μεροκάματα. Η γυναίκα του δεν δουλεύει. Θεωρεί ωστόσο τον εαυτό του τυχερό που χρωστάει στις τράπεζες «μόνο» 20 χιλιάδες ευρώ από κάτι στεγαστικά δάνεια που είχε πάρει παλαιότερα. «Άλλοι συνάδελφοί μου χρωστάνε πολύ περισσότερα και τα χρέη ξεπερνούν τη δυνατότητά μας να τα αποπληρώσουμε». Τυχερός επίσης γιατί «εγώ ακόμα μπορώ να είμαι εδώ. Να έχω ακόμα ρεύμα. Να έχω ακόμα νερό και να μπορώ να κινούμαι για να βρω δουλειά. Αυτοί που έχουν φύγει και έχουν επιστρέψει στα χωριά τους είναι που βρίσκονται σε χειρότερη μοίρα. Αναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων να επιστρέψουν για να έχουν τουλάχιστον ένα πιάτο φαΐ από τους γονείς τους» λέει.

Όπως ένας φίλος και συνάδελφός του που έφυγε μόνιμα για Καρδίτσα. «Δεν είχε ούτε για βενζίνη λεφτά και έτσι βάλαμε όλοι ρεφενέ. Λεφτά για διόδια ασφαλώς δεν είχε και έτσι σήκωνε τις μπάρες. Τον σταμάτησε όμως η αστυνομία και του έκοψε κλήση. Είναι 55 χρόνων, έχει ένα παιδί και τον ταΐζει η θεία του».

«Εγώ», συνεχίζει ο Θανάσης Τζιόμπρας, «ψάχνω να βρω δουλειά οπουδήποτε, αλλά το πρόβλημα με εμάς είναι ότι μετά από κάποια ηλικία δυσκολευόμαστε να βρούμε». Ακούγοντας το «κάποια ηλικία», ο κ. Θανάσης, 56, εργαζόμενος στη Ζώνη ως ηλεκτρολόγος, διακόπτει και λέει: «Έφτασα να βάζω μέσο για να πάω να δουλέψω ως σερβιτόρος μόνο για να μου λένε εκεί, "56 ετών; Θα μπορείς να σηκώσεις το δίσκο;"»

Δυστυχώς, η απελπισία και τα χρέη έχουν οδηγήσει κάποιους στην αυτοκτονία. Από το Πάσχα μέχρι σήμερα έχουν σημειωθεί τέσσερις αυτοκτονίες. «Παίρνεις ένα πιστόλι, καραμπίνα μάλλον επειδή είναι φτηνότερη και πιο εύκολο να τη βρεις. Ξέρω συναδέλφους που αυτοκτόνησαν. Πας στα σπίτια τους. Οι συγγενείς λένε πως "δεν είναι ανακοινώσιμο". Υπάρχει θρησκοληψία στις οικογένειες. Μην ακουστεί ότι αυτοκτόνησαν. Οι τέσσερις ωστόσο επιβεβαιωμένες αυτοκτονίες είναι μόνο από τους περίπου 1.500 με 2.000 που έχουμε απομείνει εδώ. Έτσι το μαθαίνουμε. Και είναι μόνο η αρχή. Πολλοί φοβούνται ότι από Σεπτέμβριο θα αυξηθούν οι αυτοκτονίες γιατί τα καλοκαίρια, ακόμα και τις καλές εποχές, υπήρχε μια κάμψη στις δουλειές. Αρκετοί ακόμα ελπίζουν ότι από Σεπτέμβριο κάτι μπορεί να γίνει».

Ο Παύλος, 28, δεν μπορούσε να περιμένει άλλο για κάποια δουλειά που ενδεχομένως να μην ερχόταν και ποτέ. Πήρε τη γυναίκα του, τα δύο παιδιά του ηλικίας δύο και τριών ετών και πήγαν στο σπίτι των πεθερικών του στη Χίο. Για να τα ταΐσει, όταν δεν υπάρχει φαγητό (σχεδόν καθημερινό φαινόμενο), παίρνει τους δρόμους και μαζεύει φρούτα. Κυρίως σύκα και βατόμουρα. Όταν επιστρέφει: «Κοκόνες μου σας έφερα γλυκά να φάτε», και προσπαθεί να τις πείσει ότι από επιλογή τρέφονται έτσι. Την ιστορία του Παύλου διηγήθηκε ο εξίσου άνεργος αδερφός του.

Πάρα πολλοί αναγκάζονται να κλέψουν ρεύμα. «Είμαστε σε τρία σπίτια, οι παππούδες μου, οι γονείς μου και εγώ. Όλοι παίρνουμε ρεύμα από ένα ρολόι. "Αντάρτικο πόλεων" το λέμε. Όποτε βέβαια βάζει η γιαγιά πλυντήριο, εγώ δεν έχω τηλεόραση. Με τέτοιες πουστ... αναγκαζόμαστε να ζούμε. Όχι μόνο εγώ. Όλοι. Άλλοι βέβαια που δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα και τους κόβει η ΔΕΗ το ρεύμα, πηγαίνουν με τη βοήθεια των ηλεκτρολόγων της Ζώνης και το ξανασυνδέουν».

Ο Πέτρος Πουντίδης, 30, μανουβραδόρος, θυμάται τον εαυτό του πιτσιρικά στη Ν.Ζ. να παίζει μπάλα. Ερχόταν με τον πατέρα του που δούλευε ως ηλεκτροσυγκολλητής. Ολόκληρο το 2011 έχει δουλέψει εννέα μεροκάματα που ισοδυναμούν με 71.80 ευρώ τη μέρα. «Άμα δεν έχεις παππούδες να παίρνουν καμιά σύνταξη, κάνα μπάρμπα να τσοντάρει, δεν ζεις» λέει. «Στα 30 σου υποτίθεται ότι ανοίγεις φτερά. Έρχεσαι όμως εδώ και κοιτάς να βρεις κάποιον με ένα ευρώ να σε κεράσει καφέ» συνεχίζει, αραιώνοντας ξανά και ξανά τον κερασμένο καφέ του με νερό. «Εμείς τα όρια της εξαθλίωσης τα έχουμε περάσει προ πολλού. Άμα τώρα φτάσουμε στα όρια της εξαθλίωσης, θα πει ότι υπάρχει βελτίωση».

«Η πολιτική βούληση για εδώ είναι να μας ξεκληρίσουν. Δεν τους ενδιαφέρουν οι χιλιάδες οικογένειες που θα μείνουν στο δρόμο. Θέλουν να κάνουν εδώ πέρα αποθήκη για κοντέινερ και να πουλήσουν το λιμάνι στους Κινέζους. Αυτός είναι ο πολιτικός τους στόχος. Εμείς όμως θα μείνουμε εδώ. Θα προσπαθούμε να τους απωθούμε για να μην έρθουν και κάνουν κατάληψη στο λιμάνι, κατάληψη στα όνειρά μας».

Στο σπίτι μαγειρεύει νερόβραστα βλίτα και κολοκυθάκια. «Τρία βλίτα, δύο κολοκύθια. Αυτή είναι η διατροφή μου. Έχω χάσει 20 κιλά. Στην κοπελιά μου λέω να κάνει υπομονή. "Βρε κούκλα μου, να έχω δουλειά, να έχω ένα εικοσάευρω, να σε πάω τότε για ποτάκι". Δεν ντρέπονται, δίνουν πόσα εκατομμύρια, από τους φόρους μας, στους εφοπλιστές για τις άγονες γραμμές και αυτοί πάνε και επισκευάζουν τα καράβια τους στο εξωτερικό. Άμα βγει ένας νόμος που θα λέει ότι το 1% των επισκευών ή κατασκευών θα πρέπει να γίνεται στην Ελλάδα, δεν θα φτάνουμε για να δουλέψουμε».

«Βγαίνουν μετά κάποια κανάλια και μας αποκαλούν "εργατική αριστοκρατία". Ότι παίρνουμε πολλά. Νομίζουν ότι καθόμαστε σε κάποιο γραφείο, πατάμε κάποια κουμπάκια και τα σίδερα επισκευάζονται μόνα τους. Παλεύουμε με τα σίδερα και συνήθως τα σίδερα νικούν. Με τους ανθρώπους τα βάζουμε πιο εύκολα. Στην τελευταία μας κινητοποίηση στο υπουργείο Οικονομικών, οι αστυνομικοί έπαιζαν ντραμς στην πλάτη και το κεφάλι μου με τα κλομπ. Μια φορά, κουτούλησα σε ένα σίδερο μέσα σε καράβι και με πόνεσε περισσότερο».

