Γιατί η επικείμενη αμερικανική «αντίδραση» δεν έχει να κάνει με το δράμα του συριακού λαού.
Σε κάποια συνοικία της Δαμασκού σιωπηλοί γείτονες μεταφέρουν στο νεκροταφείο πτώματα σε κατάσταση αγκύλωσης που μόνο η χρήση χημικών όπλων Σαρίν μπορεί να εξηγήσει – αέρια που κάνουν τους μυς να πετρώνουν, οδηγώντας το θύμα στην «τσιμεντοποίηση» και στον πιο επίπονο θάνατο που μπορεί να φανταστεί ανθρώπινος νους.
Το δράμα, όμως, αυτών των ανθρώπων δεν παίζει κανέναν ρόλο στην κουβέντα που έχει αναπτυχθεί... στα δυτικά μέσα ενημέρωσης για την επικείμενη αμερικανική «αντίδραση». Το θέμα δεν ήταν ποτέ η Συρία. Το θέμα ήταν, από την οπτική του Πενταγώνου, το Ιράν και, από την οπτική των δυτικών μέσων, το μύθευμα της Δύσης για τον εαυτό της.
Όταν ο Σαντάμ έπνιγε τους Κούρδους στα χημικά, οι ΗΠΑ πάσχιζαν να συγκαλύψουν το έγκλημα. Όταν το Ισραήλ εξαπέλυε βόμβες φωσφόρου εναντίον πολυκατοικιών στη Γάζα, η Δύση έκανε τα στραβά μάτια. Όταν οι αρχές του Μπαχρέιν δολοφονούσαν ιατρικό προσωπικό νοσοκομείου που τόλμησε να περιθάλψει τραυματίες διαδηλωτές, Ευρώπη και Αμερική ασχολούνταν με το πώς δεν θα ματαιωνόταν το Γκραν Πρι της Φόρμουλα 1. Προφανώς, λοιπόν, αν η Ουάσινγκτον, η Άγκυρα και το Παρίσι εξαπολύσουν αεροπορικές επιδρομές εναντίον της Δαμασκού, ο σκοπός δεν θα είναι να τιμωρηθεί ένα έγκλημα.
Για τις ΗΠΑ, το ζητούμενο είναι ένα: πώς θα απομονωθεί το Ιράν, καθώς η Συρία είναι ο μόνος σύμμαχος του καθεστώτος της Τεχεράνης – ο σύνδεσμος που επιτρέπει στο Ιράν, μέσω της Χεζμπολάχ στον Λίβανο και της Χαμάς στην Παλαιστίνη, να επηρεάζει τις εξελίξεις στο Παλαιστινιακό. Μια επίθεση στη Συρία, πέραν του ότι μπορεί να βοηθήσει στην πτώση καθεστώτος βοηθητικού προς το Ιράν, βοηθά την Ουάσινγκτον να πετύχει και κάτι άλλο: την επιβράδυνση, αν όχι τη ματαίωση, της αεροπορικής επίθεσης του Ισραήλ στο Ιράν, την οποία ο κ. Νετανιάχου συνεχώς απειλεί ότι έχει στα σκαριά (μια επίθεση που η Αμερική φοβάται ότι θα την ωθήσει σε καταστάσεις τις οποίες δεν θα μπορεί η ίδια να ελέγξει).
Για το Παρίσι, η επίθεση στη Συρία έχει δύο πλεονεκτήματα: δίνει στον κ. Ολάντ την ευκαιρία να αυξήσει την επιρροή του μεταξύ των νοσταλγών της γαλλικής επικυριαρχίας στην περιοχή και, πιο σημαντικό, να διαφοροποιηθεί, επιτέλους, από το Βερολίνο – υπενθυμίζοντας στην κ. Μέρκελ ότι, παρά το γεγονός ότι η Γαλλία αποτελεί την οικονομική ουρά της Γερμανίας, η χώρα του Ναπολέοντα παραμένει ένα βήμα μπροστά από την τέως Πρωσία στον στίβο της γεωπολιτικής.
