Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

«Δεν φοβάμαι το θάνατο»


Τον περασμένο Αύγουστο φτερούγισε για τον Ουρανό η αγνή ψυχή του 19χρονου Βασιλείου Δαρδανού, από τον Αλίαρτο – Βοιωτίας. Τελευταίος γιος του ευσεβούς Ιερατικού ζεύγους π. Παναγιώτη και Μαργαρίτας, δοκίμασε τον πόνο από τη λεγόμενη επάρατο νόσο λίγο μετά την επιτυχία του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επί ένα χρόνο φοίτησε στο σχολείο του πόνου και πήρε ομολογουμένως άριστα. Το πτυχίο το πήρε από τα χέρια του αγωνοθέτου Χριστού.
 Στη συνέχεια δημοσιεύουμε την προσλαλιά της θεολόγου μητέρας του Μαργαρίτας, κατά την εξόδιο ακολουθία, στην οποία προέστη ο Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας π. Γεώργιος. Η πίστη της θυμίζει μητέρες μαρτύρων και ηρώων.
————————————————————————————————————————–
«Δεν φοβάμαι το θάνατο»
Θέλω να πω ένα λόγο απλό για το Βασίλη μας, που να ταιριάζει στην καθαρότητα της καρδιάς του, στη δυνατή του πίστη, στον τρόπο που περπάτησε την μαρτυρική του πορεία. Σήμερα σας παρακαλούμε, μην ψάχνετε για απαντήσεις λογικές του παρόντος καιρού. Σήμερα σας παρακαλούμε εμείς, η οικογένειά του, αρπάξτε την ευκαιρία να περάσετε στην άλλη λογική, στη σχοινοβασία της πίστης, στην άλλη ανάγνωση της ζωής. Γιατί σ’ αυτή τη διαδρομή ο Βασίλης έτσι περπάτησε και αγάπησε τη δοκιμασία του και μας έλεγε συχνά: «Είναι η καλύτερη χρονιά της ζωής μου, η ασθένεια είναι ευλογία και ευκαιρία».
Και όσο η ασθένεια έφθειρε το νεανικό του σώμα, τόσο ανανέωνε το πνεύμα του και καθάριζε την ψυχή του. Ο μικρότερός μας προπορεύεται σήμερα. Ίσως και ο καλύτερός μας. Και είναι!
Αν και έζησε λίγο, σαν να συμπλήρωσε χρόνια πολλά. Και ο Κύριός μας τον δοκίμασε και τον βρήκε άξιο για τον εαυτό Του. Ο Βασίλης στην αρχή της δοκιμασίας του έλεγε: «Ίσως ο σκοπός της ζωής να είναι η αγιότητα».
Και στο τέλος έλεγε: «Θέλω την αγιότητα. Δεν φοβάμαι τον θάνατο». Μας έλεγε συχνά: «Φοβάμαι, μήπως χάσω τον παράδεισο».
Γι’ αυτό σήμερα, ας σκεφτούμε με τη λογική του Βασίλη, την ξένη για τον κόσμο, αφού γι’ αυτόν είμαστε εδώ, καθώς προπορεύεται όλων μας στην ουράνια πατρίδα. Εμείς, που του κρατήσαμε το χέρι απ’ την αρχή ως το τέλος, ξέρουμε, έχουμε την βεβαιότητα, πως ο Βασίλης μας «μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν», αφού αξιοποίησε και τελειοποίησε στην πολύμηνη δοκιμασία του, όλα του τα χαρίσματα, την υπομονή, την ευγένεια, την ταπείνωση, το ἄριστο ἦθος, μά πάνω από όλα τη βαθιά του πίστη στην πρόνοια του Θεού, στην αγάπη του Θεού.
Μου έλεγε λίγες μέρες πριν φύγει: «Ξέρει Εκείνος, ξέρει, γιατί τα επέτρεψε όλα». Αυτή του την πίστη κληροδοτεί σ’ εμάς. Αυτό μας αφήνει το παιδί μας. Είμαστε ευγνώμονες σήμερα στο Θεό, που μας αξίωσε να κουβαλήσουμε αυτό το Σταυρό, ελάχιστα να μιμηθούμε την αγάπη Του, και που μας έδωσε τη δύναμη, την απόφαση στην καρδιά μας, την εσωτερική ειρήνη να σταθούμε.
Είμαστε ευγνώμονες στο Θεό, που έστειλε το Βασίλη στη ζωή μας, 19 χρόνια πριν, και μας αξίωσε να μεγαλώσουμε ένα παιδί, που μας χάρισε τόσες και μόνο χαρές και στάθηκε τόσο άξια απέναντι στη χάρη του Θεού και τη δέχτηκε στην καλή γη και την καρποφόρησε.
Όμως στην πορεία δεν ήμασταν μόνοι. Η δοκιμασία του παιδιού μας έδωσε στην αγάπη την ευκαιρία να ξεδιπλωθεί μέσα από την προσευχή και τη θερμή συμπαράσταση όλων σας με κάθε τρόπο. Σεβασμιώτατε, επίσκοπε αληθινέ της καρδιάς μας, σας ευχαριστούμε. Δεν μπορώ να πω για ποιό από όλα, από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή. Για όλα. Ο Κύριος γνωρίζει, και εμείς, που γευτήκαμε μίας αληθινής πατρικής παρουσίας.
“Όλους σας, σας ευχαριστούμε. Αυτούς, που κουράστηκαν μαζί μας τις μέρες και τις νύχτες των θεραπειών και του πόνου. Και ιδιαίτερα τους νέους συνεργάτες της εκκλησιαστικής επιτροπής, που σαν αληθινά αδέλφια συνόδεψαν όλο μας τον ανήφορο.
Ευχαριστούμε αυτούς, που ύψωσαν θερμό λόγο ικεσίας στην προσευχή τους για μας να γνωρίζουν, ότι η προσευχή τους μας περιέβαλε ως τείχος απρόσβλητο, σε πολύ δύσκολες στιγμές, που φαίνονταν αξεπέραστες.
Ευχαριστούμε το εξαιρετικό προσωπικό του νοσοκομείου, που αγκάλιασαν το παιδί μας, το φρόντισαν με τόση αγάπη και ευγένεια, του έκαναν πιο εύκολες τις δύσκολες ώρες της νοσηλείας, αφήνοντας και σε μας την γλυκιά αίσθηση, πως το παιδί μας είχε την καλύτερη φροντίδα, που θα μπορούσε να έχει.
Βασίλη, γλυκιά μας λαχτάρα και αγάπη, καλό σου ταξίδι! Σ’ ευχαριστούμε, αγόρι μου γλυκό, για όλα όσα ξέρουμε και γι’ αυτά που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε.
Έσυ, που προπορεύεσαι, τώρα πια ξέρεις, πως παίρνεις το βραβείο της άνω κλήσεως, γιατί το πόθησες κι αγωνίστηκες γι’ αυτό.
Καλόν παράδεισο, αγόρι μου, και καλή αντάμωση στην κοινή μας πατρίδα, να μοιραστούμε μαζί σου αυτό που ήδη προγεύεσαι.
  «Που σου, θάνατε, το κέντρον; Που σου, Άδη, το νίκος;». Χριστός Ανέστη!
Πηγή: Περιοδικό ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΠΤΙΣΤΗΣ, ΤΕΥΧΟΣ 573, σελ. 181-182.-ΟΜΟΘΥΜΑΔΟΝ

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

O Δάσκαλος


"... Διαβαίναμε κάποτε, ανέμελη συντροφιά νεαρών- πριν τόσα χρόνια- από κάποια αλπική κωμόπολη της Eλβετίας που ο χρόνος έσβησε το όνομά της και την ακριβή της τοποθεσία στον ευρωπαϊκό χάρτη. Δεν έσβησε όμως το μνημείο της.
       
Ήταν ένα μπρούτζινο σύμπλεγμα άγνωστου καλλιτέχνη για έναν άγνωστο-σε μας- ήρωα. Ένας μεσόκοπος άντρας, με ρούχα του 19ου αιώνα, προστάτευε κάτω από τα στοργικά ανοιχτά χέρια του ένα παιδάκι που έκανε τα πρώτα του βήματα προς το σχολειό. Aυτό ήταν το ηρώο του τόπου. Tίποτε άλλο.