Τέλος, κάποιος άλλος λέει: «Ξέρεις πότε ένιωσα απόλυτο μηδενικό; Πραγματική ξεφτίλα; Είχε αδειάσει το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου μου. Δεν το κουνούσα γιατί δεν είχα λεφτά να το γεμίσω. Ούτε μέχρι τη μέση. Η κοπέλα μου δεν το ήξερε. Μου το ζήτησε μια μέρα για να πάει μέχρι το σουπερμάρκετ. Αυτή είχε δουλειά και πληρωνόταν. Δεν της είπα ότι είναι άδειο για να αναγκαστεί να το γεμίσει αυτή». *

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

Το Προπατορικό αμάρτημα. (Βλαδίμηρου Λόσκυ)

Εισαγωγή:

Το πρόβλημα του κακού είναι βασικά Χριστιανικό. Για ένα απροκατάληπτο άθεο, το κακό είναι απλώς μια όψη του παράλογου. Για ένα τυφλό άθεο, το κακό είναι το πρόσκαιρο αποτέλεσμα μιας ατελούς ακόμη οργάνωσης της κοινωνίας και του σύμπαντος. Σε μια μονιστική μεταφυσική, το κακό χαρακτηρίζει κατ’ ανάγκη το δημιούργημα σαν κάτι χωριστό από το Θεό· αλλά τότε αυτό είναι απλώς μια ψευδαίσθηση. Σε μια δυϊστική (διαρχική) μεταφυσική, το κακό είναι ακόμα το κάτι «άλλο», ενυπόστατο ή αρχέγονο κακό, αλλά τόσο αιώνιο όσο και ο Θεός. Έτσι το κακό σαν πρόβλημα πηγάζει κατ’ ανάγκη από το Χριστιανισμό. Πώς τότε να το ερμηνεύσουμε σ’ ένα κόσμο που δημιουργήθηκε από το Θεό, σ’ ένα δράμα στο οποίο η δημιουργία εμφανίζεται πραγματικά καλή; Και αν ακόμα θεωρήσουμε την ανθρώπινη ελευθερία σαν κάτι που αντιτίθεται στο θείο σχέδιο, δεν μπορούμε να αποφύγουμε το ερώτημα: τί είναι κακό;

Όμως το ερώτημα τίθεται κακώς, διότι εξυπακούει ότι το κακό είναι «κάτι». Όταν το ακούει αυτό κάποιος παρασύρεται στο να διακρίνει στο κακό κάποια ουσία, την «αρχή του κακού», τον «αντί-Θεό» των Μανιχαίων. Το σύμπαν τότε εμφανίζεται σαν μια «αμφισβητούμενη περιοχή» ανάμεσα σ’ ένα καλό Θεό και ένα κακό Θεό, η αφθονία του και η ποικιλία του σαν ένα παιγνίδισμα φωτός και σκιάς, που εκπηγάζει από τη διαμάχη αυτών των δύο αρχών.

Αυτή η θεώρηση βρίσκει κάποια βάση στην ασκητική εμπειρία, και διϋστικά στοιχεία προσπαθούν συνεχώς να υπεισέλθουν στο Χριστιανισμό, ειδικότερα στη μονιστική ζωή. Όμως, για την Ορθόδοξη σκέψη, αυτή η θεώρηση είναι λανθασμένη: Ο Θεός δεν έχει αντίστοιχο, δεν μπορεί κανείς να φαντασθεί φύσεις που να είναι ξένες προς Αυτόν. Από το τέλος του τρίτου αιώνα μέχρι τον Αγ. Αυγουστίνο, οι Πατέρες πολέμησαν σθεναρά το Μανιχαϊσμό, αλλά το έκαναν αυτό χρησιμοποιώντας φιλοσοφικά στοιχεία των οποίων η ίδια η συλλογιστική παρέκαμπτε το πρόβλημα. Για τους Πατέρες ουσιαστικά το κακό είναι μια έλλειψη, μια διαστροφή, μια ατέλεια όχι μια φύση, αλλά αυτό που η φύση στερείται για να γίνει τέλεια. Πιστεύουν ότι το κακό δεν υπάρχει, ότι είναι απλώς μια ατέλεια του όντος. Αυτό ήταν μια ικανοποιητική απάντηση στο Μανιχαΐσμό, αλλά είναι μια απάντηση ανίσχυρη μπροστά στην πραγματικότητα του κακού που όλοι αισθανόμαστε, μπροστά στο κακό που είναι παρόν και δρα μέσα στον κόσμο. Γιατί τελικά, εάν το τελευταίο αίτημα στο «Πάτερ ημών» μπορεί φιλοσοφικά να μεταφρασθεί «λύτρωσέ μας από το κακό», η κραυγή της πραγματικής αγωνίας μας αναμφίβολα είναι «λύτρωσέ μας από τον ποιητή του κακού».

Όπως έχει εύστοχα παρατηρήσει ο πατήρ Βοuyer, το πρόβλημα του κακού, σε μια αυθεντικά Χριστιανική προοπτική, ανάγεται στο πρόβλημα του ποιητή του κακού. Και ο ποιητής του κακού δεν είναι μια ατέλεια του όντος, μια έλλειψη ουσιαστικότητας, τίποτε περισσότερο από ότι αυτός πράγματι είναι, σαν ποιητής του κακού, μια ουσία· γιατί η φύση του, δημιουργημένη από το Θεό, είναι καλή. Ο ποιητής του κακού είναι ένα πρόσωπο, κάποιος.

Το κακό αναμφίβολα δεν έχει θέση ανάμεσα στις ουσίες, αλλά δεν είναι απλώς μια έλλειψη: υπάρχει μια ενεργητικότητα σ’ αυτό. Το κακό δεν είναι μία φύση, αλλά μια κατάσταση φύσεως, όπως πολύ βαθυστόχαστα θα έλεγαν οι Πατέρες. Έτσι το κακό εμφανίζεται σαν μια αρρώστια, σαν ένα παράσιτο που υπάρχει μόνο δυνάμει της φύσεως από την οποία ζει. Ακριβέστερα, είναι μια κατάσταση της θέλησης αυτής της φύσεως· είναι μια πτωτική θέληση όσον αφορά στο Θεό. Το κακό είναι μια ανταρσία ενάντια στο Θεό, δηλαδή, μια προσωπική στάση. Η ακριβής θεώρηση του κακού επομένως δεν είναι αντικειμενική αλλά υποκειμενική. «Ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται» λέγει ο Ιωάννης (Α’ Ίωάν, ε’, 19). Αυτή είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκει κανείς τη φύση εκείνων των προσωπικών όντων που απομακρύνθηκαν από το Θεό,

Επομένως, η αρχή του κακού έγκειται στην ελευθερία των όντων. Είναι γι’ αυτό που το κακό είναι αδικαιολόγητο· διότι δεν έχει άλλη αρχή από την ελευθερία του όντος που το διαπράττει. «Δεν υπάρχει κακό, ή μάλλον αυτό υπάρχει μόνο κατά τη στιγμή που αυτό διαπράττεται» γράφει ο Διάδοχος Φωτικής, και ο Γρηγόριος ο Νύσσης υπογραμμίζει την αντιφατικότητα αυτού που υποκύπτει στο κακό· υπάρχει μέσα στην ανυπαρξία.

Τοιουτοτρόπως ο άνθρωπος έχει παραχωρήσει ένα μέρος της θέλησής του στο κακό, και το έχει εισαγάγει στον κόσμο. Αναμφίβολα ο άνθρωπος, ο οποίος ήταν φυσικά προδιατεθειμένος να γνωρίσει και να αγαπήσει το Θεό, έχει επιλέξει το κακό επειδή αυτό του είχε υποδειχθεί: αυτός είναι ακριβώς ο ρόλος του όφεως, Το κακό στον άνθρωπο, και διά του ανθρώπου στο γήινο κόσμο, εμφανίζεται έτσι συνδεδεμένο με μια μίανση: αλλά αυτή η μίανση δεν είναι καθόλου αυτόματη· δεν θα μπορούσε να μεταδοθεί παρά μόνον μέσον μιας ελεύθερης συναίνεσης της ανθρώπινης θέλησης. Ο άνθρωπος έχει δεχθεί να επιτρέψει στον εαυτό του να εξουσιαστεί.

Όμως το κακό έχει την αρχή του στους αγγελικούς κόσμους και αξίζει να σταματήσουμε εδώ.