Ως προς την Άγκυρα, η Συρία αποτελεί χρυσή ευκαιρία για τον κ. Ερντογάν να καταδείξει την ανεξαρτησία της γεω-πολιτικής του, να αποδείξει πως, παρόλο που δεν διστάζει να εναντιωθεί στις ΗΠΑ για το παλαιστινιακό ή το αιγυπτιακό ζήτημα, η στάση του δεν είναι δογματική, αλλά, αντίθετα, στάση ηθική και συνετή.
Ως προς τη Βρετανία, το Συριακό έδωσε στα κόμματα εξουσίας μια κολυμπήθρα του Σιλωάμ, στην οποία θα μπορέσουν να «ξεπλύνουν» το συλλογικό τους αμαρτωλό παρελθόν σχετικά με την εισβολή στο Ιράκ, που προχώρησε στη βάση ψεμάτων της κυβέρνησης Μπλερ απέναντι σε ένα Κοινοβούλιο έτοιμο να «χάψει» καθένα από εκείνα τα ψέματα.
Πέραν των επιμέρους λόγων της κάθε δυτικής χώρας για τη συμμετοχή ή όχι στην επικείμενη επίθεση κατά της Συρίας, υπάρχει και η εικόνα που έχει η Δύση για τον εαυτό της συλλογικά. Από τον 19ο αιώνα, η Δύση χώριζε τους εγχώριους τυράννους «στους δικούς μας μπάσταρδους» (όπως είχε αναφερθεί ο Ρούσβελτ στον πατέρα Σομόζα) και στους υπόλοιπους. Τους «δικούς της μπάσταρδους» η Δύση τους υπερασπιζόταν μέχρι να έρθει η στιγμή που θα έκρινε ότι είχαν περάσει την ημερομηνία λήξης τους. Κάπως έτσι ήρθε το τέλος των δικών μας χουντικών, του Μανουέλ Νοριέγκα στον Παναμά, του Σαντάμ κ.ά. Η περίπτωση του Άσαντ διαφέρει κάπως, καθώς το συγκεκριμένο καθεστώς «πέρασε» στο αμερικανικό στρατόπεδο στη διάρκεια του πρώτου πολέμου του Κόλπου, επί προεδρίας Μπους του Πρεσβύτερου. Για να το πω απλά, ο μέσος Αμερικανός, αφού «πείστηκε» από τα ΜΜΕ πως οι Άσαντ έγιναν «δικοί τους μπάσταρδοι», κατόπιν έπρεπε να μεταπειστεί πως, εντέλει, δεν ήταν «δικοί τους» – έτσι ώστε να γίνει εφικτός ο βομβαρδισμός της Δαμασκού.
Το προηγούμενο του Σαντάμ, που ήταν εγχειριδιακή περίπτωση τέτοιας μετάλλαξης «δικού τους μπαστάρδου» σε εχθρό της ανθρωπότητας, και η πασιφανής ενίσχυση της Αλ Κάιντα λόγω της εισβολής στο Ιράκ, δημιουργεί πρόβλημα στην αμερικανική κυβέρνηση. Ο μέσος Αμερικανός κατανοεί, μετά το ιρακινό φιάσκο, πως μια εισβολή στη Συρία όχι μόνο θα φέρει δυσβάστακτες απώλειες Αμερικανών στρατιωτών αλλά και πως θα ενισχύσει κι άλλο τους εχθρούς της χώρας. Ο Πρόεδρος Ομπάμα καλείται λοιπόν να πετύχει μια δύσκολη ισορροπία μεταξύ (α) της ευκαιρίας απομόνωσης του Ιράν και εξευγενισμού του κ. Νετανιάχου και (β) της καθησύχασης του μέσου Αμερικανού πολίτη που δεν θέλει ένα νέο Ιράκ.
Το πιο πιθανό αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας εξισορρόπησης αυτών των προβληματισμών θα είναι μια σειρά από αεροπορικές επιδρομές, που το μόνο που θα πετύχουν θα είναι η ενίσχυση των ακραίων Σύριων δολοφόνων. Με πάτημα τα θύματα του αερίου Σαρίν, η Συρία θα γίνει άλλο ένα φθηνό πεδίο βολής πάνω στο οποίο θα ασκείται η δυτική «διπλωματία».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΟΥΦΑΚΗΣ, 5-9-2013