Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011

Σπιναλόγκα

Περπατώντας στον δρόμο της Σπιναλόγκας, σταμάτησε και κράτησε την αναπνοή σου. Από κάποιο χαμόσπιτο τριγύρω σου θα ακούσεις τον απόηχο από κάποιο μοιρολόγι μιας μάνας, μιας αδελφής ή τον αναστεναγμό ενός άνδρα. Άφησε δύο δάκρυα από τα μάτια σου και θα δεις να λαμπυρίζουν εκατομμύρια δάκρυα που πότισαν αυτόν τον δρόμο…».
Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης (χανσενικός κάτοικος της Σπιναλόγκας)

Η Σπιναλόγκα είναι μια βραχονησίδα, εκτάσεως 85 στρεμμάτων και με ύψος ως 53 μέτρα. Βρίσκεται στην βορειοανατολική Κρήτη, στην είσοδο του κόλπου της Ελούντας, στην περιοχή του Μεραμπέλλου του Νομού Λασιθίου. Το αρχαίο της όνομα ήταν «Καλιδών» και υπήρχε εκεί το φρούριο των Ολουνιτών, το οποίο προστάτευε το λιμάνι της αρχαίας πολιτείας Ολούντας. Το όνομα «Σπιναλόγκα» το πήρε κατά την Ενετοκρατία και σημαίνει «μακρύ αγκάθι» (spina=αγκάθι, longa=μακρύ). Προέκυψε από παραφθορά της ονομασίας «Stinelonde» (στην Ελούντα), εξελίχθηκε σε «Spinalonde» και τελικά σε «Spinalonga» («Spinalonga» ονομαζόταν και μια νησίδα στη Βενετία, η σημερινή «Giudecca»). Απ’ αυτή την ονομασία, προέκυψε αργότερα και η ελληνική απόδοση «Μακρακάνθη». Σήμερα η ονομασία που έχει επικρατήσει είναι η «Σπιναλόγκα» (λιγότερο γνωστές είναι οι ονομασίες «Νησί» ή «Κολοκύθα»). Πάνω στα απομεινάρια του αρχαίου φρουρίου, οι Βενετοί έχτισαν ένα ισχυρό φρούριο για να αμυνθούν στην επερχόμενη τουρκική απειλή το οποίο άντεξε μέχρι το 1715, οπότε και πέρασε στην κυριαρχία των Τούρκων, κατόπιν συνθηκολογήσεως. Το νησί είχε αποτελέσει καταφύγιο και ορμητήριο των «χαΐνηδων», των Κρητών επαναστατών που έκαναν ανταρτοπόλεμο στους κατακτητές Οθωμανούς που είχαν ήδη καταλάβει την Κρήτη. Όταν το νησί κατελήφθη απ’ τους Τούρκους, χτίστηκαν κατοικίες και εποικίστηκε. Στα τέλη του 19ου αιώνα, υπολογίζεται ότι κατοικούνταν από περισσότερες των διακοσίων οικογενειών.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο χαρακτήρας του νησιού, θα αλλάξει δραματικά, όταν ο ύπατος αρμοστής της Κρητικής Πολιτείας, πρίγκιπας Γεώργιος, θα αποφασίσει την ίδρυση λεπροκομείου στην Σπιναλόγκα για να απομονώσει τους λεπρούς του της Κρήτης, καθώς τότε η λέπρα* (ή «Νόσος του Χάνσεν», ή «λώβη») βρισκόταν σε έξαρση. Η κίνηση αυτή είχε και άλλο κίνητρο, καθώς στην Σπιναλόγκα κατοικούσαν μερικές οικογένειες Τούρκων, οι οποίες αρνούνταν να αποχωρήσουν απ’ την Κρήτη. Με την εγκατάσταση εκεί των λεπρών, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί κι έτσι έφυγαν και οι τελευταίοι Τούρκοι απ’ την Κρήτη. Η απόφαση για την ίδρυση του λεπροκομείου, με το όνομα «Άγιος Παντελεήμων», υπογράφηκε στις 30 Μαΐου του 1903 και σε πρώτη φάση μεταφέρθηκαν στις 14 Δεκεμβρίου 1904 στην Σπιναλόγκα περίπου 250 ασθενείς από όλη την Κρήτη. Στην δεκαετία του 1930 χτίστηκαν και νέες κατοικίες, ενώ για την διάνοιξη περιμετρικού δρόμου χρειάστηκε να γκρεμιστούν τμήματα του φρουρίου.