Οι άγγελοι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σαν «ασώματα πνεύματα». Αν και καλούνται έτσι από τους Πατέρες και στη λειτουργία, δεν είναι «αμιγή πνεύματα». Υπάρχει μια αγγελική «σωματικότητα» η οποία μπορεί να γίνει και ορατή. Αν και η ιδέα της «σωματικότητας» των αγγέλων στη Δύση τερματίσθηκε με το θρίαμβο του Θωμισμού, οι Φραγκισκανοί του μεσαίωνα, όπως ο διάσημος Βonaventura, υπεστήριζε την αντίθετη άποψη. Και στη Ρωσία το δέκατο ένατο αιώνα, ο Ιγνάτιος Βrianchaninov υπεραμύνθηκε της αγγελικής «σωματικότητας» ενάντια του Θεοφάνους του Εγκλείστου. Εν πάση περιπτώσει, οι άγγελοι δεν έχουν βιολογικές καταστάσεις παρόμοιες με τις δικές μας, και δεν γνωρίζουν ούτε θνητότητα ούτε αναπαραγωγή. Δεν έχουν «χιτώνες δερμάτινους».

Η ενότητα του αγγελικού κόσμου είναι εντελώς διαφορετική από τη δική μας. Κάποιος μπορεί να μιλά για το «ανθρώπινο είδος», δηλαδή τα αναρίθμητα πρόσωπα που έχουν την ίδια φύση. Αλλά οι άγγελοι, που είναι επίσης πρόσωπα, δεν έχουν ενότητα φύσεως. Κάθε ένας είναι μία φύση, ένα νοητό σύμπαν. Η ενότητά τους είναι τοιουτοτρόπως ανόργανος και, θα μπορούσε να πει κάποιος κατ’ αναλογία, αφηρημένη: όπως την ενότητα της πόλης, της χορωδίας, του στρατού, ενότητα υπηρεσίας, λειτουργίας, δοξολογίας, εν συνόψει, ενότητα αρμονίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ένας θα μπορούσε να αναγνωρίσει αξιοσημείωτες ομοιότητες ανάμεσα στη μουσική και τα μαθηματικά αφ’ ενός, και των αγγελικών κόσμων αφ’ ετέρου.

Το αγγελικό σύμπαν επομένως θα προσέδιδε στο κακό άλλες διαστάσεις από τις δικές μας. Το κακό που διαπράχθηκε από τον Αδάμ μπορούσε να μολύνει ολόκληρη την ανθρώπινη φύση. Αλλά η επιβλαβής συμπεριφορά ενός αγγέλου παραμένει προσωπική: έδώ το κακό κατά κάποιο τρόπο εξατομικεύεται. Εάν υπάρχει μόλυνση, αυτή είναι διά του παραδείγματος, διά της επιδράσεως που ένα πρόσωπο μπορεί να ασκήσει πάνω σε άλλους. Έτσι ο Εωσφόρος έβαλε σε πειρασμό άλλους αγγέλους, αλλά δεν έπεσαν όλοι· ο όφις ανέτρεψε το ένα τρίτο των αστέρων, λέγει η Αποκάλυψη συμβολικά.

Το κακό επομένως έχει την αρχή του στην πνευματική αμαρτία του αγγέλου. Και η συμπεριφορά του Εωσφόρου αποκαλύπτει σε μας τη ρίζα κάθε αμαρτίας: την υπερηφάνεια σαν εξέγερση ενάντια του Θεού. Εκείνος που πρώτος κλήθηκε για την κατά χάρη θέωση θέλησε να γίνει ο ίδιος Θεός. Έτσι η ρίζα της αμαρτίας είναι η δίψα για αυτοθέωση, η αποστροφή της χάριτος. Παραμένοντας εξαρτημένο από το Θεό όσον αφορά αυτήν την οντότητά του, εφόσον η οντότητά του δημιουργήθηκε από το Θεό, το πνεύμα που στασίασε αποκτά συνεπώς ένα μίσος για το ον, μία μανία καταστροφής, μία δίψα για ένα απραγματοποίητο μηδέν. Επειδή μόνο ο γήινος κόσμος παραμένει ανοικτός σ’ αυτόν, προσπαθεί εδώ να καταστρέψει το θείο σχέδιο, και αφού απέτυχε να εκμηδενίσει τη δημιουργία, προσπαθεί να την παραμορφώσει. Το δράμα που άρχισε στους ουρανούς συνεχίζεται στη γη, καθώς οι πιστοί άγγελοι κλείνουν τις πύλες του ουρανού ανυποχώρητα στους πεσόντες αγγέλους.

Ο όφις στη Γένεση είναι ο Σατανάς, όπως επίσης και ο «αρχαίος δράκων» της Αποκάλυψης. Είναι παρών στο γήινο Παράδεισο ακριβώς επειδή ο άνθρωπος πρέπει να υποστεί την «πείρα», τη δοκιμασία της ελευθερίας. Η πρώτη εντολή, η εντολή να μη αγγίξουν το δένδρο, εντοπίζει την ανθρώπινη ελευθερία, και ακολουθεί την ίδια τάξη ιδεών που ο Θεός επιτρέπει την παρουσία του όφεως. Το «η πίστις κάνει την αμαρτία ζωντανή», που αναφέρεται εμφαντικά από τον Παύλο, αυτό δηλώνει. Ο Θεός δίνει την πρώτη εντολή και αμέσως ο Σατανάς ενσπείρει την ανυπακοή. Στην πραγματικότητα ο καρπός από μόνος του ήταν καλός, αλλά όλα εξαρτώνται από την προσωπική σχέση του ανθρώπου και του Θεού. Και όταν η Εύα βλέπει ότι το δένδρο είναι ωραίο, παρουσιάζεται μια αξία έξω του Θεού. «Θα γίνετε όπως το Θεό», λέει ο όφις. Δεν εξαπατά πλήρως τον άνθρωπο: γιατί ο άνθρωπος καλείται για τη θέωση. Αλλά εδώ το «όπως» υποδηλώνει ισότητα, μέσον της εχθρότητας, γι’ αυτόν που εξεγείρεται ενάντια στο Θεό: αυτόνομος θεός ενάντια του Θεού, θεός αφ’ εαυτού, θεός του γήινου κόσμου απομονωμένος από το Θεό.

Μια και φαγωθεί ο καρπός, η αμαρτία αναπτύσσεται σε διάφορα στάδια. Όταν ο Θεός καλεί τον Αδάμ, αυτός αντί να κλάψει με τρόμο και να προσπέσει στο δημιουργό του, κατηγορεί τη γυναίκα: «η γυνή ην έδωκας μετ’ εμού», δηλώνει κατηγορηματικά. Έτσι ο άνδρας αρνείται τη δική του ευθύνη, την επιρρίπτει στη γυναίκα, και τελικά στον ίδιο το Θεό. Ο Αδάμ εδώ εμφανίζεται σαν ο πρώτος αιτιοκράτης. Ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος, αυτό αφήνεται να εννοηθεί· η δημιουργία, επομένως ο Θεός, τον έχει οδηγήσει στο κακό.

Από τότε, ο άνθρωπος κατέχεται από το κακό. Η φύση του αφού αποσπάσθηκε από το Θεό, έχει γίνει μη φυσική, αντί-φυσική. Το ανθρώπινο πνεύμα, αφού ανατράπηκε ζωωδώς, προσλαμβάνει την εικόνα της άμορφης ύλης αντί να αντανακλά την αιωνιότητα: η πρώτη ιεραρχία του ανθρωπίνου όντος, που ήταν ανοικτή στη χάρη αλλά την ανέτρεψε μέσα στον κόσμο, ανατράπηκε η ίδια. Το πνεύμα πρέπει να ζει από το Θεό, η ψυχή από το πνεύμα, το σώμα από την ψυχή. Αλλά το πνεύμα αρχίζει να ζει σε βάρος της ψυχής, τρεφόμενο με μη θείες αξίες, όπως η αυτόνομος καλωσύνη και η ωραιότητα την οποία ο όφις αποκάλυψε στη γυναίκα όταν επέσυρε την προσοχή της προς το δένδρο. Με τη σειρά της, η ψυχή ζει σε βάρος του σώματος, και γεννιούνται τα πάθη. Τελικά το σώμα ζει σε βάρος του γήινου σύμπαντος, φονεύει για να τραφεί και έτσι βρίσκει το θάνατο.

Όμως ο Θεός, και εδώ κείται το όλο μυστήριο των «δερμάτινων χιτώνων», εισάγει μια ορισμένη τάξη σ’ αυτό το κέντρο της αταξίας, για να αποφευχθεί μια ολοκληρωτική αποσύνθεση από το κακό. Η αγαθοεργός βουλή Του οργανώνει και συντηρεί το σύμπαν, η τιμωρία του είναι παιδαγωγική: είναι καλύτερα ο άνθρωπος να πεθάνει, δηλαδή να αποκλεισθεί από το δένδρο της ζωής, παρά να παραμείνει αιώνια εκείνη η τερατώδης κατάστασή του. Το ίδιο το πε­περασμένο του θα προετοίμαζε τη μετάνοια μέσα του, δηλ. τη δυνατότητα μιας νέας αγάπης. Αλλά το σύμπαν, που προστατεύεται μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν είναι μ’ όλα ταύτα ο αληθινός κόσμος· αυτή η τάξη όπου υπάρχει θάνατος παραμένει μια καταστροφική τάξη. «Η γη είναι καταραμένη εξ αιτίας του ανθρώπου», και αυτή η ωραιότητα του κόσμου γίνεται αμφίβολη.

