Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Τα "κακά παιδιά" της ελληνικής εκπαίδευσης


Γράφει ο Κωνσταντίνος Αδριανουπολίτης
Εκπαιδευτικός – ερευνητής
Πρόεδρος Ε.Ε.Τ.Ε.Κ.
Στην Ελλάδα αποτελεί κοινή πεποίθηση σε όλους ανεξαιρέτως (γονείς, μαθητές ακόμη και δασκάλους) ότι στο τεχνικό σχολείο πηγαίνουν οι «κακοί μαθητές». Το γεγονός ότι οι μαθητές μας, που φοιτούν στην τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση, έχουν κατά κανόνα ελλείψεις στα μαθήματα γενικής παιδείας ισχυροποιούν αυτή την πεποίθηση.

Η κακή επίδοση των μαθητών αυτών, στα μαθήματα γενικής παιδείας, οφείλεται σε διάφορες αιτίες η σημαντικότερη από τις οποίες είναι η   κοινωνικο-οικονομική τους προέλευση. Τα παιδιά που παρακολουθούν την τεχνολογική επαγγελματική εκπαίδευση στη χώρα μας, προέρχονται στη συντριπτική τους πλειονότητα, από μεσαία και κατώτερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα.

Εάν ανατρέξουμε στην κοινωνιολογία της εκπαίδευσης θα δούμε ότι σύμφωνα με μακρόχρονες κοινωνιολογικές έρευνες, γενικά αποδεκτές, που δημοσιεύει η Ουνέσκο και ο ΟΟΣΑ, έχει αποδειχθεί ότι οι άνθρωποι δε χωρίζονται σε «φυσικά» ικανούς και «φυσικά» ανίκανους, απλώς γεννιούνται σε οικογένειες οικονομικά και μορφωτικά στερημένες και δε σπουδάζουν, και σε οικογένειες που ανήκουν σε οικονομικά και μορφωτικά προνομιούχα κοινωνικά στρώματα και επιδεικνύουν όχι μόνο ικανότητες, αλλά και επιθυμία για μακρόχρονες σπουδές και κλίση προς τα γράμματα. Σε όλες τις χώρες τα παιδιά των φτωχών αγροτών και εργατών «δεν παίρνουν τα γράμματα» και των πλουσίων και μορφωμένων «γεννιούνται ευφυή»!

Εκτός από την κοινωνικο-οικονομική προέλευση, οι ελλείψεις των μαθητών μας προέρχονται και από την πλημμελή λειτουργία της 9χρονης υποχρεωτικής γενικής εκπαίδευσης στην οποία η θεωρητικολογία, ο δασκαλοκεντρισμός και η απομνημόνευση κυριαρχούν.

Στην 9χρονη υποχρεωτική γενική εκπαίδευση της χώρας μας δεν εκτιμάται με επάρκεια αυτό που είναι επιστημονικά-παιδαγωγικά αποδεδειγμένο ότι δηλαδή μέρος των μαθητών έχουν διαφορετικές (όχι μειωμένες) αντιληπτικές ικανότητες και δεν αντιλαμβάνονται μόνο με τη θεωρητική διδασκαλία αλλά χρειάζονται και την εφαρμοσμένη γνώση, το πείραμα και την εργαστηριακή άσκηση, ένα εκπαιδευτικό κομμάτι στο οποίο όλη η παιδεία μας υστερεί τραγικά. Η πρακτική άσκηση δεν υπάρχει ουσιαστικά αν και είναι γνωστό από την παιδοψυχολογία, τον jean Piaget, τους Αμερικανούς ψυχολόγους και όλες τις σύγχρονες έρευνες ότι «η χειρωνακτική επιδεξιότητα και η διανοητική ικανότητα όχι μόνο δεν αντιτίθενται, αλλά συμβαδίζουν σε βαθμό που η παραμέληση της μιας να αναστέλλει την εξέλιξη της άλλης». Κι ακόμη, στην προσχολική και την πρώτη σχολική ηλικία η χειρωνακτική επιδεξιότητα (η εκμάθηση και η καλλιέργεια της) αποτελεί βασικό συστατικό στην ανάπτυξη των διανοητικών ικανοτήτων , της ευφυΐας.

Το αποτέλεσμα της λανθασμένης εκπαιδευτικής πρακτικής που ακολουθούμε είναι ότι ένα μέρος των μαθητών παραγκωνίζεται ή «περιθωριοποιείται» από το εκπαιδευτικό σύστημα (προγράμματα σπουδών, εκπαιδευτικούς κλπ.) και οι ίδιοι οι μαθητές (καθώς και οι γονείς τους) πείθονται ότι «δεν παίρνουν τα γράμματα» και θα ήταν καλό να μάθουν μια τέχνη!