Ένα συντριβάνι διέγραφε εμπρός του κρυστάλλινες αψίδες δόξης και τιμής που αστραποβολούσαν στον καλοκαιριάτικο ήλιο και ένα μπουκέτο από ταπεινά λουλούδια του βουνού, φρέσκα και απαλά σαν δέρμα παιδιού, ήταν ακουμπισμένα στα πόδια του από άγνωστο χέρι ευλαβικού χωρικού.

Eυτυχισμένη χώρα. Aλλά όχι μακάρια. Aιώνες τώρα έχει να γεννήσει ήρωες του πολέμου. Aυτό δεν την εμπόδισε όμως να σηκώσει μνημεία στη μνήμη άλλων ηρώων. Eιρηνικών. Aυτών που δεν πέφτουν μα λιώνουν καθημερινά στα παράμερα εργαστήρια, στις αίθουσες των σχολείων, στην πρωτοπορία του λαού τους. Που σβήνουν και χάνονται και δε μένει πίσω τους τίποτε άλλο που να τους θυμίζει παρά μονάχα το ανώνυμο, θαλερό έργο τους και μια ανάμνηση παιδική από ένα πρόσωπο χαραγμένο με ρυτίδες και με έγνοιες. H φυγή τους, σαν έρθει με ένα πένθιμο αγγελτήριο θανάτου ή με μια ισχνή σύνταξη που είναι χειρότερη κι απ' τον θάνατο, δε γίνεται αισθητή πουθενά γιατί άλλοι στρατιώτες, το ίδιο γενναίοι, το ίδιο σιωπηλοί, έρχονται από πίσω, μπαίνουν στην πρώτη γραμμή και συνεχίζουν τον πόλεμο ήρεμα, αθόρυβα και ακατάβλητα.
       
Nα είχαμε κι εμείς ένα τόπο πλάι στην στήλη των πεσόντων, τέσσερα μόνο τετραγωνικά μέτρα γης, και να υψώναμε το ηρώο του Aνώνυμου Ήρωα της Eιρήνης. Aν είχαμε μια συνέπεια λογική στην ευγνωμοσύνη μας...
       
Ένα ηρώο για το Δάσκαλο Tης Nεβάσκας- Γιάννη Δελίδη τον λέγανε. Ήρθε η κατοχή κι εκεί πάνω στις κορυφογραμμές του Bίτσι την ένιωθες πιο βαριά και πιο σκληρή. Γιατί ήταν ο αέρας του περήφανου βουνού που σου λόγχιζε την ψυχή με τον πόθο της λευτεριάς, ήταν η πείνα ενός τόπου γυμνού που σου ξέσχιζε το στομάχι και ήταν το μαχαίρι του κομιτατζή που σου κάρφωνε το κορμί. Kράτος εκεί ψηλά δεν υπήρχε- ούτε άλλωστε υπήρξε ποτέ. Tο σχολειό, μεγαλοπρεπέστατη μαρτυρία της λεβεντιάς ενός ευεργέτη- του Γιάννη Nίκου- ήταν κοινοτικό, μισθοί για το δάσκαλο δε φτάνανε από την Aθήνα. Kαι να έφταναν τι να τους έκανε;
       
Tο χωριό είχε ερημώσει από την πείνα. Όσοι μπορούσαν ξεχύθηκαν στον κάμπο σαν τις σιταρήθρες να μαζέψουν κανένα ξεχασμένο σπυρί καλαμπόκι. O δάσκαλος εκεί. Mόνος, κατάμονος, αλλά όρθιος.
       
Aπέναντί του ένα ρουμανικό σχολειό με μια χλιδή τροφίμων και με πέντε μονάχα, τους φτωχότερους, μαθητές.
       
Aπειλές, ιλιγγιώδεις για ένα άδειο από μέρες στομάχι, απόπειρες δωροδοκίας, νυχτερινές ενέδρες, άφησαν τον Δάσκαλο απτόητο.
       
Tα ρούχα του- το θυμάμαι- είχαν λιώσει επάνω του μαζί με το μεγάλο κορμί του. Στα πόδια του φορούσε τσόκαρα τυλιγμένα με τσουβάλια, γιατί τα μοναδικά του παπούτσια είχαν μείνει στο δρόμο του καθήκοντος.
       
Δεν υποχώρησε.
       
Kάθε πρωί έσφιγγε πάνω του τα κουρέλια, χτυπούσε ρυθμικά το σήμαντρο, καμπάνιζε πάνω από το παγωμένο χωριό το τραγούδι της Eλλάδας. Kαι τα παιδιά τρέχανε πάνω στα ισχνά ποδαράκια τους προς αυτόν.
       
-Eδώ είμαι- τους έλεγε. Θα νικήσουμε. Δε θα περάσουν.
       
Kαι δεν πέρασαν. Tο σχολειό έμεινε ανοιχτό σ' όλη την Kατοχή, το ρουμάνικο έκλεισε ελλείψει μαθητών.
       
Σ' όλα εκείνα τα δύσκολα χρόνια ο δάσκαλος σκάλιζε τα βράδια στον κήπο του πατάτες, τις έβραζε και τις έτρωγε. M' αυτές, με τις νερόβραστες πατάτες, κράτησε. Nίκησε κι ύστερα χάθηκε. Kάποια σύνταξη τον τύλιξε στην αφάνεια, τον ξαπόστειλε, απόμαχο στο πατρικό του χωριό. Kανείς δεν ξέρει αν ζει ή αν πέθανε. Όπως τόσοι Δάσκαλοι σ' όλη τη χώρα. Kαι τότε και παλιότερα και τώρα..."

Nίκου Mέρτζου, βορεινά υστερόγραφα
Eκδ. MAΛΛIAPHΣ παιδεία

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

Η ΒΑΡΚΑ



Ένας από τους μεγαλύτερους δασκάλους Ζεν, ο Λιν Τσι, συνήθιζε να λέει: 

“Όταν ήμουν νέος, ήμουν ενθουσιασμένος με την κωπηλασία. Είχα μια μικρή βάρκα, και πήγαινα στη λίμνη μόνος μου. Έμενα εκεί για ώρες ολόκληρες. Κάποτε έτυχε να διαλογίζομαι στη βάρκα μου με κλειστά μάτια, μια όμορφη νύχτα. Τότε πλησίασε μια άλλη βάρκα ακολουθώντας το ρεύμα και χτύπησε τη βάρκα μου. Τα μάτια μου ήταν κλειστά, έτσι σκέφτηκα : Κάποιος είναι εδώ με τη βάρκα του και χτύπησε τη δική μου βάρκα’. Θυμός γεννήθηκε μέσα μου. Άνοιξα τα μάτια μου και ήμουν έτοιμος να πω θυμωμένος κάτι σ’ αυτόν τον άνθρωπο, αλλά τότε συνειδητοποίησα ότι η βάρκα ήταν άδεια! Και δεν υπήρχε τρόπος να εκτονωθεί ο θυμός μου. Προς ποιόν θα τον εξέφραζα; Η βάρκα ήταν άδεια, απλώς έπλεε ακολουθώντας το ρεύμα από μόνη της και ήρθε και χτύπησε τη βάρκα μου. Έτσι δεν υπήρχε τίποτε να κάνω. Δεν υπήρχε δυνατότητα να εκτονώσω τον θυμό μου σε μια άδεια βάρκα”. 

Έτσι ο Λιν Τσι είπε: “Έκλεισα τα μάτια μου. Ο θυμός ήταν εκεί, αλλά δεν μπορούσε να βρει διέξοδο. Έκλεισα τα μάτια μου και απλώς κινήθηκα προς τα πίσω μαζί με τον θυμό. Και η άδεια βάρκα έγινε η συνειδητοποίησή μου. Έφτασα σ’ ένα σημείο μέσα μου εκείνη τη σιωπηλή νύχτα. Εκείνη η άδεια βάρκα έγινε ο δάσκαλός μου. Και τώρα εάν κάποιος έρχεται και με προσβάλλει, γελάω και λέω: Και αυτή η βάρκα είναι επίσης «άδεια». Κλείνω τα μάτια και πηγαίνω μέσα.”