Ο αληθινός κόσμος, η πραγματική φύση επικυρώνεται μόνο από τη χάρη. Είναι γι’ αυτό που η αμαρτία ανοίγει το δράμα της απολύτρωσης. Ο δεύτερος Αδάμ θα επιλέξει το Θεό ακριβώς εκεί, όπου ο πρώτος Αδάμ είχε επιλέξει τον εαυτό του: ο Σατανάς θα έλθει στο Χριστό μετά τη βάπτισή Του και θα του προσφέρει τον ίδιο πειρασμό. Αλλά τρεις φορές ο πειρασμός θα αποκρουσθεί από τις ενωμένες θελήσεις του Θεού και του ανθρώπου.

(Μετάφραση: Χρίστος Ελευθερίου. – Περιοδικό Ορθόδοξη Μαρτυρία, Έκδοση Παγκυπρίου Συλλόγου Ορθοδόξου Παραδόσεως «Οι Φίλοι του Αγίου Όρους», Λευκωσία)

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Νεανίσκε, σοι λέγω...



Μία συνάντηση μεγάλης σημασίας γίνεται κατά τη διήγηση της περικοπής Λουκ. 7, 11-16, στην πύλη της πόλεως Ναΐν της Γαλιλαίας: Η πομπή που συνοδεύει το νεκρό παιδί μιας χήρας γυναίκας στον τάφο (αργά το απόγευμα κατά τις παλαιστινές συνήθειες) συναπαντιέται με την συνοδεία του Χριστού· ο Αρχηγός της ζωής συναντά μπροστά του το θάνατο· το σβήσιμο κάθε ελπίδας βρίσκεται αντιμέτωπο μ’ Αυτόν που είναι η ελπίδα, η ζωή και το μέλλον του κόσμου. Σε μια τέτοια συνάντηση ασφαλώς νικητής είναι ο ισχυρότερος, αυτός που πατά το θάνατο, διαλύει τη θλίψη του και δείχνει προς την ανατολή ενός νέου κόσμου. Μόνον Αυτός έχει τη θεία αυθεντία και εξουσία να προφέρει τη φράση που διαβάζομαι στην περικοπή μας: «Νεανίσκε, σοι λέγω· εγέρθητι». Είναι μία διαταγή της ζωής προς το θάνατο, μία πρόσκληση του νικητή της ζωής προς τον ηττημένο από το θάνατο άνθρωπο.

Ο θάνατος προέρχεται από την αποτυχία του ανθρώπου, την επανάσταση  κατά του Θεού, την προβολή του εγώ του σαν κέντρο του παντός· το εγώ τονίζεται και αυτοεπιβεβαιώνεται με κάθε τρόπο μέσα στη ζωή, γιατί φοβάται την εξαφάνισή του και τον εκμηδενισμό του από το θάνατο. Έτσι ή παραβλέπει κανείς αλαζονικά την αργά ή γρήγορα επερχόμενη καταστροφική παρουσία του θανάτου και αιφνιδιάζεται απροετοίμαστος γι’ αυτή τη συνάντησή του, ή την φοβάται διαρκώς και η ζωή έτσι καταντά ένας παθολογικός τρό μος στη σκέψη ότι κάποτε θα τελειώσει. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε μια αρνητική και μηδενιστική θεώρηση του μεγάλου αυτού γεγονότος της υπάρξεώς μας που λέγεται θάνατος.

Η φιλοσοφία της εποχής μας έδωσε πολλές όψεις και περιγραφές του τρομακτικού βιώματος που αισθάνονται οι άνθρωποι στη σκέψη του θανάτου και της φοβίας που παραλύει τη ζωή τους από τον βέβαιο ερχομό του.

Η Αγία Γραφή όμως, όσες φορές αναφέρει το θάνατο, δεν το κάνει για να τρομοκρατήσει τους ανθρώπους ή για να τους δείξει, το μάταιο και ανούσιο κάθε προσπάθειάς τους αφού το τέρμα θα είναι αναπόφευκτα ο τάφος· απεναντίας ενδιαφέρεται να υπογραμμίσει τη νέα πραγματικότητα που ξεπερνά και κατανικά το θάνατο, ενδιαφέρεται να δείξει ότι ο θάνατος έχασε το κεντρί του από τη στιγμή που ο Υιός του Θεού καταπάτησε το θάνατο με την ανάστασή του. Η ζωή και η ανάσταση είναι το κεντρικό θέμα των βιβλίων της Κ. Διαθήκης και όχι ο θάνατος και η αγωνία που αυτός προκαλεί.
Όποιος βρίσκεται κοντά στον αναστημένο Χριστό, και ζει την παρουσία του μέσα στην Εκκλησία, ουσιαστικά βέβαια και όχι τυπικά, αυτός δεν αγωνιά μπροστά στην ιδέα του θανάτου, γιατί ξέρει ότι η ζωή είναι ένα θαύμα του Θεού, μια προσφορά αγάπης, ένα δώρο αιώνιο που με κανένα τρόπο δεν μπορεί να εκμηδενισθεί από τις φθοροποιές δυνάμεις της κακίας, του μίσους και τις καταστροφής που εκπροσωπεί ο θάνατος.

Η παρουσία του Χριστού γεμίζει τη ζωή του πιστού με τέτοια πληρότητα και αφθονία, ώστε ο θάνατος να μη μπορεί να σημαίνει παρά πέρασμα από το μυστήριο στην πραγματικότητα, ολοκλήρωση της ζωής και άνοιγμα προς νέους κόσμους. Η ύπαρξη του ανθρώπου, όταν φωτίζεται από το φως της θείας αγάπης και όταν θερμαίνεται με την ελπίδα της αναστάσεως, αποκτά καινούργιες δυνατότητες δημιουργικής οράσεως, γίνεται εστία χαράς, και εκπροσωπεί ήδη τη νέα μελλοντική πραγματικότητα της ζωής μέσα σ’ ένα κόσμο που βασιλεύει η οσμή του θανάτου.

Το «νεανίσκε, σοι λέγω· εγέρθητι» είναι η ελπιδοφόρα και γεμάτη ζωή προσταγή του Χριστού. Όταν τέτοιες καινούργιες δυνατότητες ελπίδας και ζωής προσφέρονται στον άνθρωπο, είναι επικίνδυνο γι’ αυτόν να συνεχίζει να αναπνέει την απελπιστική ατμόσφαιρα του θανάτου. Γιατί, χωρίς την ελπίδα η ζωή στενεύει πολύ, χάνει τις πραγματικές διαστάσεις της, εκμηδενίζεται· με άλλα λόγια κυριαρχείται εξ  ολοκλήρου από την αγωνία και τον τρόμο του θανάτου. Αντίθετα, με την ελπίδα και αυτός ο θάνατος αλλάζει όψη, χάνει τις τρομακτικές διαστάσεις του και παρουσιάζεται σαν ένας συγκλονιστικός μεν οπωσδήποτε, όχι όμως και τελικός σταθμός της ζωής.

(Ιωαν. Δ. Καραβιδόπουλου, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου, «Οδός Ελπίδας»-Μηνύματα από τα Ευαγγέλια των Κυριακών,  σ. 16-18)

Το βλέμμα του δαρμένου σκύλου

Η χαμένη τιμή του χλιδόφτωχου. Η συντριβή του συστήματος και το τέλος του διεστραμμένου «εγώ»

Από τον Κώστα Βαξεβάνη

Χειρότερο απ’ το βλέμμα ενός δαρμένου σκύλου είναι το βλέμμα ενός ανθρώπου σαν δαρμένου σκύλου. Το βλέμμα του φόβου που δεν τον φιλτράρει η λογική, που δεν τον αναιρεί καμιά ελπίδα. Δεν υπάρχει χειρότερος φόβος απ’ τον αόριστο φόβο. Δεν ξέρεις τι πρέπει να φοβάσαι και καταλήγεις να φοβάσαι τα πάντα. Λίγο πριν απ’ το τέλος, φοβάσαι τον φόβο σου και καταλήγεις να φοβάσαι τον εαυτό σου.

Γέμισαν οι δρόμοι τέτοια βλέμματα. Άνθρωποι που δεν ξέρουν τι πρέπει να φοβούνται, σαν τα σκυλιά που περιμένουν το χτύπημα.