Είναι φανερό ότι με την κατάσταση αυτή η τεχνολογική επαγγελματική εκπαίδευση «κληρονομεί» από την υποχρεωτική γενική εκπαίδευση τις ατέλειές της και είναι υποχρεωμένη να λειτουργήσει με μαθητές που έχουν ακόμη και βασικές ελλείψεις στα γενικά μαθήματα. Είναι αρκετοί αυτοί που ισχυρίζονται ότι από την τεχνική εκπαίδευση «βγαίνουν αγράμματοι μαθητές» και λίγοι εκείνοι που αντιλαμβάνονται ότι στην πραγματικότητα «μπαίνουν αγράμματοι μαθητές» στη λυκειακή βαθμίδα όπου η κατάσταση δεν είναι εύκολα αναστρέψιμη.

Άλλος αρνητικός συντελεστής που υπάρχει στη χώρα μας και συντηρεί το φαύλο κύκλο που αναφέραμε είναι η φανερή ή όχι αντίδραση των ανθρώπων του πνεύματος που δραστηριοποιούνται στο χώρο της εκπαίδευσης. Διευκρινίζοντας το σημείο αυτό αναφέρουμε ότι η αποστροφή προς τα μεσαία τεχνικά επαγγέλματα παραπέμπει σε αυτό που ο Pierre Bourdieu ονόμασε «ρατσισμό της διανόησης» ο οποίος εμφανίζεται στο εσωτερικό του στρατοπέδου της πνευματικής εργασίας ενώ τα αποτελέσματα αφορούν, πέρα από το χώρο του πνεύματος, την ίδια τη δομή του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας.

Εκτός όλων των προβλημάτων που αναφέραμε το τεχνικό σχολείο, στην Ελλάδα, έχει να αντιμετωπίσει και κάποιους πολέμιους, οι οποίοι θα έπρεπε να είναι οι φυσικοί του σύμμαχοι. Οι πολέμιοι αυτοί είναι οι διανοούμενοι που δραστηριοποιούνται στο χώρο της αριστεράς, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι το «τεχνικό σχολείο» ως υποβαθμισμένο αναπαράγει την ταξικότητα σε βάρος των παιδιών της λαϊκής τάξης και διεκδικούν μια άλλη κοινωνική αναπαραγωγή μέσα από το γενικό σχολείο το οποίο θεωρείται αναβαθμισμένο και αξιοκρατικό. Με τον τρόπο αυτό παγιδεύονται και ενισχύουν το μύθο του αξιοκρατικού - αναβαθμισμένου σχολείου και ισχυρίζονται ότι τα παιδιά της λαϊκής τάξης πρέπει να φοιτούν σε αυτό.

Αντίθετα με την αντίληψη αυτή, η κοινωνιολογική έρευνα έχει αποδείξει περίτρανα ότι σε όλες τις χώρες το δημοκρατικό σχολείο, το ανοιχτό σε όλους, το σχολείο που επιλέγει μόνο με κριτήρια αξιών, στέλνει με μεγάλη στατιστική αυστηρότητα τα παιδιά των προνομιούχων οικονομικά και μορφωτικά στην ανώτατη εκπαίδευση και τα παιδιά των μη προνομιούχων τάξεων στην αγορά εργασίας αμέσως μετά το τέλος της υποχρεωτικής φοίτησης ή με ένα έως δύο χρόνια επαγγελματική ειδίκευση μετά απ' αυτήν.

Οι διανοούμενοι που προαναφέραμε, φαίνεται να αγνοούν ότι στην κοινωνι­κή αναπαραγωγή ή εκπαίδευση παίζει ένα σπουδαίο ρόλο, ο οποίος είναι πάντα δευτερεύων σε σχέση με τη διευρυμένη αναπαραγωγή των κοινωνι­κών ρόλων και λειτουργιών που συγκροτούν τον κοινωνικό καταμερισμό εργα­σίας. Η διευρυμένη αναπαραγωγή των κοινωνικών λειτουργιών και θέσεων αποτελεί την κύρια πλευρά της αναπαραγωγής. Συνεπώς το σχολείο, το είδος του σχολείου, δεν παράγει, τη διάκριση, την κοινωνική αδικία και τούτο διότι το σχολείο, το εκπαιδευτικό σύστημα ακολουθεί τις κοινωνικές εξελίξεις, και δεν προηγείται από αυτές.

Η υποτίμηση και η αποστροφή της ελληνικής κοινωνίας προς το τεχνικό σχολείο δεν υπάρχει στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη και ειδικά στα ανεπτυγμένα όπου η τεχνολογική επαγγελματική εκπαίδευση είναι αναβαθμισμένη και την ακολουθεί η μεγάλη πλειονότητα των μαθητών μετά το Γυμνάσιο.

Για παράδειγμα στη Φινλανδία, της οποίας οι μαθητές στο τέλος της υποχρεωτικής τους εκπαίδευσης κατατάσσονται, στους διεθνείς διαγωνισμούς PISA, πρώτοι πανευρωπαϊκά στα μαθήματα γενικής παιδείας, συνεχίζουν τις σπουδές τους στη λυκειακή βαθμίδα (επίπεδο 3 – upper secondary) στην τεχνική εκπαίδευση σε ποσοστό 64% (Cedefop 2008).