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Η χώρα της μαρμότας

Της Έλενας Ακρίτα
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: "ΤΑ NEA" Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Ο τίτλος η «Χώρα της Μαρμότας» είναι παράφραση του τίτλου της κινηματογραφικής ταινίας «Η Μέρα της Μαρμότας». Μια αλληγορική ιστορία όπου ο ήρωας ξυπνάει κάθε πρωί για να ανακαλύψει ότι πάντα του συμβαίνει το ίδιο με την προηγούμενη. Ζει την ίδια μέρα ξανά και ξανά και ξανά. Η ζωή του επαναλαμβάνεται. Ξανά και ξανά και ξανά. Μέχρι να πάρει κάποτε το μήνυμα. Κάποτε. Μέχρι να αντιδράσει. Κάποτε.

Οταν βαριέσαι μια ερωτική σχέση, χωρίζεις. Οταν βαριέσαι ένα ρούχο, το χαρίζεις. Οταν βαριέσαι ένα χτένισμα το αλλάζεις. Οταν βαριέσαι παιχνίδια τα μοιράζεις.
Οταν βαριέσαι μια χώρα; Τι κάνεις όταν βαριέσαι μια χώρα;
- Τη χωρίζεις;
- Τη χαρίζεις;
- Την αλλάζεις;
- Τη μοιράζεις;

Είμαι Ελληνίδα. Είμαι περήφανη που είμαι Ελληνίδα. Γιατί κι αν δεν ήμουν περήφανη, πάλι Ελληνίδα θα ήμουνα. Δεν είναι να πεις ότι θα είχα βάσιμες ελπίδες να έχω γεννηθεί σε καντόνι. Να είμαι πιχί ελβετίδα υπήκοος. Γιατί τότε το μόνο μου άγχος σε αυτή τη ζωή θα ήταν αν πάει 3 λεπτά μπροστά ή πίσω ο ελβετικός (ΜΟΥ) κούκος. Ή αν σιχαίνομαι την πραλίνα στην ελβετική (ΜΟΥ) σοκολάτα.

Είμαι Ελληνίδα. Γέννημα θρέμμα στη Χώρα της Μαρμότας. Οσα ζω τα έχω ζήσει. Οσα έζησα τα ζω. Ξανά και ξανά και ξανά. Κι εσύ, πατριωτάκι... Εσύ που νόμιζες πως η ανακύκλωση είναι για μπαταρίες, κι όχι για ανθρώπινες ζωές, είσαι απλώς ηλίθιος. Είσαι απλώς κορόιδο. Είσαι απλώς υπήκοος στη Χώρα της Μαρμότας.

Στην ίδια χώρα, στο ίδιο μαιευτήριο, στη διπλανή θερμοκοιτίδα, γεννήθηκαν και οι έλληνες πολιτικοί. Γι' αυτό και δεν έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα να κάνουν τα ίδια λάθη ξανά και ξανά και ξανά. Να τα χρεώνουν στον αντίπαλό τους πολιτικό ξανά και ξανά και ξανά. Να λένε ψέματα ξανά και ξανά και ξανά. Να υπόσχονται τις ίδιες μπαρούφες ξανά και ξανά και ξανά. Να ακυρώνονται από την ιστορία ξανά και ξανά και ξανά. Να μην ιδρώνει το αυτί τους ξανά και ξανά και ξανά. Και να τραβούν προς τη δόξα ξανά. Και ξανά και ξανά.
Αυτοί στη δόξα. Εμείς στη λόξα...

Βαρέθηκα, σιχάθηκα, μπούχτισα, μπάφιασα, άλλο δεν μπορώ. Τη βαρέθηκα πια αυτή τη Χώρα της Μαρμότας: θέλω διαζύγιο και το θέλω τώρα. Αρκετά σκεφτόμουνα «τι θα πει ο κόσμος». Αρκετά έκανα υπομονή «για τα παιδιά». Τώρα πια δεν υπάρχει άλλοθι. Χέστηκα τι θα πει ο κόσμος. Και τα παιδιά μεγάλωσαν. Αποκαταστάθηκαν τα πουλάκια μου, τα μισά άνεργα, τα άλλα μισά ξενιτεμένα!

Δεν αντέχω, θέλω διαζύγιο. Συναινετικό, αυτόματο, ημιαυτόματο, με ταχύτητες, με αερόσακο, με αντιδικία, συκοφαντίες, με κέρατο, με διατροφή - ό,τι να 'ναι! Και - προκειμένου να σε ξεφορτωθώ - σ' τα δίνω όλα! Τα ασημένια κουταλάκια, την τηλεόραση την ελτζί, το σετ μαχαιριών απ' τις τηλεπωλήσεις, της μάνας σου το δαχτυλίδι, τη μάνα σου την ίδια, της θείας σου το γκομπλέν, της θείας σου γενικώς - αï σιχτίρ πια! Πάρ' τα όλα και τσακίσου - δεν με νοιάζει. Θέλω διαζύγιο. Η χώρα αυτή κι εγώ δεν χωράμε πια στο ίδιο σπίτι. Ή αυτή θα φύγει ή εγώ.

Θα μου πεις, τώρα θα φύγεις; Τώρα βρε, πάνω στο καλύτερο; Αφού ώσπου να φτάσεις στην εξώπορτα, θα έχει αρχίσει η ανάπτυξη. Μέχρι το ασανσέρ, θα κάνουν ουρά οι επενδυτές. Μέχρι το ισόγειο, θα προσγειώνεται το μισό Κατάρ. Μέχρι να βγεις στον δρόμο θα έχουν ανοίξει 300.000 θέσεις εργασίας. Θες 400.000; Θες 500.00; Οσες θες, δικό μου είναι το πληκτρολόγιο, ό,τι μου γουστάρει γράφω.

Γι' αυτό - συγγνώμη κιόλας - αλλά δεν καταλαβαίνω μερικούς συμπατριώτες μας. Μες στην γκρίνια και τη μίρλα, αυτό το μπίρι μπίρι μπίρι μες στ' αυτί μου. Γιατί, μανάρι μου; Μπορεί να σου κάνανε τον μισθό πουρμπουάρ αλλά έρχεται η ανάπτυξη. Μπορεί το παιδί σου να μοιράζει τα βιογραφικά του στα παρμπρίζ σαν διαφημιστικά πιτσαρίας αλλά έρχεται η ανάπτυξη. Μπορεί να μη βάλεις πετρέλαιο αλλά ΑΝ επιβιώσεις, έρχεται η ανάπτυξη.

Ερχεται η ανάπτυξη. Ερχεται η ανάπτυξη. Ερχεται η ανάπτυξη. Στη Χώρα της Μαρμότας. Στη Χώρα της Μαρμότας. Στη Χώρα της Μαρμότας. Κάθε μέρα. Κάθε μέρα. Κάθε μέρα. Ξανά. Ξανά. Ξανά.
Μέχρι να πάρεις κάποτε το μήνυμα. Μέχρι να αντιδράσεις... Κάποτε...

Κάποτε λέγαμε «Ελληνας γεννήθηκα κι Ελληνας θα πεθάνω».
Τώρα λέμε «Ελληνας γεννήθηκα - πού στα τσακίδια θα πεθάνω;».

Η διαφορά

Δύο Βουδιστές μοναχοί είχαν αφήσει το μοναστήρι τους και κατευθύνονταν προς το διπλανό χωριό.

Περπατούσαν μέσα στο δάσος για ώρες.

Βγαίνοντας από ένα ξέφωτο και φτάνοντας στις όχθες ενός ποταμού αντίκρισαν μια νεαρή όμορφη κοπέλα να στέκεται δίπλα στα ορμητικά νερά και να κλαίει.

Ο γηραιότερος από τους δύο προχώρησε προς το μέρος της και σαν έφτασε πίσω της τη ρώτησε:

"Γιατί κλαις;"

Η κοπέλα στο άκουσμα της φωνής του γέρου πετάχτηκε σαν τρομαγμένο ζώο. Αντικρίζοντας τους δύο μοναχούς ηρέμησε. Σκούπισε τα δάκρυα της και μιας και θεώρησε πως δεν κινδυνεύει από τους δύο άντρες, αποκρίθηκε στην ερώτηση του ηλικιωμένου:

"Ξεκίνησα από το διπλανό χωριό να πάω σε ένα γάμο. Ετοιμαζόμουν τόσες μέρες για αυτό. Έραψα το πιο καλό μου φόρεμα και τώρα πρέπει να περάσω μέσα από το ποτάμι ώστε να φτάσω στην ώρα μου. Τα ρούχα μου θα καταστραφούν κι εγώ μάλλον μέχρι να φτάσω στο χωριό, σίγουρα θα έχω αρρωστήσει για τα καλά. Δεν περίμενα να συναντήσω δυο μοναχούς μέσα στην ερημιά. Αχ, μακάρι να μπορούσατε να με βοηθήσετε να περάσω απέναντι."