Οι λεπροί μέχρι τότε, ζούσαν απομονωμένοι σε οριοθετημένες συνοικίες (με ασβεστωμένες πέτρες), τις λεγόμενες «μεσκινιές» («μεσκίνηδες» ή «λουβιάρηδες» ονομάζονταν στην Κρήτη οι λεπροί [η λέξη «μεσκίνης» έχει τουρκική προέλευση και σημαίνει «βρόμικος»]). Ήταν οι «κομμένοι». Ο κόσμος, στην θέα και μόνο των παραμορφωμένων λεπρών, πανικοβάλλονταν κι έτσι οι άτυχοι ασθενείς, αναγκάζονταν να κυκλοφορούν φορώντας κουδουνάκια, για να προειδοποιούν για την παρουσία τους και να απομακρύνεται έγκαιρα ο κόσμος. Η παραβίαση των ορίων της «μεσκινιάς» από τον λεπρό, μπορούσε να προκαλέσει ακόμη και τον λιθοβολισμό ή πυροβολισμό του. Την λέπρα την αποκαλούσαν και θρησκευτική αρρώστια, λόγω του ότι ο Ιησούς εμφανίζονταν στα ευαγγέλια να θεραπεύει έναν λεπρό κι αυτό προκαλούσε ένα δέος και έναν επιπρόσθετο φόβο. Λόγω του ότι μέχρι τότε η λέπρα ήταν ανίατη ασθένεια κι ο κόσμος αγνοούσε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων έχει φυσική ανοσία απέναντι στην νόσο (αν και έστω η ελάχιστη πιθανότητα μετάδοσης της ασθένειας, ήταν αρκετή για να λειτουργήσει αρνητικά), το στίγμα έφερε κι ολόκληρη η οικογένεια του ασθενή, η οποία οδηγούνταν έτσι σε κοινωνική απομόνωση ως «λεπρόσογο» και «βρόμικοι». Κρατική μέριμνα δεν υπήρχε (οι ασθενείς διαγράφονταν ακόμη και από τα δημοτολόγια) και οι λεπροί ζούσαν αποκλειστικά από την ελεημοσύνη του κόσμου.

Το 1913, με την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, άρχισαν να πηγαίνουν λεπρούς απ’ όλη την χώρα (συνήθως τους πιο «άτακτους» και «αντιδραστικούς»), ενώ σταδιακά η Σπιναλόγκα χαρακτηρίστηκε ως Διεθνές Λεπροκομείο της Ευρώπης· ο δε πληθυσμός έφτασε μέχρι και τους χιλίους κατοίκους. Απέναντι από την Σπιναλόγκα δημιουργήθηκε κι ένας μικρός συνοικισμός, η Πλάκα, όταν δημιουργήθηκαν ένα πανδοχείο για τους επισκέπτες και κάποια καταστήματα με τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης, τα οποία προμηθεύονταν οι λεπροί, αλλά και οι επισκέπτες τους. Οι περισσότεροι λεπροί οδηγούνταν στην Σπιναλόγκα δια της βίας (ενίοτε και με χειροπέδες), καθώς γνώριζαν ότι εκεί κατά πάσα πιθανότητα θα περνούσαν το υπόλοιπο της ζωής τους, χωρίς καμμία ελπίδα για επιστροφή. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στην είσοδο του λεπροκομείου είχε τοποθετηθεί μια επιγραφή που καλούσε-προειδοποιούσε τους νεοεισαχθέντες με το εξής μήνυμα: «Ο εισερχόμενος να αποθέσει κάθε ελπίδα»…