Πού πάμε; Τι θα μας συμβεί; Κανένας δεν μπορεί ν’ απαντήσει αλλά και κανένας δεν θέλει. Τι κακό θα συμβεί; Θα χάσουμε τη δουλειά μας, το σπίτι; Θ’ αναγκαστούμε να ζήσουμε με λιγότερα; Η τηλεόραση 52 ιντσών δεν θα προσφέρει καμιά απόλαυση; Θ’ αναγκαστούμε να ψάχνουμε στα σκουπίδια; Θα είμαστε υποχρεωμένοι να πίνουμε ρετσίνα με τον γείτονα που δεν γνωρίζουμε καν, όπως σ’ εκείνες τις ταινίες με τον Ρίζο και τη Βλαχοπούλου; Υπάρχει περίπτωση να χτυπήσει η πόρτα και να είναι ο διπλανός που ζητάει ένα λεμόνι; Ποιο απ’ όλα είναι το δικό μας σενάριο;

Δεν είμαι σίγουρος πως η πτώχευση είναι η καταστροφή της Ελλάδας. Προσπαθώ να καταλάβω τι είναι αυτό που θα πτωχεύσει. Η Παιδεία των προσωπικών Πανεπιστημίων και της κομματικής συναλλαγής; Οι εφορίες της διαφθοράς; Τα νοσοκομεία με το φακελάκι; Μήπως θα συντριβεί το πολιτικό μας σύστημα, αυτή η μεγάλη αποθήκη με ψεύτες, φαφλατάδες και ανεπάγγελτους; Θ’ αναγκαστεί ο Δημήτρης Ρέππας να γίνει οδοντογιατρός, ο Καραμανλής δικηγόρος και ο Βενιζέλος αδύνατος; Ποια, αλήθεια, είναι η μεγάλη καταστροφή που φοβόμαστε;

Υπάρχουν πολλά που θα χάσουμε, αλλά δεν ξέρω αν είναι αυτά που δικαιούμαστε και πολύ περισσότερο αυτά που χρειαζόμαστε. Στη γειτονιά μου θα κλείσουν τα 7 καταστήματα μανικιούρ-πεντικιούρ και τα 6 κομμωτήρια και θα μείνει μόνο ο ένας φούρνος που θα πουλάει είδος ανάγκης: ψωμί. Οι κυρίες θα πάψουν να ισορροπούν επικίνδυνα πάνω σε αφόρετες γόβες και τεχνητές επιθυμίες. Οι τράπεζες δεν θα έχουν διακοποδάνεια. Ο Ρέμος δεν θα βρίσκει κανέναν να του ρίξει δυο γαρύφαλλα. Η Φιλιππινέζα δεν θ’ αναθρέφει πια τα παιδιά. Οι σύγχρονες μανάδες ίσως δεν θ’ αναφωνούν «δεν αντέχω», γιατί θ’ ανακαλύψουν τη σημασία και της λέξης και της αντοχής. Τα παιδιά μας, όταν βγάζουν με 10 το λύκειο, θα πηγαίνουν σε κάποια τεχνική σχολή και όχι στο ιδιωτικό Πανεπιστήμιο του Λονδίνου που αναλαμβάνει να βαφτίσει τους κατιμάδες επιστήμονες με το αζημίωτο.

Ίσως χρησιμοποιούμε το κινητό τηλέφωνο όπως σε όλη την Ευρώπη, για να επικοινωνούμε και όχι για να εξευτελιζόμαστε. Το «ουάου» θα πάψει να είναι το υποκατάστατο του οργασμού στις κουβέντες που ψάχνουν την επιβεβαίωση της ανοησίας. Μπορεί να ψάξουμε περισσότερο τον πραγματικό οργασμό, μαζί με τους κανονικούς ανθρώπους που θα μας κάνουν να τους εκτιμάμε. Θ’ αρχίσουμε να αξιολογούμε ποιος είναι ικανός και χρήσιμος και όχι αναγνωρίσιμος. Οι μανάδες δεν θα ζητάνε αυτόγραφο από την Τζούλια για τις κόρες τους.

Πιο πολύ, νομίζω, θα καταστρέψουμε με τα χέρια μας εκείνο το διεστραμμένο «εγώ» που επιμένει να μας αξιολογεί και να μας συγκρίνει με βάση τις πισίνες, τη μάρκα του αυτοκινήτου και τις κακόγουστες καρό ταπετσαρίες που φοράμε επειδή γράφουν Burberry. Μπορεί να μη θέλουμε πια να γίνουμε πλούσιοι, αλλά ουσιαστικοί. Μπορεί ίσως και ν’ αγαπηθούμε περισσότερο, ανακαλύπτοντας τη συλλογικότητα και το ενδιαφέρον για μια ζωή που είναι κοινή. Οι επιπόλαιοι θα ξαναγίνουν επιπόλαιοι και δεν θα είναι πια τρέντι.

Οι αγρότες θα επιστρέψουν στα χωράφια. Και οι Ουκρανές, που έτρωγαν τις ψεύτικες επιδοτήσεις, στα σπίτια τους. Στα καφενεία των χωριών θα συζητάνε ξανά ποιο παιδί πρόκοψε και όχι ποιο πήγε σε ριάλιτι. Οι DJs, οι image makers, οι κουρείς σκύλων, ίσως χρειαστεί να βρουν μια άλλη δουλειά.

Το σύστημα της αξιολόγησής μας θ’ αλλάξει και ίσως απαιτήσουμε πραγματικά να τιμωρηθούν αυτοί που τα έφαγαν. Παρουσία μας, πάντα. Ίσως δεν ξαναψηφίσουμε εκείνους που μας έφεραν σε αυτήν τη θέση. Και ίσως καταλάβουμε πως τα κοράκια του εξτρεμιστικού καπιταλισμού, που φαίνονταν καναρίνια μέσα από τα κουστούμια και τις τηλεοράσεις, ήταν αυτοί που μας εξαπάτησαν την ώρα που ζαλιζόμασταν με Johnnie Black. Ίσως ψάξουμε για μια πιο δίκαια ζωή, χωρίς να μετράμε την απόδοση δίκιου με τη σύγκριση τραπεζικών λογαριασμών.

Μπορεί ξαφνικά οι καλλιτέχνες ν’ αρχίσουν να παράγουν κι αυτοί, πατώντας σε αυτό που είναι ζωή και όχι στις κρατικές επιδοτήσεις, σαν να πουλάνε βαμβάκι, και στις δημόσιες σχέσεις.

Δεν είμαι σίγουρος πως όλα αυτά είναι κακά. Ναι, θα υπάρξουν χιλιάδες άνεργοι. Θα χτυπηθεί το Δημόσιο. Αυτό που βρίζουμε όλοι πως είναι αντιπαραγωγικό, μας ταλαιπωρεί και δεν μας εξυπηρετεί. Θ’ απολυθούν κάποιοι απ’ αυτούς που μπήκαν με ρουσφέτι, γλείψιμο, αναξιοπρέπεια.Τα επαρχιακά μουσεία της χώρας δεν θα έχουν δέκα κηπουρούς, θα καταργηθούν οι «Οργανισμοί Αναξιοπαθούντων Κορασίδων» και οι «Πολιτιστικοί σύλλογοι για τη σουρεαλιστική προσέγγιση της ζωής του Λάμπρου Κατσώνη». Οι ανύπαντρες κόρες αξιωματικών δεν θα παίρνουν επίδομα. Και όσες απ’ αυτές είναι επώνυμες δεν θα είναι «κατά του γάμου από άποψη», για να παίρνουν το επίδομα.

Φοβάμαι, όπως όλοι. Αλλά θέλω και να συντριβεί ένα σύστημα που αναπαράγει τη σαπίλα. Που βαφτίζει Δημοκρατία τον διεφθαρμένο του εαυτό, Δικαιοσύνη την ατιμωρησία του κι ευτυχία την κενότητα και τον ευδαιμονισμό. Φοβάμαι. Γι’ αυτό θέλω να τελειώνουμε.

veriablogs.gr/

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011



Η θρυλική ομιλία Τζομπς στο Στάνφορντ

Είναι τιμή μου που είμαι μαζί σας σήμερα στην τελετή αποφοίτησής σας από ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια στον κόσμο. Για να σας πω και την αλήθεια, αυτό είναι το πλησιέστερο που έχω φτάσει ποτέ σε τελετή αποφοίτησης. Σήμερα, θέλω να σας πω τρεις ιστορίες από τη ζωή μου. Αυτό, όλο κι όλο. Τίποτα σπουδαίο. Απλώς τρεις ιστορίες.

Η πρώτη έχει να κάνει με το πώς να ενώνεις σημεία.