Ο νεαρός μοναχός, στο άκουσμα της παράκλησης της νεαρής κοπέλας, κοίταξε με τρόμο τον Δάσκαλο του.

Οι οδηγίες του δόγματος ήταν σαφείς: Οι μοναχοί απαγορεύονταν να αγγίζουν γυναίκες.

Αυτή του η σκέψη φρέναρε απότομα καθώς με έκπληξη άκουσε τον Δάσκαλο:

"Θα σε βοηθήσουμε εμείς."

Ο νεαρός μαθητής δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά του μα πριν καν προλάβει να συνειδητοποιήσει τα λεγόμενα του Δασκάλου του, ο γέρος είχε πάρει στην αγκαλιά του την κοπέλα και προχωρούσε μέσα από τα ορμητικά νερά του ποταμού προς την απέναντι πλευρά.

Έκπληκτος αλλά και τσαντισμένος με την πρωτοβουλία του Δασκάλου του, άρχισε να τρέχει κι αυτός από πίσω τους ώστε να περάσει το ποτάμι.

Μετά από λίγα λεπτά, είχαν φτάσει και οι τρεις απέναντι.

Ο γέρος χωρίς να χρονοτριβήσει, άφησε απαλά την κοπέλα στο έδαφος, την χαιρέτησε και της ευχήθηκε καλό ταξίδι. Κάνοντας ένα νεύμα στον μαθητή του έδωσε να καταλάβει πως ήταν ώρα να πηγαίνουν.

Οι δυο μοναχοί είχαν περπατήσει για αρκετή ώρα αμίλητοι μέσα στο δάσος, όταν ο νεαρός γύρισε προς το Δάσκαλο του και τον ρώτησε με συννεφιασμένο βλέμμα στο πρόσωπο:

"Μεγάλε Δάσκαλε, γιατί το έκανες αυτό;"

Ο Δάσκαλος τον κοίταξε αμίλητος και συνέχισε να περπατά με αργό βήμα.

"Εννοώ, πως μπόρεσες να παραβείς τον κανόνα και να πάρεις εκείνη την κοπέλα στα χέρια σου αφού ξέρεις πως απαγορεύεται;"

Ο γέρο Σοφός τον κοίταξε με συμπάθεια και του αποκρίθηκε.

"Η διαφορά είναι πως εγώ την κοπέλα την άφησα πίσω στο ποτάμι. Εσύ έπειτα από τόση ώρα συνεχίζεις να την κουβαλάς μέσα σου."

*Χόρχε Μπουκάι*

Αφιερωμένο σε όσους συνεχίζουν να"κουβαλούν" μέσα τους παλιές ιστορίες, πόνους, θλίψεις, οργή, μίση.

Αφιερωμένο σε όσους δεν έχουν μάθει πως συγχώρεση είναι να αφήσουμε πίσω το παρελθόν και να ατενίζουμε μπροστά.

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Η μαρίδα και οι μεγαλοκαρχαρίες

Από την εφαρμογή Antinews (του iPad), 27-10-2012
_____________________________

Όταν ο (τιμωρημένος) Περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας και μετέπειτα «εκλογάρχης» Μακεδονίας – Θράκης της ΝΔ κ. Παναγιώτης Ψωμιάδης, προσπάθησε να δικαιολογήσει την παράνομη μείωση του προστίμου προς τον (πολλάκις) παρανομήσαντα (μακαρίτη πια) βενζινοπώλη, επικαλέστηκε το πρόβλημα υγείας που παρουσίασε ο συγκεκριμένος επαγγελματίας μετά την επιβολή του προστίμου. Υπήρξαν πολλοί συνέλληνες που «τσίμπησαν» σε τούτη την έωλη δικαιολογία και πήραν το μέρος του (τέως) Περιφερειάρχη. Πράγμα που θα έβρισκε απολύτως αντίθετη την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών οποιασδήποτε αναπτυγμένης Ευρωπαϊκής ή Αγγλοσαξονικής κοινωνίας. Μήπως τελικά, δεν είναι δυνατόν να εφαρμόσουμε άτεγκτα και αυστηρά τους νόμους και τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας μας επειδή ως Λαός είμαστε λιγάκι (ή και πολύ) ψυχοπονιάρηδες; Εκφράσεις όπως: «κρίμα είναι αυτός τώρα, έχει οικογένεια να θρέψει» ή «από αυτούς βρήκαν να εφαρμόσουν τον νόμο; Από την μαρίδα; Ας πιάσουν πρώτα τους μεγαλοκαρχαρίες και μετά ασχολούνται με τους μικροαπατεώνες» ή «οι τυφλοί της Ζακύνθου μας μάραναν, οι μεγαλοεφοπλιστές που δεν πληρώνουν φόρο στα καύσιμα έπρεπε να μας απασχολούν», ακούγονται κατά κόρον και αποτελούν ίσως την κρατούσα άποψη μεγάλης μερίδας της κοινωνίας, φανερώνοντας μια ιδιόρρυθμη ψυχική συγγένεια και μιαν συγγνωστή συμπάθεια προς την μικρο-λαδιά και τον «λαδιάρη» που την επιχειρεί ενάντια σε αυτό που ψυχρά, εχθρικά και υποτιμητικά πολλές φορές αποκαλούμε Ελληνικό Δοβλέτι.

Μέσα σε αυτό το κλίμα καλοψυχίας, οικτιρμού και συν – πάθειας, βρίσκει πρόσφορο έδαφος και θάλλει προκλητικά τον τελευταίο καιρό και η άποψη που συνηγορεί υπέρ μίας αδιάκριτης, ολοκληρωτικής και ισοπεδωτικής «σεισάχθειας» των ατομικών χρεών προς τις τράπεζες. Μια άποψη που βάζει όλους τους δανειολήπτες στο ίδιο «σακούλι» και επικροτεί απροκάλυπτα την επιβράβευση των κάθε είδους «μπαταχτσήδων» και συστηματικά κακοπληρωτών, στην λογική της σωτηρίας όσων δανειοληπτών δεν μπορούν (ενώ θέλουν) να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους λόγω της κρίσης. Μια ύποπτη και ιδιοτελής θεώρηση της έννοιας της συν – πόνοιας και της αλληλεγγύης, που ευνοεί κατάφωρα τους λωποδύτες και δείχνει ελάχιστη ή και καθόλου έγνοια για τους καλοπληρωτές και νοικοκυραίους μικρομεσαίους, που έκαναν και κάνουν ακόμη το σκ… τους παξιμάδι για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που οι ίδιοι δημιούργησαν.

Μια άλλη έκφραση αυτής της στρεβλής και ιδιαίτερης κοινωνικής «ευαισθησίας» είναι η (σχεδόν) καθολική και αδιαπραγμάτευτη αντίθεση μεγάλης μερίδας της κοινωνίας (συμπεριλαμβανομένου τμήματος του ιδιωτικού τομέα) απέναντι στην παραμικρή νύξη για απόλυση δημοσίων υπαλλήλων (αργόσχολων, ανίκανων, τεμπέληδων ή επίορκων ακόμη). Με αστεία επιχειρήματα περί έντασης της ύφεσης, κατακρήμνισης της αγοράς και απειλή περισσοτέρων λουκέτων, μεγάλο μέρος της κοινωνίας προκρίνει την άδικη σίτιση από το κρατικό πρυτανείο ολόκληρου εσμού αχρείαστων κομματικών «πελατών», αρνούμενοι να σκεφτούν ότι τα χρήματα που ξοδεύονται για αυτούς τους «ερίφηδες», σε περίπτωση που δεν υπάρχουν, θα τα πληρώσουμε όλοι αδιακρίτως (συμπεριλαμβανομένων και των αδυνάτων, όπερ τελείως άδικο) μέσω αύξησης της έμμεσης και άμεσης φορολογίας, σε περίπτωση δε που υπάρχουν (ώστε να μπορεί το κράτος να τα ρίχνει έμμεσα στην αγορά μέσω πληρωμής των μισθών αυτών των παρασίτων), θα μπορούσαν να πέσουν στην αγορά μέσω άλλων χρησιμότερων και ηθικά πιο δίκαιων καναλιών, όπως η αύξηση του χρόνου και του ποσού των επιδομάτων ανεργίας, η αύξηση των επιδομάτων πρόνοιας, η θέσπιση επιδόματος ανεργίας και για τους αυτοαπασχολούμενους που μένουν χωρίς δουλειά, κλπ.