Παρ’ ότι το λεπροκομείο διέθετε γιατρό και νοσηλευτικό προσωπικό, οι συνθήκες διαβίωσης στο νησί ήταν άθλιες. Μια μεγάλη τρώγλη, χωρίς οργάνωση. Ένα μικρό μηνιαίο επίδομα που τους χορηγούσε η πολιτεία, ήταν ανίκανο να καλύψει τις βασικές τους ανάγκες. Όσοι είχαν δυνάμεις, προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν την τροφή τους είτε καλλιεργώντας κηπευτικά, είτε ασχολούμενοι με το ψάρεμα. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις, που οι ασθενείς δραπέτευαν από το νησί για να πάνε στα κοντινά χωριά προς αναζήτηση τροφής. Οι «δραπέτες» που γίνονταν αντιληπτοί, αλλά και οι λοιποί «παραβάτες», κλείνονταν προς σωφρονισμό σε μια φυλακή που βρισκόταν πάνω σ’ έναν βράχο (από ένα σημείο και μετά, η φυλακή καταργήθηκε). Πολλοί πέθαιναν αβοήθητοι και μέσα σε φρικτούς πόνους, παραμορφωμένοι, τυφλοί, ή ακρωτηριασμένοι από την αρρώστια. Ο νομάρχης Λασιθίου, σε επιστολή του, στις 6 Αυγούστου 1925, προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο είναι αρκετά δηκτικός για την καταλληλότητα της Σπιναλόγκας ως θεραπευτηρίου: «Και ως ειρκτή καταδίκων και ως τάφος ακόμη είναι ανεπαρκής. Επισκεφθείς αυτό απεκόμισα τα χειρίστας εντυπώσεις και ίσως μόνη η μεγάλη φαντασία ενός Δάντη θα ηδύνατο να περιγράψη. Υπέρ τα διακόσια ανθρώπινα άθλια πλάσματα, πάσης ηλικίας, κοινωνικής θέσεως και φύλου και σωματικής παραμορφώσεως, έχουν εκεί εγκαρθειχθή εν πλήρει απογνώσει, άνευ συναισθήσεως ηθικών ή και γραπτών νόμων…». Κι ο διευθυντής του «Ινστιτούτου Παστέρ» στην Τύνιδα, Σαρλ Νικόλ, περιγράφει σε αναφορά του προς τα τέλη της δεκαετίας του 1930, την κατάσταση στη Σπιναλόγκα με μελανά χρώματα, ζητώντας από την ελληνική πολιτεία το κλείσιμο του λεπροκομείου, αναφέροντας μεταξύ άλλων: «Ως μόνη διασκέδαση και απασχόληση, ελλείψει εργασίας, κοιτάζουν την θάλασσα, παίζουν μερικά παιχνίδια και μερικά όργανα μουσικής. Τον περισσότερο όμως καιρό καταριούνται την τύχη τους, πίνουν, μεθούν, τσακώνονται και αγαπούν. Όταν επισκεφθήκαμε το νησί, δεν γίνονταν ούτε της λέπρας καν συστηματική νοσηλεία. Στον τραγικό αυτόν τόπο, ενώ περπατούμε, ακολουθούμενοι, περιστοιχιζόμενοι απ’ όλον τον απρόσβλητο πληθυσμό, δύο ερωτήματα προβάλλουν στην συνείδησή μας: Κι αν από απροσεξία υπάρχει μεταξύ των εγκάθειρκτων αυτών και κανένας υγιής; Ποια θα είναι η ζωή του και πόση η απελπισία του αν το ξέρει… Και μεταξύ των ελαφρότερα προσβεβλημένων (γιατί οι πρώτες εκδηλώσεις της λέπρας είναι ελαφριές) πόσοι δεν θεωρούν τους εαυτούς των αδίκως κλεισμένους στο νησί, καταδικασμένους να περάσουν όλη των την ζωή εκεί μέσα… Πολλοί έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν για να γλυτώσουν από την φριχτήν φυλακή, αλλά και μερικοί κατόρθωσαν κολυμπώντας να φύγουν…».

Στην Σπιναλόγκα υπήρχαν και κάποιοι κάτοικοι, οι οποίοι δεν ήταν ασθενείς. Κάποιοι απ’ αυτούς βρέθηκαν εκεί, όπως λέγεται, ως θύματα προσωπικών ή και πολιτικών διαφορών, μετά από καταγγελία πως ήταν λεπροί και αντίστοιχη δωροδοκία γιατρών, που «διέγνωθαν» τη νόσο (αν και σ’ αυτή την περίπτωση, υπάρχει και η άποψη, πως έγκλειστοι που επικαλέστηκαν τέτοιους λόγους, το έκαναν για ν’ αποφύγουν το στίγμα του λεπρού, των ίδιων, αλλά και της οικογένειάς τους). Κάποιοι άλλοι στέλνονταν στην Σπιναλόγκα και μόνο με την υποψία ότι μπορεί να είχαν λέπρα, ιδίως αν στο οικογενειακό περιβάλλον υπήρχε ιστορικό της νόσου. Ήταν κυρίως όμως, άνθρωποι που δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο να αποχωριστούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Κατά την διάρκεια του αποχωρισμού από τα αγαπημένα τους πρόσωπα εξελίσσονταν δραματικές και τραγικές στιγμές. Μαρτυρείται μάλιστα η περίπτωση μιας κοπέλας, που μην αντέχοντας μακριά από τον αγαπημένο της, έκανε ένεση στον εαυτό της, ισχυριζόμενη ότι ήταν αίμα του άνδρα της, για να μολυνθεί κι αυτή και να υποχρεωθούν οι υπεύθυνοι να την οδηγήσουν στην Σπιναλόγκα. Όπως κι έγινε… Η κοπέλα πάντως δεν ασθένησε, αν και ο άνδρας της πέθανε στα χέρια της. Όπως δεν ασθένησαν και τα περισσότερα από τα παιδιά που γεννήθηκαν στην Σπιναλόγκα, πολλά εκ των οποίων απομακρύνθηκαν από τις οικογένειές τους για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο νόσησης (αν και οι γάμοι μεταξύ χανσενικών τυπικά απαγορεύονταν λόγω της ασθένειας, αυτό δεν εμπόδισε πολλούς απ’ αυτούς να δημιουργήσουν σχέσεις -«παράνομες» και μη- μεταξύ τους) και μεταφέρονταν σε ειδικό παιδικό σταθμό στην Αθήνα. Η σωματική επαφή ασθενών και υγιών (δηλαδή προσωπικό και επισκέπτες) απαγορευόταν αυστηρά, ενώ κατά τις μεταξύ τους οικονομικές συναλλαγές, τα χρήματα περνούσαν υποχρεωτικά από ειδικό κλίβανο για απολύμανση. Το εξιτήριο μπορούσε ν’ αποκτηθεί, μόνο αν έβγαιναν αρνητικές τρεις διαδοχικές απαιτούμενες εξετάσεις, σε χρονικό διάστημα ενός έτους.