Εγώ εγκατέλειψα τις σπουδές μου στο Κολέγιο Reed
 τους πρώτους 6 μήνες, αλλά παρέμεινα εκεί ως drop-in (σ.σ.: που είναι ο φοιτητής ο οποίος αντί για 4 χρόνια, επιλέγει να σπουδάσει μόνο για 2 χρόνια στο πανεπιστήμιο) για άλλους 18 μήνες, οπότε και τα παράτησα οριστικά. Γιατί το έκανα αυτό, λοιπόν;

Όλα άρχισαν προτού καν γεννηθώ
. Η βιολογική μου μητέρα ήταν πολύ νέα, ανύπαντρη φοιτήτρια, και αποφάσισε να με δώσει για υιοθεσία. Πίστευε πολύ βαθιά ότι θα έπρεπε να υιοθετηθώ από απόφοιτους πανεπιστημίου, από μορφωμένους ανθρώπους δηλαδή, και έτσι όλα είχαν κανονιστεί ώστε μόλις γεννιόμουν να με υιοθετούσαν ένας δικηγόρος και η γυναίκα του. 

Μόνο που, μόλις βγήκα από τη κοιλιά της μητέρας μου
, οι δύο αυτοί άνθρωποι αποφάσισαν την τελευταία στιγμή ότι ήθελαν κορίτσι. Έτσι, λοιπόν, οι σημερινοί μου γονείς, οι οποίοι ήσαν σε λίστα αναμονής τότε, έλαβαν ένα τηλεφώνημα στη μέση της νύχτας και άκουσαν κάποιον να τους λέει: «Έχουμε, αναπάντεχα, ένα νεογέννητο αγόρι. Το θέλετε;». Και είπαν: «Βεβαίως». 



Η βιολογική μου μητέρα ανακάλυψε αργότερα ότι η θετή μου μητέρα ποτέ δεν είχε αποφοιτήσει από κανένα πανεπιστήμιο, και ότι ο θετός μου πατέρας δεν είχε αποφοιτήσει καν από γυμνάσιο. Έτσι, αρνήθηκε να υπογράψει τα έγγραφα στα οποία χρειαζόταν η συμφωνία της ώστε να οριστικοποιηθεί η υιοθεσία μου. Υποχώρησε, όμως, λίγους μήνες αργότερα, όταν οι θετοί μου γονείς υποσχέθηκαν ότι κάποια μέρα θα με έστελναν σε πανεπιστήμιο. Να μορφωθώ.

Πράγματι, 17 χρόνια μετά, πήγα για σπουδές σε πανεπιστήμιο.
 Αλλά πολύ αφελώς, επέλεξα ένα πανεπιστήμιο το οποίο ήταν σχεδόν όσο ακριβό είναι και το Στάνφορντ, και έτσι όλες οι οικονομίες των σκληρά εργαζομένων γονιών μου ξοδεύονταν για τα δίδακτρά μου. Έπειτα από 6 μήνες, όμως, δεν είχα ειλικρινή απάντηση στο ερώτημα εάν άξιζε τον κόπο οι γονείς μου να ξοδεύουν τόσα χρήματα για να σπουδάζω εγώ. Δεν έβλεπα να είχε αξία αυτή η επένδυσή τους.

Δεν είχα ιδέα τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου
. Και δεν είχα ιδέα εάν η πανεπιστημιακή ζωή θα με βοηθούσε να βρω την απάντηση. Κι όμως, ήμουν εκεί, και σπούδαζα, ξοδεύοντας όλα τα χρήματα που οι γονείς μου είχαν εξοικονομήσει ολόκληρη ζωή.

Έτσι, λοιπόν, πήρα μια μέρα την απόφαση να εγκαταλείψω τις σπουδές
, πιστεύοντας ειλικρινά ότι όλα θα τακτοποιηθούν και ότι θα βρω τελικά το δρόμο μου. Ήταν σχεδόν τρομακτικό, τότε, αυτό που έκανα, αλλά καθώς κοιτάζω πίσω τώρα, νομίζω πως ήταν μία από τις καλύτερες αποφάσεις που πήρα ποτέ. 

Τη στιγμή που εγκατέλειψα το κανονικό πρόγραμμα σπουδών
, σταμάτησα να παρακολουθώ τα υποχρεωτικά μαθήματα που δεν με ενδιέφεραν και άρχισα να πηγαίνω σ' εκείνα που μου φαίνονταν πιο ενδιαφέροντα. Κατ' επιλογήν.

Δεν ήταν όλα ωραία, εύκολα και ρομαντικά τότε
. Δεν είχα δικό μου δωμάτιο στη φοιτητική εστία, κοιμόμουν στο πάτωμα των δωματίων μερικών φίλων μου, πήγαινα σε σουπερμάρκετ και τους επέστρεφα γυάλινες μπουκάλες Κόκα Κόλα και έπαιρνα 5 σεντς τη μία και αγόραζα κάτι να φάω, και περπατούσα 7 μίλια από τη μία άκρη της πόλης στην άλλη κάθε Κυριακή βράδυ για να πάρω δωρεάν ένα πιάτο καλό φαγητό που μοίραζαν σε κάποιο ναό των Χάρε Κρίσνα. 

Κι όμως, τα λάτρευα όλ' αυτά
. Και όσα πράγματα ανακάλυψα τυχαία, ακολουθώντας την περιέργεια και τη διαίσθησή μου, αργότερα αποδείχτηκαν ανεκτίμητα. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα:

Το Κολέγιο Reed, εκείνον τον καιρό
, διέθετε την πιο καλή σχολή καλλιγραφίας σε όλη τη χώρα. Σε όλη τη πανεπιστημιούπολη, κάθε αφίσα, κάθε ταμπέλα σε κάθε ντουλάπα ή συρτάρι καθηγητή, λέκτορα ή φοιτητή ήταν γραμμένη στο χέρι με την πιο όμορφη καλλιγραφία. 

Εγώ, επειδή είχα παραιτηθεί από το κανονικό πρόγραμμα σπουδών 
και έτσι δεν ήμουν αναγκασμένος να παρακολουθώ τα υποχρεωτικά μαθήματα, αποφάσισα να πάρω το μάθημα της καλλιγραφίας και να μάθω και εγώ να γράφω έτσι ωραία.

Έμαθα, λοιπόν, για τις γραμματοσειρές serif και san serif, 
έμαθα να τροποποιώ το διάστημα μεταξύ διαφόρων συνδυασμών γραμμάτων και έμαθα τι είναι εκείνο που κάνει τη σπουδαία τυπογραφία πραγματικά σπουδαία. Ήταν υπέροχο, ήταν ιστορικό, ήταν καλλιτεχνικά διακριτικό με τρόπο που καμιά επιστήμη δεν μπορεί να συλλάβει, και εγώ το έβρισκα τόσο, μα τόσο συναρπαστικό.

Τίποτα απ' όλα αυτά δεν είχαν βέβαια καμία ελπίδα πρακτικής εφαρμογής στη ζωή μου
. Αλλά δέκα χρόνια αργότερα, όταν σχεδιάζαμε τον πρώτο υπολογιστή Macintosh, όλα όσα έμαθα στο μάθημα της καλλιγραφίας μού ξανάρθαν πάλι. Και τα ενσωματώσαμε όλα στο Mac. Ήταν το πρώτο κομπιούτερ με πραγματικά υπέροχη τυπογραφία. 

Έτσι, εάν δεν είχα παρατήσει εκείνον
 τον κύκλο υποχρεωτικών μαθημάτων στο πρώτο έτος του πανεπιστημίου, το Mac δεν θα είχε ποτέ ούτε τις πολλαπλές γραμματοσειρές ούτε και τα fonts με αναλογικά διαστήματα.

Και μιας και τα Windows απλώς αντέγραψαν το Mac
, είναι πολύ πιθανό, σήμερα που σας μιλάω, κανένα PC να μην είχε αυτές τις εφαρμογές. Εάν δεν είχα παρατήσει τότε τα υποχρεωτικά μαθήματα, δεν θα πήγαινα ποτέ σ' αυτές τις τάξεις καλλιγραφίας και οι προσωπικοί υπολογιστές μπορεί να μην είχαν την υπέροχη τυπογραφία που έχουν σήμερα.

Βεβαίως, ήταν αδύνατον να δω τόσο πολύ μακριά
 όταν σπούδαζα τότε στο πανεπιστήμιο και να συνδέσω τα σημεία. Αλλά δέκα χρόνια μετά, κοιτώντας πίσω, ήταν πλέον πολύ σαφές. Πάλι, δεν μπορείς να συνδέσεις τα σημεία κοιτώντας εμπρός. 

Μπορείς να το κάνεις μόνο εάν κοιτάξεις πίσω εκ των υστέρων
. Έτσι, πρέπει να έχεις εμπιστοσύνη ότι τα σημεία αυτά (ή, τα σημάδια, αν θέλετε), με κάποιον τρόπο, στο μέλλον θα ενωθούν. Πρέπει σε κάτι να έχεις πίστη. Στη διαίσθησή σου, στη μοίρα σου, στη ζωή, στο κάρμα, σε οτιδήποτε. Αυτή η προσέγγιση δεν με πρόδωσε ποτέ, και έχει κάνει όλη τη διαφορά στη ζωή μου.
 