Εκφράσεις αυτού του φαινομένου, διακρίνονται και σε κάθε απόπειρα των κρατικών οργάνων να εφαρμόσουν τους νόμους του κράτους προς κάθε κατεύθυνση. Ένα χειροπιαστό και πρόσφατο παράδειγμα υπήρξε η αναπάντεχη και καθολική σχεδόν συμπάθεια που εκφράστηκε ακόμη και από την Αξιωματική Αντιπολίτευση (!) για την ταβερνιάρισσα της Ύδρας που «ξεχνούσε» συστηματικά να κόβει τις αποδείξεις της. Μια αίσθηση συνενοχής ανάμικτης με επιλεκτικό κοινωνικό «πόνο» και ιδιοτελή συντεχνιακή υποστήριξη, εκφράστηκε στην σχεδόν αυθόρμητη διαδήλωση «συμπαράστασης» προς την παρανομήσασα επιτηδευματία, από σύμπασα σχεδόν την ευγενή τάξη των ελεύθερων επαγγελματιών της «ακριτικής» νήσου της Ύδρας! Ένας πάνδημος ξεσηκωμός, που κατέστησε απαραίτητη την παρουσία διμοιρίας των ΜΑΤ για τον απεγκλωβισμό και την διάσωση του κατακαημένου συνεργείου του ΣΔΟΕ που είχε την ατυχή έμπνευση να διενεργήσει τον εν λόγω έλεγχο, προτού ελέγξει τους «μεγαλοκαρχαρίες» βιομηχάνους και τις πολυεθνικές που πίνουν το αίμα του κοσμάκη με το μπουρί της σόμπας! Μια ιδιάζουσα «κατηγοριοποίηση» της παρανομίας ως προς το μέγεθος και το αντικείμενο, κάνει αδύνατη στην χώρα μας κάθε απόπειρας εφαρμογής του νόμου προς κάθε κατεύθυνση. Η μόνη κοινωνικά αποδεκτή κατεύθυνση είναι αυτή εκ των άνω προς τα κάτω. Πρώτα πιάνεις το μεγάλο ψάρι και μετά το μικρό. Πρώτα πιάνεις τον δολοφόνο και μετά έχεις δικαίωμα να πιάσεις και τον κλέφτη. Μια άποψη βαθιά εδραιωμένη στην ψυχοπονιάρα ελληνική κοινωνία, που μπλοκάρει κάθε προσπάθεια εφαρμογής των νόμων, ακόμη και όπου αυτό είναι εφικτό ευκολότερα και γρηγορότερα. Μια ελληνική αποκλειστικά πρόσληψη της ηθικής της παρανομίας, που λέει πως όσο δεν πιάνει το δοβλέτι τον μεγάλο απατεώνα, οι μικροί και πολλοί (σχεδόν όλοι μας), δικαιούνται απτόητοι (και ασύλληπτοι) να παρανομούν, καλυπτόμενοι από την ιδιόρρυθμη ασυλία της αδυναμίας σύλληψης των μεγάλων.

Τελικά, φαίνεται πως η ελληνική κοινωνία βρίσκεται ακόμη σε επίπεδο εξεγερμένου ενάντια στην πατρική (κρατική) εξουσία εφήβου. Με την ευκολία που ο επαναστατημένος έφηβος κατηγορεί για όλα τους γονείς του και δείχνει έμπρακτη αδιαφορία για την κινητή και ακίνητη περιουσία του σπιτιού του, η ελληνική κοινωνία κατηγορεί το κράτος και δείχνει την ίδια και χειρότερη αδιαφορία για το κοινό μας σπίτι, τον δημόσιο χώρο, ανοικτό ή οργανωμένο. Έτσι, καίμε τους κάδους, ξηλώνουμε τα μάρμαρα των πεζοδρομίων, γκρεμίζουμε πανεπιστήμια και σχολεία, διαλύουμε τηλεφωνικούς θαλάμους, κλείνουμε δρόμους, λιμάνια, αεροδρόμια, καταστρατηγούμε νόμους και διατάξεις, φοροδιαφεύγουμε, εισφοροδιαφεύγουμε, οργανωνόμαστε σε συντεχνίες απαιτώντας άνομα προνόμια, δείχνουμε μιαν ύποπτη λογικά και α-νόητη συναισθηματικά ανοχή στους παρανομούντες συμπολίτες μας. Ζητάμε τα πάντα από την οικογένεια – κράτος, χωρίς να αναλογιζόμαστε που θα τα βρει. Κι όταν τα ψέματα τελειώνουν, όπως τώρα, τότε, παίρνει η μπάλα και τους «θείους», τα «ξαδέρφια» και τους άλλους συγγενείς που θα βρεθούν μπροστά μας, επειδή δεν δανείζουν άλλο τον «μπαμπά» για το χαρτζιλίκι μας , επειδή δεν στέλνουν άλλα «πεσκέσια» να μαγειρέψει η «μαμά» το φαί μας, επειδή δεν μας αγοράζουν το ποδήλατο που μας υποσχέθηκαν στα γενέθλια, επειδή δεν υποστηρίζουν όσο επιθυμούμε το χρεοκοπημένο νοικοκυριό μας.

Όλοι οι έφηβοι κάποτε μεγαλώνουν. Πολλές φορές οι περιστάσεις τους αναγκάζουν να μεγαλώσουν απότομα. Η έφηβη ελληνική κοινωνία έχει εμπλακεί σε δύσκολες περιπέτειες. Ο «μπαμπάς» την «έκατσε» την οικογενειακή φελούκα. Τα πανιά σχίστηκαν, το τιμόνι παραδέρνει. Είναι ώρα όλοι μας να πιάσουμε τα κουπιά. Είναι η έσχατη ώρα για μας, ώστε να ενηλικιωθούμε. Όσο γρηγορότερα το αντιληφθούμε, τόσο καλύτερα για την βάρκα.

Akenaton
______________________________

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Οι άνακτες των χειρών και το χαμένο βασίλειό τους

Του Σαράντου Καργάκου [ιστορικού - συγγραφέα]

Ακούω ότι το μεγαλύτερο σήμερα πρόβλημα των νέων μας είναι η ανεργία. Διαφωνώ. Εδώ και τριάντα χρόνια είναι η ... εργασία. Ο νέος δε φοβάται την αναδουλειά, φοβάται τη δουλειά.Μια οικογενειακή αντίληψη, ότι δουλειά είναι ό,τι δεν λερώνει, επεκτάθηκε και στο νεοσουσουδιστικό σχολείο με ευθύνη των κομμάτων, που για λόγους ψηφοθηρίας απεδύθησαν σε μια χυδαία πολιτική παιδοκολακείας, η οποία μετά τη δικτατορία εξέθρεψε και διαμόρφωσε δύο γενιές «κουλοχέρηδων»...παιδιών δηλαδή που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους -πέρα από τη μούντζα- για καμιά εργασία από αυτές που ονομάζονται χειρωνακτικές, επειδή -τάχα- είναι ταπεινωτικές.

       Κι ας βρίσκεται μέσα στη λέξη «χειρώναξ», σαν δεύτερο συνθετικό το «άναξ» που κάνει τον δουλευτή, τον άνακτα χειρών, βασιλιά στο χώρο του, βασιλιά στο σπιτικό του, νοικοκύρη δηλαδή, λέξη άλλοτε ιερή που ποδοπατήθηκε κι αυτή μες στην ασυναρτησία μιας πολιτικής που έδειχνε αριστερά και πήγαινε δεξιά και τούμπαλιν. Γι' αυτό τουμπάραμε...Κάποτε, ακόμη κι από τις στήλες του περιοδικού αυτού, που δεν είναι πολιτικό με την ευτελισμένη έννοια του όρου, έγραφα πως η ανεργία στον τόπον μας είναι επιλεκτική, ότι δουλειές υπάρχουν αλλά ότι δεν υπάρχουν χέρια να τις δουλέψουν. Κι έπρεπε να κατακλυσθεί ο τόπος από 1,5 εκατομμύριο λαθρομετανάστες, για να αποδειχθεί ότι στην Ελλάδα υπήρχε δουλειά πολλή αλλ' όχι διάθεση για δουλειά. Τα παιδιά -τα μεγάλα θύματα αυτής της ιστορίας- είχαν γαλουχηθεί με τη νοοτροπία του «White color workers».