Κατά την διάρκεια της Κατοχής, η Σπιναλόγκα ήταν ίσως το μοναδικό μέρος της Ελλάδος στο οποίο δεν πάτησαν πόδι οι Ιταλοί και οι Γερμανοί, καθώς φοβήθηκαν να τους βγάλουν από εκεί, αν και φοβόταν ότι αυτό το μέρος θα μπορούσε να γίνει σημείο απόβασης των Βρετανών, αναλαμβάνοντας έτσι και την τροφοδοσία τους. Η ζωή όμως των λεπρών της Σπιναλόγκας, είχε αρχίσει να αποκτά κάποιο νόημα, λίγα χρόνια πριν, όταν πάτησε το πόδι του στο νησί ένας νέος ασθενής: Ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης

Ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης, ήταν εικοσιενός ετών, τριτοετής φοιτητής της Νομικής, όταν το 1936 πληροφορήθηκε ότι πάσχει από την Νόσο του Χάνσεν. Λίγον καιρό πριν, η αδελφή του είχε οδηγηθεί στην Σπιναλόγκα χτυπημένη από την ίδια ασθένεια. Ο ίδιος εξαιτίας της ασθένειάς του, χρόνια αργότερα θα τυφλωθεί και θα χάσει το χέρι του. Όπως γράφει και σχολιάζει ο Ρεμουνδάκης στην ανέκδοτη αυτοβιογραφία του «Αητός χωρίς φτερά», όταν έφτασε στην Σπιναλόγκα, η αδελφή του τον υποδέχθηκε λέγοντάς του «»Καλώς τον» κι όχι «καλώς όρισες». Αυτόν τον χαιρετισμό χρησιμοποιούσαν οι άρρωστοι στο νησί…». Η αδελφή του θα πεθάνει λίγα χρόνια αργότερα…

Ο Ρεμουνδάκης, ένας απ’ τους λίγους μορφωμένους ανθρώπους που υπήρχαν στο νησί, δεν ήταν διατεθειμένος να περιμένει μοιρολατρικά το τέλος της ζωής του, ζώντας ως «ζωντανός νεκρός». Αγωνίστηκε για να καλυτερεύσει την ζωή των λεπρών και απαίτησε από την πολιτεία καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και νοσηλείας. Μια από τις πρώτες του κινήσεις ήταν να ιδρύσει την «Αδελφότητα Ασθενών Σπιναλόγκας». Έφερε ασβέστη για να απολυμανθούν τα σπίτια και να φύγει η δυσοσμία που «τρυπούσε» τις μύτες και φύτεψαν δένδρα. Αποκτήθηκε ηλεκτρογεννήτρια και η Σπιναλόγκα απέκτησε ρεύμα, πριν ακόμη κι από την Πλάκα που βρισκόταν απέναντι και στον «έξω κόσμο». Διοργάνωσε υπηρεσία καθαριότητας των εξωτερικών και κοινόχρηστων χώρων και χάρις σ’ αυτόν, το νησί απέκτησε θέατρο, κινηματογράφο, καφενεία και κουρείο, ενώ τοποθετήθηκαν και μεγάφωνα στους δρόμους που έπαιζαν κλασική μουσική. Άρχισαν να ασκούνται επαγγέλματα, να λειτουργεί υποτυπώδες εμπόριο, δημιουργήθηκε σχολείο με δάσκαλο έναν λεπρό, ενώ είναι χαρακτηριστικό μάλιστα, ότι άρχισε να εκδίδεται και σατιρικό έντυπο. Το πιο σημαντικό ίσως που πέτυχε ο Ρεμουνδάκης, ήταν η τόνωση του αισθήματος της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας. Έτσι, η ζωή των λεπρών άρχισε να θυμίζει κάτι από την προηγούμενη ζωή τους, ή όπως μαρτυρεί κι ένας μετέπειτα θεραπευμένος χανσενικός, ο Μανώλης Φουντουλάκης, «Από μια στιγμή και μετά το νησί δεν ήταν το κολαστήριο. Ήταν ένα χωριό εγκλείστων, με τους καλούς, τους κακούς, τους τζαναμπέτηδες και τους ζαμανφουτίστες».