Η δεύτερή μου ιστορία είναι για την αγάπη και την απώλεια.


Ήμουν τυχερός - πολύ νωρίς ανακάλυψα τι ήθελα να κάνω στη ζωή
. Ο Woz κι εγώ ξεκινήσαμε την Apple στο γκαράζ του σπιτιού των δικών μου, όταν εγώ ήμουν 20 χρόνων. Δουλέψαμε σκληρά και σε 10 χρόνια η Apple είχε αναπτυχθεί από μια δουλειά που την κάνανε δύο άνθρωποι μέσα σε ένα γκαράζ σπιτιού σε μια εταιρεία αξίας 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων με περισσότερους από 4.000 υπαλλήλους.

Είχαμε μόλις βγάλει στην αγορά την καλύτερή μας δημιουργία
 -το Macintosh- έναν χρόνο νωρίτερα, κι εγώ μόλις είχα γίνει 30 ετών. Και τότε, με απέλυσαν. Πώς μπορείς να απολυθείς από μία εταιρεία που ξεκίνησες και έστησες εσύ; Ε, καθώς η Apple μεγάλωνε, προσλάβαμε κάποιον που εγώ νόμιζα ότι ήταν ταλαντούχος για να διοικεί την εταιρεία μαζί μου. Και για τον πρώτο σχεδόν χρόνο, τα πράγματα πήγαιναν καλά. 

Αλλά τότε, τα οράματα και τα σχέδιά μας
 για το μέλλον άρχισαν να αποκλίνουν, και τελικά είχαμε μία «έκρηξη», έναν μεγάλο καβγά μεταξύ μας. Όταν συνέβη αυτό, το διοικητικό συμβούλιο τάχθηκε με το μέρος αυτού του ανθρώπου που εμείς είχαμε προσλάβει για να μας ξαλαφρώσει στη διοίκηση της εταιρείας.

Έτσι λοιπόν, στα 30 μου χρόνια, με πέταξαν έξω
. Και μάλιστα με τον πιο «δημόσιο», πιο ταπεινωτικό τρόπο. Ο,τι ήταν έως τότε το επίκεντρο της ενήλικης ζωής μου, γκρεμίστηκε. Και αυτό για μένα ήταν ολέθριο, καταστροφικό.

Για μερικούς μήνες μετά δεν ήξερα τι να κάνω
. Πίστευα πως είχα απογοητεύσει φοβερά όλη την προηγούμενη γενιά των επιχειρηματιών - ότι μου έπεσε η σκυτάλη τη στιγμή που μου την έδιναν για να συνεχίσω.

Συναντήθηκα με τον David Packard και τον Bob Noyce
 και προσπάθησα να απολογηθώ και να τους εξηγήσω γιατί τα είχα κάνει τόσο σκατά. Σκέφτηκα ακόμα να φύγω εντελώς από την Σίλικον Βάλεϊ και να εξαφανιστώ από προσώπου γης.

Αλλά κάτι άρχισε σιγά σιγά να ρίχνει λίγο φως στη ζωή μου
. Αυτό το «κάτι» ήταν ότι αγαπούσα πολύ αυτό που έκανα. Όσα είχαν συμβεί στην Apple, δεν είχαν καν αγγίξει, για μένα, αυτό το «κάτι». Είχα γευτεί την απόρριψη, αλλά ήμουν ακόμα ερωτευμένος.

Και έτσι, αποφάσισα να ξεκινήσω πάλι από την αρχή
. Δεν το έβλεπα τότε, αλλά αποδείχτηκε ότι η απόλυσή μου από την Apple ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να μου είχε συμβεί. Το βάρος τού να είσαι επιτυχημένος αντικαταστάθηκε από την ελαφράδα τού να μπορείς και πάλι να είσαι πρωτάρης και να έχεις για όλα λιγότερη σιγουριά. Η απόλυσή μου με απελευθέρωσε και με βοήθησε να περάσω σε μία από τις πιο δημιουργικές περιόδους της ζωής μου.

Στα επόμενα πέντε χρόνια, ίδρυσα μια νέα εταιρεία, την NeXT
, και ακόμα μία, την Pixar, και ερωτεύτηκα μια καταπληκτική γυναίκα που έμελλε να γίνει και σύζυγός μου. Η Pixar παρήγαγε την πρώτη στον κόσμο ταινία κινουμένων σχεδίων «φτιαγμένων» εξ ολοκλήρου στο κομπιούτερ, το «Toy Story», και είναι σήμερα το πιο επιτυχημένο στούντιο για παραγωγή τέτοιων ταινιών στον κόσμο.

Επίσης, σε μια συγκλονιστική ανατροπή των πραγμάτων
, η Apple εξαγόρασε την NeXT, εγώ επέστρεψα στην Apple και η τεχνολογία που αναπτύξαμε στην NeXT είναι σήμερα στην καρδιά της αναγέννησης της Apple. Και, μαζί με όλα αυτά, η Leurene και εγώ έχουμε μαζί μια θαυμάσια οικογένεια.

Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι τίποτα από όλα αυτά
 δεν θα είχε συμβεί εάν δεν είχα απολυθεί από την Apple. Ήταν ένα φάρμακο με απαίσια γεύση, αλλά νομίζω πως τελικά ο ασθενής το χρειαζότανε. Μερικές φορές η ζωή σε χτυπάει στο κεφάλι με ένα τούβλο. Μη χάνετε την πίστη σας. Είμαι πεπεισμένος ότι το μόνο πράγμα που με κράτησε όρθιο ήταν ότι αγαπούσα πολύ αυτό που έκανα.

Πρέπει λοιπόν και εσείς να ανακαλύψετε τι πραγματικά σας αρέσει
. Και αυτό αφορά και τη δουλειά που θα κάνετε και τον σύντροφο που θα επιλέξετε στη ζωή σας. 

Η εργασία θα γεμίσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής σας
, και ο μόνος τρόπος για να είστε πραγματικά ικανοποιημένοι είναι να κάνετε αυτό που εσείς πιστεύετε ότι είναι μια σπουδαία δουλειά. Και ο μόνος τρόπος για να κάνει κάποιος μια σπουδαία δουλειά είναι να την αγαπήσει. Εάν δεν την έχετε ανακαλύψει ακόμα, μην απογοητευθείτε. Συνεχίστε να ψάχνετε. Μην επαναπαυτείτε. Μην συμβιβαστείτε.

Όπως όλα τα «θέματα της καρδιάς»
, όταν το ανακαλύψετε, θα το αισθανθείτε, θα καταλάβετε ότι «αυτό είναι». Και θα δείτε τότε ότι, όπως κάθε σπουδαία σχέση, έτσι και αυτή, όσο θα περνούν τα χρόνια, θα γίνεται όλο και καλύτερη. Έτσι λοιπόν, συνεχίστε να ψάχνετε έως ότου βρείτε αυτό το «κάτι» που θα ξέρετε ότι είναι το «δικό σας». Μην επαναπαυτείτε.
 
Η τρίτη ιστορία μου έχει να κάνει με το θάνατο.


Όταν ήμουν 17 ετών, διάβασα μια ρήση που έλεγε
: «Εάν ζήσεις κάθε μέρα ωσάν να ήταν η τελευταία σου, κάποια μέρα είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα δικαιωθείς». Μου έκανε εντύπωση αυτή η ρήση, και έκτοτε, για τα τελευταία 33 χρόνια, κάθε πρωί κοιτάζομαι στον καθρέφτη και ρωτώ τον εαυτό μου: «Εάν η σημερινή μέρα ήταν η τελευταία της ζωής σου, θα ήθελα να κάνω αυτό που ετοιμάζομαι να κάνω σήμερα;». Και όποτε η απάντηση ήταν «όχι» για σειρά ημερών, ήξερα αμέσως ότι κάτι έπρεπε να αλλάξω.

Υπενθυμίζοντας στον εαυτό μου ότι «σύντομα θα πεθάνεις»
, βρήκα το πιο χρήσιμο εργαλείο ώστε να παίρνω τις σημαντικότερες αποφάσεις στη ζωή μου. Διότι σχεδόν όλα τα πράγματα -όλες οι εξωτερικές προσδοκίες, όλες οι υπερηφάνειες, όλοι οι φόβοι και οι όλες οι ντροπές για πιθανή αποτυχία- όλα αυτά απλώς γκρεμίζονται, εξαφανίζονται όταν βλέπεις μπροστά σου το θάνατο και μένουν μόνο εκείνα που είναι στ' αλήθεια σημαντικά.