Έτσι σήμερα το πιο φτηνό εργατικό και υπαλληλικό δυναμικό είναι οι πτυχιούχοι, που ζητούν εργασία ακόμη και στον ΟΤΕ ως έκτακτοι τηλεφωνητές, προσκομίζοντας στα πιστοποιητικά προσόντων ακόμη και διδακτορικά! Γέμισε ο τόπος πανεπιστήμια, σχολές επί σχολών, επιστημονικούς κλάδους αόριστους, ομιχλώδεις και ασαφείς, απροσδιορίστου αποστολής και χρησιμότητας. Πτυχία-φτερά στον άνεμο σαν τις ελπίδες των γονιών, που πιστεύουν ότι τα παιδιά και μόνον με τα «ντοκτορά» θα βρουν δουλειά.Έτσι παράγονται επιστήμονες που είναι δεκαθλητές του τίποτα, ικανοί μόνον για το δημόσιο ή για υπάλληλοι κάποιας πολυεθνικής. Παρ' όλο που γέμισε η χώρα μας τεχνικές σχολές (τι ΤΕΛ, τι ΤΕΙ, τι ΙΕΚ!) οι πιο άτεχνοι νέοι είναι οι νέοι της Ελλάδος. Παίρνουν πτυχίο τεχνικής σχολής και δεν έχουν πιάσει κατσαβίδι οι πιο πολλοί. Δεν ξέρουν να διορθώσουν μια βλάβη στο αυτοκίνητό τους, στο ραδιόφωνο ή στο τηλέφωνό τους. Είναι άχεροι, ουσιαστικά χωρίς χέρια. Τώρα με τα ηλεκτρονικά ξέχασαν να γράφουν, ξέχασαν να διαβάζουν, εκτός φυσικά από «μηνύματα» του αφόρητου «κινητού» τους.

Τούτη η παιδεία, που όχι μόνο παιδεία δεν είναι αλλ' ούτε καν εκπαίδευση, αφού δεν καλλιεργεί καμμιά δεξιότητα, εκτός από την ραθυμία, την αναβλητικότητα και το φόβο της δουλειάς, όχι μόνο δεν καλλιεργεί τον νέο εσωτερικά αλλά τον πετρώνει δημιουργικά σαν τα παιδιά της Νιόβης. Τα κάνει άχρηστα τα παιδιά για παραγωγική εργασία, γιατί ο θεσμός της παπαγαλίας και η νοοτροπία της ήσσονος προσπάθειας, με το πρόσχημα να μην τα κουράσομε, τους αφαιρεί την αυτενέργεια, την πρωτοβουλία, τη φαντασία και την πρωτοτυπία. Το σχολείο, αντί να μαθαίνει τα παιδιά πως να μαθαίνουν, τα νεκρώνει πνευματικά. Δεν τα μαθαίνει πως να σκέπτονται αλλά με τι να σκέπτονται. Έτσι τα κάνει πτυχιούχους βλάκες. Βάζει όρια στον ορίζοντα της σκέψης και των ενδιαφερόντων. Τα χαμηλοποιεί. Τα κάνει να βλέπουν σαν τα σκαθάρια κοντά, κι όχι να θρώσκουν άνω, να έχουν έφεση για κάτι πιο πέρα, πιο τρανό και πιο μεγάλο.

Το έμβλημα πια του ελληνικού σχολείου δεν είναι η γλαύξ, είναι ο παπαγάλος, ο μαθητής - βλάξ που καταπίνει σελίδες σαν χάπια και που θεωρεί ως σωστό ό,τι γράφει το σχολικό. Και το λεγόμενο «σχολικό» είναι συνήθως αισχρό και ως λόγος και ως περιεχόμενο.

Και τολμώ να λέγω αισχρό, διότι πρωτίστως το «Αναγνωστικό» που πρέπει να είναι ευαγγέλιο πνευματικό ειδικά στο Δημοτικό, αντί να καλλιεργεί την αγάπη για τη δουλειά, καλλιεργεί την απέχθεια. Πού πια, όπως παλιά, ο έρωτας για την αγροτική, τη βουκολική και τη θαλασσινή ζωή; Ο ναύτης δεν είναι πρότυπο ζωής. Πρότυπο ζωής είναι ο «χαρτογιακάς». Όσο κι αν ήσαν κάπως ρομαντικά τα παλιά «Αναγνωστικά», καλλιεργούσαν τον έρωτα για τη δουλειά.

Ακούω πως δεν πάει καλά η οικονομία. Μα πώς να πάει, όταν με τη ναυτιλία που προσφέρει το 5,6% του ΑΕΠ ασχολείται μόνο το 1% των Ελλήνων; (Με τον αγροτικό τομέα που προσφέρει το 6,6% του ΑΕΠ ασχολείται το 14,5% του πληθυσμού). Διερωτώμαι, τι είδους ναυτικός λαός είμαστε, όταν αποστρεφόμαστε τη θάλασσα και στα ελληνικά καράβια κυριαρχούν Φιλιππινέζοι, Αλβανοί και μελαψοί κάθε αποχρώσεως; Το σχολείο καλλιεργεί τον έρωτα για την τεμπελιά, όχι για δουλειά. Τα πανεπιστήμια και οι ποικιλώνυμες σχολές επαυξάνουν τον έρωτα αυτό. Πράγματα που μπορούν να διδαχθούν εντός εξαμήνου - και μάλιστα σε σεμιναριακού τύπου μαθήματα - απαιτούν τετραετία! Βγαίνουν τα παιδιά από τις σχολές και δικαίως ζητούν εργασία με βάση τα «προσόντα» τους, αλλά τέτοιες εργασίες που ζητούν τέτοια προσόντα δεν υπάρχουν. Αν δεν απατώμαι, υπάρχουν δύο σχολές θεατρολογίας - πέρα από τις ιδιωτικές θεατρικές σχολές - που προσφέρουν άνω των 300 πτυχίων το έτος. Που θα βρουν δουλειά τα παιδιά αυτά;

Αν όμως το σχολείο από το Δημοτικό καλλιεργούσε την τόλμη, την αυτενέργεια, βράβευε την πρωτοβουλία, την ανάληψη ευθυνών, την αγάπη για την οποιαδήποτε δουλειά ακόμη και του πλανόδιου γαλατά, θα είχαμε κάνει την Ελλάδα Ελδοράδο, όπως έγινε Ελδοράδο για τους εργατικούς Αλβανούς, Βουλγάρους, Πολωνούς, Γεωργιανούς, Αιγυπτίους αλιείς, Πακιστανούς και Ουκρανούς.


Σήμερα αυτοί είναι η εργατική κι αύριο η επιχειρηματική τάξη της Ελλάδος. Κι οι Έλληνες, αφήνοντας την πατρώα γη στα χέρια των Αλβανών που την δουλεύουν, την πατρώα θάλασσα στα χέρια των Αιγυπτίων που την ψαρεύουν, θα μεταβληθούν σε νομάδες της Ευρώπης ή των ΗΠΑ ή θα τρέχουν για δουλειά στην Αλβανία που ξεπερνά σε νόμιμη και παράνομη επιχειρηματική δραστηριότητα όλες τις χώρες της Βαλκανικής. Γέμισαν τα Τίρανα ουρανοξύστες, κτήρια γιγάντια, κακόγουστα μεν, σύγχρονα δε. Περίπου 100 ιδιωτικά σχολεία λειτουργούν στην πρωτεύουσα της χώρας των αετών.