Το 1948, θα ανακαλυφθεί στην Αμερική το πρώτο φάρμακο για την αντιμετώπιση της λέπρας και σταδιακά η Σπιναλόγκα θα αδειάζει μέχρι και το 1957 που αποχώρησαν και οι τελευταίοι ασθενείς, οπότε και έκλεισε. Οι εναπομείναντες χανσενικοί που δεν είχαν θεραπευτεί ακόμη, μετακομίστηκαν στο λεπροκομείο της «Αγίας Βαρβάρας» στο Αιγάλεω (ή «λοιμωδών νόσων», όπως επικράτησε να λέγεται), μεταξύ αυτών κι ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης. Κάποιοι ασθενείς, έστω και θεραπευμένοι, αντιμετώπιζαν με μεγάλη επιφύλαξη -και όχι αβάσιμα- την επιστροφή τους στο περιβάλλον που ζούσαν πριν μπουν στην Σπιναλόγκα, λόγω του «στίγματος» που κουβαλούσαν, φοβούμενοι την κοινωνική απόρριψη. Ο μόνος που λέγεται ότι αρνήθηκε πεισματικά να εγκαταλείψει το νησί, ήταν ένας λυράρης από το Ρέθυμνο, ο Αντώνης Παπαδάκης ή «Καρεκλάς», ο οποίος παρ’ ότι δεν ήταν ασθενής είχε αποφασίσει να ζήσει στην Σπιναλόγκα μαζί με τους λεπρούς. Εξακολουθούσε να ζει στο νησί, τρώγοντας αγριόχορτα και σαύρες, και παίζοντας τη λύρα του, έως ότου οι αρχές τον έφεραν με την βία πίσω στον πολιτισμό, αν και ίδιος προτίμησε την απομόνωση από τον κόσμο και εκφραζόταν μόνο με την μουσική του (η περίπτωσή του καταγράφηκε στην ταινία μικρού μήκους του 1968 «Letzte Worte» [«Τελευταία λέξη»] του Werner Herzog). Όπως λέγονταν, είχε τρελαθεί… (Σύμφωνα πάντως με άλλη εκδοχή, ο «Καρεκλάς» σ’ αυτήν την ταινία υποδύονταν κάποιον ασθενή που έπαιζε λύρα).

Σήμερα, μετά από χρόνια εγκατάλειψης, η Σπιναλόγκα έχει χαρακτηριστεί ως αρχαιολογικός χώρος και διατηρητέο μνημείο, ενώ δέχεται επισκέψεις τουριστών κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, με πλοιάρια. Η Σπιναλόγκα έγινε περισσότερη γνωστή και στο εξωτερικό, όταν το 2001, η Βρετανίδα συγγραφέας Βικτόρια Χίσλοπ, μαθαίνοντας κατά τύχην για την ιστορία της Σπιναλόγκας, συγκλονισμένη έγραψε το μυθιστόρημα «Το νησί» το οποίο μεταφράστηκε σε αρκετές γλώσσες, ενώ μεταφέρθηκε και στην ελληνική τηλεόραση, ως ομώνυμη τηλεοπτική σειρά. Το 1958, η Λίλα Κουρκουλάκου, σκηνοθέτησε την, πρωτοποριακή για την εποχή της, ταινία «Το νησί της σιωπής», με πρωταγωνιστές τους Ορέστη Μακρή, Νίνα Σγουρίδου, Γιώργο Καμπανέλη και Γιάννη Σπαρίδη. Η ταινία, που σκηνές της γυρίστηκαν και στους χώρους της Σπιναλόγκας, έγινε αφορμή να μεταφερθούν από το νησί και οι τελευταίοι ασθενείς που είχαν απομείνει εκεί.

* Λέγεται «λέπρα» γιατί οι ασθενείς βγάζουν «λέπια». Δηλαδή ξεφλουδίζει, απολεπίζεται το δέρμα τους. Λέγεται και «Νόσος του Χάνσεν» (και οι ασθενείς «χανσενικοί»), εξαιτίας του Νορβηγού ιατρού επιστήμονα Γκέρχαντρ Χάνσεν, ο οποίος το 1873 ανακάλυψε τον ιό που προκαλεί την ασθένεια (πιο συγκεκριμένα το βακτηρίδιο «Mycobacterium leprae»). Η ασθένεια είναι γνωστή από την αρχαιότητα (στην αρχαία Ελλάδα ονομαζόταν «ελεφαντίαση») κι εκτός από την απολέπιση, προκαλεί παραμορφώσεις μελών του σώματος, τύφλωση, νέκρωση των νεύρων (σημεία όπου εμφανίζονται συνήθως κόκκινες κηλίδες) που οδηγεί σε αδυναμία αίσθησης του ζεστού, κρύου κ.τ.λ. με συνέπεια τους αυτοτραυματισμούς. Ο θάνατος επέρχεται λόγω των μολύνσεων που προκαλεί η ασθένεια στα διάφορα όργανα του σώματος. Η λέπρα, σήμερα θεωρείται ιάσιμη, ειδικά αν η θεραπεία αρχίσει στα πρώιμα στάδια της ασθένειας. Η ασθένεια θεωρείται μεταδοτική, αν και ο τρόπος μετάδοσης τελεί υπό διερεύνηση. Είναι γεγονός πάντως, πως το 95% και πλέον των ανθρώπων έχουν φυσική ανοσία απέναντι στον ιό.