Υπενθυμίζοντας στον εαυτό σου ότι μια μέρα θα πεθάνεις
, είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποφύγεις την παγίδα τού να σκέφτεσαι συνεχώς αυτά που θα χάσεις εάν πάρεις την «άλφα» ή «βήτα» απόφαση. Θυμήσου ότι είσαι ήδη γυμνός. Δεν υπάρχει κανένας λόγος, λοιπόν, να μην ακολουθήσεις αυτό που σου ζητάει η καρδιά σου.

Πριν από περίπου έναν χρόνο, μου ανακοίνωσαν οι γιατροί ότι έχω καρκίνο
. Έκανα MRI (μαγνητική τομογραφία) στις 7.30 το πρωί και έδειξε ξεκάθαρα ότι είχα καρκίνο στο πάγκρεας. Τότε δεν ήξερα καν τι είναι το πάγκρεας. Οι γιατροί μού είπαν ότι ο καρκίνος που είχα εγώ εκεί ήταν σχεδόν αθεράπευτος και ότι θα έπρεπε να αρχίσω να συνηθίζω στην ιδέα ότι δεν μου έμενε περισσότερη ζωή από τριών έως εννέα μηνών. 

Ο προσωπικός μου γιατρός με συμβούλευσε να επιστρέψω 
στο σπίτι και να αρχίσω αμέσως να τακτοποιώ τις «προσωπικές» μου υποθέσεις, μία φράση που χρησιμοποιούν ως κλισέ οι γιατροί αντί να σου πουν «προετοιμάσου να πεθάνεις».

Η «τακτοποίηση προσωπικών υποθέσεων»
 είναι να προσπαθήσεις να πεις, σε ελάχιστους μήνες, στα παιδιά σου όσα νόμιζες ότι είχες άλλα τουλάχιστον δέκα χρόνια για να τους τα πεις. Είναι, επίσης, να μην αφήσεις πίσω σου, πεθαίνοντας, εκκρεμότητες που θα ταλαιπωρήσουν τους δικούς σου ανθρώπους που θα μείνουν πίσω. Σημαίνει, τέλος, αυτό το «τακτοποίηση προσωπικών υποθέσεων», να βρεις τον κατάλληλο χρόνο και τρόπο για να αποχαιρετίσεις τα αγαπημένα σου πρόσωπα.

Ζούσα με αυτήν την καταραμένη διάγνωση κάθε μέρα της ζωής μου.
 Το ίδιο βράδυ που ανακοίνωσαν οι γιατροί ότι είχα καρκίνο, μου έκαναν και βιοψία ενδοσκοπικά, μέσω του λαιμού μου, στο στομάχι και από εκεί στα έντερα, πέρασαν μία βελόνα στο πάγκρεας και πήραν μερικά κύτταρα από τον καρκίνο. 

Εγώ ήμουν σε καταστολή, αλλά η γυναίκα μου
, που ήταν παρούσα, μου είπε ότι όταν είδα οι γιατροί τα κύτταρα κάτω από ένα μικροσκόπιο, άρχισαν να κλαίνε, διότι αποδείχτηκε ότι είχα μια πολύ σπάνια μορφή καρκίνου του παγκρέατος που είναι θεραπεύσιμη με εγχείρηση. Σχεδόν όλες οι άλλες μορφές τέτοιου καρκίνου είναι καταδικασμένες. Έτσι, λοιπόν, με βάλανε στο χειρουργείο, και σήμερα είμαι μια χαρά.

Αυτό ήταν το κοντινότερο που έχω φτάσει στο θάνατο
. Και ελπίζω να είναι το κοντινότερο που θα φτάσω σε αυτόν για τις επόμενες δεκαετίες. Έχοντας ζήσει, λοιπόν, αυτήν την εμπειρία, νομίζω πως μπορώ, με μεγαλύτερη σιγουριά απ' ό,τι όταν ο θάνατος ήταν για μένα απλώς μία «φιλοσοφική ιδέα», να πω ότι:

Κανείς δεν θέλει να πεθάνει
. Ακόμα και οι άνθρωποι που θέλουν να πάνε στον Παράδεισο, δεν θέλουν να πεθάνουν για να φτάσουν εκεί. Και όμως, ο θάνατος είναι ο προορισμός που όλοι μοιραζόμαστε. Κανείς, ποτέ, δεν έχει γλιτώσει από αυτόν. 

Ο Θάνατος είναι, ίσως, η καλύτερη ανακάλυψη της Ζωής.
 Και έτσι, μάλλον, πρέπει να είναι. Ο Θάνατος είναι ο ατζέντης, ο μεσίτης, που σε βοηθά να αλλάξεις τη Ζωή σου, προτού έρθει αυτός να σε πάρει. Ξεκαθαρίζει το παλιό, προετοιμάζοντας το έδαφος για να 'ρθει το καινούργιο. Αυτή την στιγμή που σας μιλάω, το καινούργιο είστε εσείς. Αλλά κάποια μέρα, όχι πολύ μακρινή από τώρα, και εσείς θα εξελιχθείτε σιγά σιγά σε «παλιό», και θα... ξεκαθαριστείτε. Συγχωρήστε με που γίνομαι τόσο δραματικός, αλλά αυτή είναι η απλή αλήθεια.

Ο χρόνος σας είναι περιορισμένος
. Μην τον σπαταλάτε, λοιπόν, ζώντας τη ζωή κάποιου άλλου ανθρώπου. Μην παγιδευτείτε από το δόγμα τού να ζείτε από τα αγαθά της σκέψης ενός άλλου. Μην αφήστε το θόρυβο από την άποψη άλλων ανθρώπων να πνίξει την δική σας, εσωτερική φωνή. Και, το πιο σημαντικό απ' όλα, να έχετε πάντα το θάρρος να ακολουθείτε την καρδιά και το ένστικτό σας. Αυτά τα δύο, κάπως, πάντοτε, γνωρίζουν ήδη τι εσύ θέλεις πραγματικά να γίνεις. Είναι δευτερεύοντα.

Όταν ήμουν νέος, υπήρχε ένα καταπληκτικό δημοσίευμα
 που είχε τίτλο «The Whole Earth Catalog» («Ο κατάλογος όλου του κόσμου»), που ήταν μία από τις βίβλους της δικής μου γενιάς. Τον είχε συντάξει ένας τύπος ονόματι Stewart Brand, που ζούσε όχι μακριά από εδώ, στο Menlo Park, και το ζωντάνεψε με το ποιητικό του άγγιγμα. Αυτό συνέβη στα τέλη της δεκαετίας του '60, πριν από τους προσωπικούς υπολογιστές (personal computers) και το desktop publishing. 

Όλα τυπώνονταν με τη χρήση γραφομηχανών
, ψαλιδιού, και φωτογραφιών από μηχανές Polaroid. Ηταν, ας πούμε, σαν να 'χαμε το Google σε έντυπη μορφή, 35 χρόνια πριν έρθει αυτό που ξέρουμε σήμερα σε ηλεκτρονική: ήταν ιδεαλιστικό και ξεχείλιζε από υπέροχες εφαρμογές και ιδέες.

Ο Στιούαρτ και η ομάδα του έβγαλαν πολλές εκδόσεις του
 «The Whole Earth Catalog», και τότε, όταν είχε κάνει τον κύκλο του, έβγαλαν και μία τελευταία έκδοση. Αυτό συνέβη στα μέσα της δεκαετίας του '70, και είχα τη δική σας ηλικία. Στο οπισθόφυλλο της τελευταίας αυτής έκδοσης υπήρχε μία φωτογραφία που απεικόνιζε το ξημέρωμα σε έναν επαρχιακό δρόμο, ένα δρόμο στον οποίο θα μπορούσατε να βρεθείτε και εσείς κάποια στιγμή, εάν είστε περιπετειώδεις τύποι, να κάνετε οτοστόπ. 

Κάτω από αυτήν τη φωτογραφία
, υπήρχε μια λεζάντα με τα λόγια: «Stay hungry. Stay foolish». Δηλαδή, «Μείνε πεινασμένος. Κάνε την τρέλα σου». Ηταν το αποχαιρετιστήριο μήνυμα της ομάδας του Στιούαρτ, καθώς υπέγραφαν την τελευταία τους έκδοση.

Μείνε πεινασμένος. Κάνε την τρέλα σου. Αυτό ευχόμουν και εγώ πάντοτε για τον εαυτό μου. Και τώρα, καθώς αποφοιτάτε για να αρχίσετε μια καινούρια ζωή, εύχομαι και για σας το ίδιο, ακριβώς, πράγμα: 

Μείνετε πεινασμένοι. Κάντε την τρέλα σας. Σας ευχαριστώ πολύ. 


                             Steve Jobs (1955-2011)