Εμείς αφήσαμε αδιαπαιδαγώγητη την εργατική και την αγροτική τάξη. Στην πρώτη περάσαμε σαν ιδεολογία - θεολογία το σύνθημα «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» και υποχρεώσαμε πλήθος επιχειρήσεις να κλείσουν ή να μεταφερθούν αλλού. Μετά διαφθείραμε τους αγρότες με παροχές χωρίς υποχρεώσεις και τους δημιουργήσαμε νοοτροπία μαχαραγιά. Γέμισε η επαρχία με «Κέντρα Πολιτισμού», όπου «μπαγιαντέρες» κάθε λογής και φυλής άναβαν πούρο με φωτιά πεντοχίλιαρου! Το μπουκάλι με το ουΐσκυ βαπτίστηκε ... αγροτικό! Τώρα, όμως, που έρχονται τα «εξ εσπερίας νέφη» χτυπάμε το κεφάλι μας. Και που να φθάσουν τα «εξ Ανατολής» σαν εισέλθει η Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση! Θα γίνει η Ελλάς vallis flentium (=κοιλάς κλαυθμώνων) και θα κινείται quasi osculaturium inter flentium et dolorum (=σαν εκκρεμές μεταξύ θλίψεως και οδύνης).

Δεν είμαι υπέρ μιας παιδείας που θα υποτάσσεται στην οικονομία. Θεωρώ ολέθριο να χαράσσεται μια εκπαιδευτική πολιτική με κριτήρια οικονομικής αναγκαιότητας. Θεωρώ ολέθρια όμως και την παιδεία που εθίζει τα παιδιά στην οκνηρία, που τα κουράζει με την παπαγαλία και το βάρος αχρήστων μαθημάτων. Το μεγαλύτερο κεφάλαιο της χώρας είναι τα κεφάλια των παιδιών της. Τούτη η παιδεία αποκεφαλίζει τα παιδιά. Τα κάνει ικανά να μην κάνουν τίποτε. Ούτε να βλαστημήσουν. Ακόμη και η αισχρολογία τους περιορίζεται στη λέξη που τα κάνει συνονόματα. Αν τους πεις βρισιά της περασμένης 20ετίας θα νομίσουν ότι μιλάς αρχαία Ελληνικά!

Είναι θλιβερή η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα, παρουσίαζε χθες και θα παρουσιάζει κι αύριο η ελληνική κοινωνία: να υπάρχουν άνθρωποι άνω των 65 ετών, άνω των 70 ετών, που, ενώ έχουν συνταξιοδοτηθεί, εργάζονται νυχθημερόν, για να συντηρούν τα παιδιά τους μέχρι να τελειώσουν τις ατελείωτες σπουδές τους, τα παιδιά που λιώνουν τα νιάτα τους στα «κηφηνεία», που πάνε σπίτι τους να κοιμηθούν την ώρα που οι Αλβανοί πάνε για δουλειά, θα μου πείτε, τι δουλειά; Οποιαδήποτε δουλειά, αρκεί να είναι τίμια. Όταν μικροί - ακόμη στο Δημοτικό - μαθαίναμε απέξω τον Τυρταίο (ποιος τολμά σήμερα να διδάξει Τυρταίο;) δεν τον μαθαίναμε για να γίνουμε πολεμοχαρείς αλλά για να νοιώθουμε ντροπή, όταν στην μάχη της ζωής, στην πρώτη γραμμή είναι οι παλαιότεροι, οι «γεραιοί» και οι νέοι κρύβο­νται πίσω από τη σκιά τους. «Αισχρόν γαρ δη τούτο... κείσθαι πρόσθε νέων άνδρα παλαιότερον».

Σήμερα, βέβαια, οι χειρωνακτικές εργασίες ελέγχονται σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα από ξένους. Στις οικοδομές μιλούν αλβανικά, στα χωράφια πακιστανικά. Σε λίγο οι χειρωνακτικές επιχειρήσεις θα περάσουν στα χέρια των Κινέζων που κατασκευάζουν ήδη το μεγαλύτερο μέρος των τουριστικών ειδών που θυμίζουν... Ελλάδα. Ακόμη και τις σημαίες μας στην Κίνα τις φτιάχνουν! Κι εμείς; Εμείς, όπως πάντα, φτιάχνουμε τα τρία κακά της μοίρας μας. «Φτιάχνουμε» τη ζωή μας στην τηλοψία, που δίνει τα μοντέρνα πρότυπα οκνηρίας στη νεολαία, ποθούμε μια χρυσίζουσα ζωή σαν αυτήν που προσφέρει το «γυαλί», αγοράζουμε πολυτελή αυτοκίνητα με δόσεις, κάνουμε διακοπές με «διακοποδάνεια», εορτάζουμε με «εορτοδάνεια» και πεθαίνουμε με «πεθανοδάνεια». Έλεγε ο Φωκίων, που πλήρωσε τέσσερις δραχμές τη δεύτερη δόση του κωνείου που χρειαζόταν για να «απέλθει», πως στην Αθήνα δεν μπορεί ούτε δωρεάν να πεθάνει κανείς. Έπρεπε να ζούσε τώρα...

Λυπάμαι που θα το πω, αλλά πρέπει να το πω: το σχολείο, οι σχολές και τα ΜΜΕ σακάτεψαν και σακατεύουν τη νεολαία, γιατί μιλούν συνεχώς για τα δικαιώματά της - δικαιώματα στην τεμπελιά - και ποτέ για υποχρεώσεις, ποτέ για χρέος, ποτέ για καθήκον. Το καθήκον έγινε άγνωστη λέξη.

Πηγή: mynews.gr

ΚΣ

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Εγώ θέλω γαλήνη




"Ποιος καλός άνεμος σε φέρνει εδώ;" ρώτησε ο σοφός δάσκαλος τον οδοιπόρο που ζητούσε απεγνωσμένα να τον συναντήσει.

"Εγώ θέλω γαλήνη" απάντησε μελαγχολικά εκείνος.

Ο δάσκαλος πήρε ένα ξύλο κι έγραψε στο χώμα : 

...Εγώ θέλω γαλήνη...

"Κοίταξε τώρα πόσο απλό είναι" είπε στον οδοιπόρο.

Διέγραψε με μια κίνηση το «Εγώ»

"Σβήνεις πρώτα το εγώ. Είναι αδύνατον να βρει γαλήνη αυτός που πιστεύει ότι είναι αποκομμένος από τον Θεό και τους συνανθρώπους του. Το εγώ πάντα νιώθει ότι απειλείται κι έτσι φοβάται και αντιστέκεται."

Με μια δεύτερη κίνηση διέγραψε το «θέλω»

"Το θέλω δηλώνει επιθυμία, ανάγκη και προσκόλληση. Όταν τρέχεις πίσω από τις επιθυμίες σου ποτέ δε θα γίνεις ευτυχισμένος. Είναι η γνωστή «επίδραση του κουνουπιού». Αν σε ένα δωμάτιο υπάρχουν δέκα κουνούπια κι εσύ σκοτώσεις τα εννιά, το δέκατο κουνούπι δε θα σε αφήσει να κοιμηθείς. Έτσι είναι και οι επιθυμίες. Όσες και να ικανοποιήσεις πάντα θα υπάρχει κάποια που δε θα σε αφήνει να κοιμηθείς."

Ο οδοιπόρος κοιτώντας την δυνατή εικόνα στο χώμα λένε πως βίωσε την πρώτη του αφύπνιση. Είχαν σβηστεί το «Εγώ» και το «θέλω» και είχε μείνει η 

...γαλήνη...



Εγώ και θέλω πάνε μαζί. Το εγώ δημιουργεί συνεχώς νέες επιθυμίες και οι επιθυμίες προέρχονται πάντα από το εγώ. Η αληθινή ελευθερία είναι αποτέλεσμα της απελευθέρωσης του εαυτού μας από τη δύναμη του εγώ. Ο ψεύτικος εαυτός, το «εγώ» μας, μας βομβαρδίζει συνέχεια με την ιδέα ότι πρέπει να έχουμε περισσότερα για να νιώθουμε καλά. Μας ωθεί προς την εξωτερική επιβεβαίωση του εαυτού μας και απειλείται από την ιδέα ότι μπορούμε να βρούμε την γαλήνη μέσα μας. Προσπαθεί να στρέψει την προσοχή μας συνεχώς προς τα έξω για να νιώσουμε επιβεβαίωση, ασφάλεια και αγάπη. Αν καταφέρναμε να  συνδεθούμε με την απεριόριστη αγάπη που υπάρχει μέσα μας το «εγώ» θα ήταν αδύναμο απέναντι μας.  Καθώς στρέφουμε την προσοχή μας προς τα έξω σε μια απελπισμένη προσπάθεια να βρούμε γαλήνη, αποκτούμε την λανθασμένη πεποίθηση ότι τα υλικά αγαθά ή οι σχέσεις με άλλους ανθρώπους θα μας φέρουν την πολυπόθητη ικανοποίηση και ηρεμία.