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011

Ο Αόρατος Πόλεμος

 
Υπάρχει ένας πόλεμος της ψυχής που ενεργείται στα κρυφά με λογισμούς από τα πνεύματα της πονηρίας. Επειδή η ψυχή είναι αόρατη, οι επίβουλες εκείνες δυνάμεις της επιτίθενται με αόρατο πόλεμο, όπως ταιριάζει στην ουσία της. Και μπορεί να δει κανείς ανάμεσα σ' αυτές και σ' εκείνη όπλα και παράταξη και δόλια τεχνάσματα και πόλεμο φοβερό και συμπλοκή πεισματώδη και νίκες και ήττες και από τα δύο μέρη. Μόνο ένα πράγμα λείπει από αυτόν το νοητό πόλεμο, για τον οποίο μιλάω, που υπάρχει στον αισθητό. Ο καιρός του πολέμου. Γιατί ο αισθητός πόλεμος ξέρει να προσδιορίζει και τον καιρό και την τάξη της διεξαγωγής του. Ενώ ο νοητός ξεσπά ξαφνικά και απροειδοποίητα στα βάθη της καρδιάς και με ενέδρα χτυπά καίρια την ψυχή και τη θανατώνει με την αμαρτία.
Όσιος Φιλόθεος ο Σιναΐτης

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2011


Η ΑΥΤΟΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ
ΜΟΝΑΔΑΣ 

Δρ Αθηνά Μιχαηλίδου – Ευριπίδου 
Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου

Η ενίσχυση και η σταδιακή αυτονόμηση της σχολικής μονάδας είναι έντονο στοιχείο που χαρακτηρίζει τα περισσότερα εκπαιδευτικά συστήματα στην Ευρώπη. Ιδιαίτερα στις σκανδιναβικές χώρες, η σχολική μονάδα έχει την πρωτοβουλία του καταρτισμού του ετήσιου προγραμματισμού της και του δικού της μοναδικού και αυθεντικού σχεδίου δράσης, μέσα στα πλαίσια βέβαια του περιγράμματος στόχων που δίνει ο ‘κεντρικός’ εκπαιδευτικός φορέας. Το πρόγραμμα και σχέδιο δράσης του κάθε σχολείου, δημιουργείται συλλογικά από όλους τους συμμετέχοντες στο εκπαιδευτικό έργο που συντελείται στη μονάδα (μαθητές εκπαιδευτικούς και γονείς), κοινοποιείται έγκαιρα σε όλους και αποτελεί το «όραμα» και τη βασική επιδίωξη όλων για βελτίωση και πρόοδο.

Είναι γεγονός ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα έχει συγκεντρωτικό χαρακτήρα. Πρακτικό παράδειγμα αυτού του συγκεντρωτισμού, αποτελεί και η αντιμετώπιση των σχολείων μας ως πανομοιότυπων μονάδων με τα ίδια χαρακτηριστικά, η οποία αντιμετώπιση αγνοεί συχνά τις ιδιαιτερότητες που έχει και την κουλτούρα που αναπτύσσει το κάθε σχολείο. Οι εισδοχές στην κάθε σχολική μονάδα, οι ζωντανοί πληθυσμοί που την αποτελούν, ο χώρος και ο χρόνος στους οποίους συντελείται το εκπαιδευτικό έργοκαιπολλές άλλεςπαράμετροι, αποτελούν διαφοροποιητικά στοιχεία στην ύπαρξη της κάθε σχολικής μονάδας, αλλά κυρίως στο έργο που υτή παράγει. Στο επίπεδο της τάξης, η αλλαγή και η χρήση διαφοροποιημένης πρακτικής τόσο κατά τη διδασκαλία, όσο και κατά την αντιμετώπιση του κάθε μαθητή ως ξεχωριστής οντότητας, απαιτεί δραστικές δομικές αλλαγές σε σημαντικές πτυχές της εκπαίδευσής μας, όπως η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, η αξιολόγηση του μαθητή, η διαμόρφωση του σχολικού χώρου και πολλές άλλες. Κυρίως όμως, απαιτείται η αλλαγή νοοτροπίας σε όλα τα φάσματα του συστήματος.

Μια πρακτική που θα βοηθούσε στην αποκέντρωση, θα σεβόταν τη διαφορετικότητα και θα έφερνε αέρα ανανέωσης και αναθεώρησης αξιών στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, είναι η αυτονόμηση της σχολικής μονάδας σε θέματα αξιολόγησης του εκπαιδευτικού και του εκπαιδευτικού έργου.

Έχει πια ωριμάσει ο καιρός για λήψη απόφασης στο σχολείο. Ο/η διευθυντής/ντρια μαζί με το προσωπικό, τους μαθητές και τους γονείς τους, όλοι δηλαδή όσοι έχουν το δικαίωμα να γνωρίζουν τι γίνεται στη σχολική μονάδα, μπορούν να γίνουν οι καλύτεροι κριτές του δικού τους έργου. Η οποιασδήποτε μορφής εξωτερική αξιολόγηση του έργου του σχολείου ή/και του έργου του εκπαιδευτικού, θα πρέπει να αντικρίζεται ως ενίσχυση του έργου που επιτελείται στο σχολείο και να επιβεβαιώνει την αξιολόγηση που διενεργεί για το δικό της έργο η ίδια η σχολική μονάδα.

Στη μικροκοινωνία της εκπαίδευσής μας, έχει ταυτιστεί, δυστυχώς, η αξιολόγηση με τη βαθμολογία και τον εντοπισμό των μειονεκτημάτων – προβλημάτων μιας μονάδας. Επίσης, πολύ συχνά, η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας γίνεται για σκοπούς αξιολόγησης του διευθυντή της και όχι για σκοπούς βελτίωσης του όλου εκπαιδευτικού έργου, το οποίο συντελείται από κοινού από τους συνεργαζόμενους φορείς (μαθητές, γονείς, εκπαιδευτικούς, διευθυντική ομάδα). Σκοπός της αξιολόγησης θα μπορούσε να είναι ακριβώς ο αντίθετος: ο εντοπισμός των δυνατών μας σημείων, ο έπαινος και η ενίσχυση της θετικής πλευράς, αλλά ταυτόχρονα και η παραδοχή των περιορισμών και των προβληματικών στοιχείων εκείνων που εμποδίζουν την ανάπτυξη του σχολείου ως συνόλου. Άν σκοπός της αξιολόγησης είναι η βελτίωση και η ανάπτυξη της σχολικής μονάδας σε ένα πνεύμα συνεργασίας, αμοιβαίου σεβασμού και προαγωγής της δημιουργικότητας από μέρους όλων των ενδιαφερομένων, τότε η εξωτερική, τυπική και τελική αξιολόγηση από μόνη της δεν μπορεί να εξυπηρετήσει το σκοπό αυτό. Αντίθετα, η συνεχής, εσωτερική και «εκ των ένδον» αυτοαξιολόγηση προάγει τη συνεχή βελτίωση, αλλά κυρίως αναπτύσσει πνεύμα ευθύνης και καθιστά υπόλογους και υπεύθυνους για τις πράξεις τους, όλους τους εμπλεκόμενους στη διαδικασία της αξιολόγησης.

Ο ρόλος τόσο του εκπαιδευτικού όσο και του μαθητή μέσα στη σχολική μονάδα, περιορίζεται σήμερα στον εκτελεστικό. Ο ρόλος της διευθυντικής ομάδας παραμένει στην εκτέλεση οδηγιών και σπάνια στην ανάπτυξη πρωτοβουλιών και τη δημιουργία. Ο ρόλος των γονέων είναι περιθωριοποιημένος στην παρακολούθηση και μόνο της εκπαιδευτικής πράξης. Με την ανάπτυξη μηχανισμού αυτοαξιολόγησης ο ρόλος αυτός θα μπορούσε να αναβαθμιστεί σε ρόλο δημιουργικό, ρόλο που απαιτεί διερεύνηση και κριτική σκέψη, ρόλους στους οποίους, θεωρητικά τουλάχιστον, το εκπαιδευτικό μας σύστημα στοχεύει. Θα μπορούσε, δηλαδή, εκπαιδευτικός και μαθητής να παράγουν έργο με πλήρη συνειδητοποίηση των αποφάσεών τους και να μην είναι απλά αναδημιουργοί ή εκτελεστές του έργου άλλων.

Για να καταστεί δυνατή η δημιουργία και ανάπτυξη του μηχανισμού αυτοαξιολόγησης στη σχολική μονάδα επιβάλλεται η οριοθέτηση των γνώσεων, δεξιοτήτων και στάσεων που επιδιώκει το σχολείο για το μαθητή. Επίσης, επιβάλλεται η έγκαιρη κατάθεση του προγράμματος δράσης του σχολείου για όλη τη χρονιά και όλες τις πτυχές του έργου της σχολικής μονάδας, προς ενημέρωση όλων των ενδιαφερομένων. Το πρόγραμμα του σχολείου πρέπει να πηγάζει από τη συλλογική προσπάθεια όλων αλλά να αποτελεί και πηγή ευθύνης για όλους. 

Είναι υποχρέωσή μας να ξεκαθαρίσουμε «το ζητούμενο» το οποίο πρέπει όχι μόνο να γίνει γνωστό σε όλους τους ενδιαφερόμενους – εμπλεκόμενους, αλλά και να είναι από την αρχή δομημένο με τη συναίνεση όλων. Η προσπάθεια για καθορισμό επιπέδων στο εκπαιδευτικό μας σύστημα θα μπορέσει ίσως να βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση, άν τροχοδρομηθεί από την αρχή σωστά και με βάση την συναινετική προσπάθεια όλων. Ένα κοινά αποδεκτό και ευέλικτο πλαίσιο σκοπών και στόχων – δεικτών απόδοσης (performance indicators) στο σχολείο θα αποτελέσει τη βάση στην οποία θα στηριχθεί η προσπάθεια αυτοβελτίωσης, αυτοαξιολόγησης και ανάπτυξης «εκ των έσω».