Κι όμως. Δεν μπορείς να αγοράσεις την αγάπη. Δεν μπορείς να αγοράσεις την προσωπική σου ηρεμία. Δεν υπάρχει γαλήνη στο κυνήγι εξωτερικών στόχων και στη συσσώρευση όλο και περισσότερων αγαθών.   Η επιλογή αυτή είναι λάθος. Ο δρόμος αυτός οδηγεί μόνο σε μια ζωή μόχθου που δεν καταλήγει πουθενά. Η αληθινή ελευθερία είναι η απελευθέρωση του εαυτού μας από τη δύναμη του εγώ. Όταν καταφέρεις να γίνεις θεατής του «εγώ» παύεις πλέον να είσαι "εαυτός εγώ". Για να συμβεί αυτό πρέπει να αποκτήσεις την ικανότητα να βλέπεις τα πάντα υπό το πρίσμα του αποστασιοποιημένου παρατηρητή. Όταν γίνεις παρατηρητής του εγώ σου, διαχωρίζεις αυτόματα τη σημασία του εαυτού σου από το αντικείμενο της παρατήρησής σου, δηλαδή το εγώ. Τότε γνωρίζεις πια καλά πως δεν είσαι το εγώ σου.

Ο νους σου επιμένει: «εγώ θέλω γαλήνη». Χαλάρωσε και παρατήρησε από απόσταση αυτή τη σκέψη: 

Είναι αυτός που παρατηρεί τον νου σου να αναζητά γαλήνη, γαλήνιος;


Από το 
http://nekthl.blogspot.gr/2012/10/blog-post.html

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

Η πίστη στην πρόνοια του Θεού


Η ικανότητά μας να εμπιστευώμεθα σχετίζεται άμεσα με την πίστη μας στην πρόνοια. Αυτά που χρειάζεται να ξέρει ο άνθρωπος είναι ποιές είναι οι προθέσεις του Θεού γι’ αυτόν. Τα καλά νέα του Χριστού είναι ότι οι προθέσεις του Θεού για εμάς είναι καλές. Εκείνος που δεν εφείσθη αυτού του ιδίου του γιου Του, αλλά Τον παρέδωσε για όλους εμάς, δεν θα μας τα δώσει επίσης όλα με Αυτόν; Ο σταυρός του Χριστού είναι το σημάδι του Θεού ότι είναι μαζί μας, και «ει ο Θεός υπέρ ημών, τις καθ’ ημών;» (Ρωμ. 8, 31). Αν κάποτε δεν βλέπουμε να είναι ο Θεός μαζί μας, είναι γιατί, επειδή ακριβώς ο Θεός είναι πραγματικά μαζί μας, δεν ικανοποιεί ευτυχώς τις αυτοκαταστροφικές επιθυμίες μας, που εμείς δεν βλέπουμε ότι είναι όντως αυτοκαταστροφικές.

Ευθύς ως πεισθούμε ότι ο Θεός είναι μαζί μας, ότι οι προθέσεις Του για εμάς είναι καλές, είμεθα έτοιμοι να δεχθούμε αυτό που ο Θεός μπορεί να μας δώσει μέσα από τη συγκεκριμένη κρίση ή οδυνηρή εμπειρία. Όταν ο Ιώβ επέμεινε ότι ο Θεός δεν απαντούσε στις κραυγές του για βοήθεια, ο Ελιού, πολύ σοφά, είπε: «Ο θεός μιλάει πολλές φορές και με ποικίλους τρόπους, κανείς δεν δίνει προσοχή στα λόγια Του» (Ιώβ 33, 14). Η αντίληψη του Ελιού έδωσε στον Ιώβ μια διαφορετική θεώρηση της σιωπής του Θεού, που ακριβέστερα θα μπορούσε να αποκληθεί η κωφότητα του ανθρώπου. 

Ο Ιώβ είχε τη δική του ιδέα για το πως ο Θεός θα του απαντούσε. Όταν δεν του εδόθη αυτή η απάντηση, συνεπέρανε ότι ο Θεός δεν είχε μιλήσει. Ο Ελιού πίστευε ότι οι ενδείξεις που είχε ο Ιώβ για να καταλήξει να πιστεύει ότι ο Θεός δεν του μιλούσε ήταν ανεπαρκείς. Γιατί ο Θεός μπορεί να μας μιλά με έναν διαφορετικό τρόπο απ’ αυτόν που εμείς περιμένουμε και σαν συνέπεια εμείς να μην ακούμε αυτό που μας λέει. Ο Θεός μας λέει κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που περιμένουμε, γιατί αυτό που περιμένουμε είναι λάθος. Όλοι μας κάποτε αισθανθήκαμε ανακούφιση που ο Θεός δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημά μας, γιατί έτσι γλυτώσαμε από κάποια συμφορά. Συχνά μας τυφλώνει τόσο πολύ η έπαρσή μας ώστε να πιστεύουμε ότι εμείς ξέρουμε καλύτερα από Εκείνον τι πραγματικά έχουμε ανάγκη. Ο Ελιού στην πραγματικότητα πρότεινε στον Ιώβ να κοιτάξει λίγο πιο πέρα από τη μύτη του και να τεντώσει τ’ αυτιά του σε διαφορετική κατεύθυνση, για να ακούσει τη φωνή του Θεού.

Όταν επιλέγουμε να εμπιστευθούμε τον Θεό για να βγούμε από μια κρίση, μ’ αυτήν ακριβώς την ενέργεια δίνουμε νόημα στην κρίση μας. Επειδή η εμπιστοσύνη μας είναι η ανταπόκρισή μας στην υπόσχεση του Θεού να μας βοηθήσει, μας δίνει την ελπίδα που χρειαζόμεθα. Όταν βλέπουμε έτσι τον κρυμμένο Θεό, τα αυτιά και τα μάτια της πίστης μας ανοίγουν σε μια πληρέστερη προοπτική, για να δούμε μέσα απ’ αυτή την πραγματική μας κατάσταση. Η εμπιστοσύνη μας καλείται να είναι άλμα πίστεως, γιατί με αυτή υπερπηδούμε αυτά που αλλιώς φαίνονται ως ανυπέρβλητα εμπόδια. Το περισσότερο που μπορούν να κάνουν αυτά τα εμπόδια στο δρόμο που μας δείχνει ο Θεός είναι να δημιουργήσουν μια παρέκκλιση, αλλά ο Θεός μπορεί να χρησιμοποιήσει και την παρέκκλιση επωφελώς για μας.

Η πίστη στην πρόνοια του Θεού είναι από μόνη της ένα καλό νέο, γιατί ενεργοποιεί μια χαρά που δεν εξαρτάται, τουλάχιστον ολοκληρωτικά, απ’ αυτό που μας συμβαίνει. Η χαρά του Χριστού μπορεί να υπάρχει ακόμη και όταν δεν υφίστανται οι συνηθισμένοι λόγοι. Η σχέση μας με τον Θεό μπορεί να συνεχίσει σχετικά σταθερή, όταν άλλα στηρίγματα από τα οποία συνήθως εξαρτώμεθα δεν υπάρχουν, αν φροντίζουμε να κρατάμε ενεργοποιημένο το μέρος εκείνο της ύπαρξής μας που μπορεί να κοινωνεί με το μυστήριο του Θεού. Όταν στο μέσο μιας κρίσης εμπιστευόμαστε τον Θεό, θα μας είναι πιο εύκολο να εμπιστευόμαστε και τους άλλους, τον ή την σύζυγο, τα παιδιά, τους φίλους, τους συναδέλφους, και έτσι μπορεί να είμεθα λιγότερο απαιτητικοί στην επιθυμία μας για τη συμπαράστασή τους. Η εμπιστοσύνη μας γι’ αυτούς έχει θετική επίδραση τόσο στη δική τους ανάπτυξη, όσο και στη σχέση μας μαζί τους. Οι περισσότεροι από εμάς τους ανθρώπους παίρνουμε μεγάλη δύναμη από την εμπιστοσύνη των άλλων σε μας, ιδιαίτερα των σημαντικών άλλων.

(π. Φιλόθεος Φάρος, «Στου δρόμου τα μισά», εκδ. Αρμός, σ. 142-145)