Τα κριτήρια της αξιολόγησης θα πρέπει να είναι ξεκάθαρα και δοσμένα σε όλους από την αρχή. Σκοπός είναι να πετύχουμε το μέγιστο των στόχων που τίθενται μέσα από την προσπάθεια στη σχολική μονάδα και όχι να ανακαλύψουμε απλά ποιος εργάζεται και ποιος όχι (που και σε αυτή την περίπτωση η απόδοση ευθυνών απουσιάζει). Θεωρείται βέβαιη η συναντίληψη όλων των εμπλεκομένων, καθώς και η κοινή προσδοκία και όραμα για μια ποιοτική εκπαίδευση.

Η αυτοαξιολόγηση θα αποτελέσει δείγμα αξιόπιστο και έγκυρο του «εκπαιδευτικού γίγνεσθαι» μέσα στο σχολείο. Θα είναι μια φωτογράφηση της όλης προσπάθειας, πλούσια σε δεδομένα ποσοτικά και ποιοτικά και δοσμένη προς τα έξω από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς και μαθητές, καθώς και από τη διοίκηση του σχολείου αλλά και τους γονείς. Η διαδικασία της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας είναι μια διαδικασία μάθησης για όλους τους εμπλεκόμενους αλλά και μια δημιουργική εμπειρία, αφού μέσα από αυτήν δίνεται σε όλους η ευκαιρία να γνωρίσουν τις δυνατότητές τους, να υπερβούν τις αδυναμίες τους, αλλά και να αντιληφθούν καλύτερα το δικό τους ρόλο στη μονάδα.

Η αυτοαξιολόγηση θα πρέπει να επιτρέπει σε όλους τους εμπλεκόμενους την έκφραση άποψης για την ποιότητα της εκπαίδευσης στο σχολείο και να τεκμηριώνει συστηματικά και επιστημονικά τα οποιαδήποτε αποτελέσματα για το έργο που επιτελείται. Ο μαθητής, έχοντας ξεκάθαρους στόχους από την αρχή, αναγνωρίζει την αξία της προσπάθειας και αναπτύσσει κίνητρα αλλά και μηχανισμούς που οδηγούν στην αξιοποίηση των ικανοτήτων του. Ο εκπαιδευτικός, γνωριζοντας τι αναμένεται από αυτόν, είναι σε θέση να τεκμηριώσει την εργασία του ποικιλοτρόπως (π.χ. φάκελος εργασίας, αποτελέσματα δοκιμίων, τήρηση ημερολογίου). Η διοίκηση του σχολείου παίρνει άμεση ανατροφοδότηση για την εργασία που επιτελείται, αλλά έχει ταυτόχρονα και την άμεση ευθύνη της στήριξης και ανατροφοδότησης για σκοπούς βελτίωσης του έργου που επιτελείται. Ο εξωτερικός κριτής (σύμβουλος, επιθεωρητής ή και γονιός) θα αντικρίσει την εργασία και το έργο του σχολείου μέσα από την προοπτική της προσπάθειας για αυτοβελτίωση και θα αντιληφθεί αμέσως τα θετικά που περιλαμβάνει η όλη προσπάθεια.

Το σύστημα αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας είναι μια ανάγκη για την εκπαίδευσή μας. Επιτρέπει στους συμμετέχοντες να αναπτύξουν κίνητρα και ικανότητες τέτοιες που θα προβάλουν τον καλύτερό τους εαυτό, να βιώσουν το αίσθημα του «ανήκειν» στη σχολική μονάδα. Η αυτοαξιολόγηση είναι μια διαδικασία που ξεπερνά την αξιολόγηση «χάριν της αξιολόγησης», αφού γίνεται μέσα σε περιβάλλον αλληλοσεβασμού και διαφάνειας, με ορατούς στόχους και ουσιαστικά κίνητρα.

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

Οι Γνωστικοί και ο Κόσμος του Λάθους

της Καίτης Βασιλάκου

 

Στη μεταβατική εποχή του 2ου,3ου,και 4ου αιώνα μ.Χ, όταν ο αρχαίος κόσμος έσβηνε αργά και επώδυνα και η ρωμαϊκή αυτοκρατορία μεταστοιχειωνόταν σε κάτι άλλο που ακόμα κανείς δεν ήταν σε θέση να καταλάβει, και καθώς ο χριστιανισμός κέρδιζε συνέχεια έδαφος εις βάρος της εθνικής θρησκείας, άνθισε το κίνημα των Γνωστικών, των πρώτων αιρετικών χριστιανών, όπως τους αποκάλεσαν οι αντίπαλοί τους.

 

 Να σημειώσουμε εδώ ότι, όπως συμβαίνει σε όλες τις μεταβατικές περιόδους, οι εθνικοί αντιπροσώπευαν τη συντήρηση, τον παλιό κόσμο που έπρεπε να φύγει από τη μέση για να πάρει τη θέση του ο καινούργιος. Ο καινούργιος κόσμος ήταν οι χριστιανοί. Οι ανατρεπτικές ιδέες τους μπορεί να φόβιζαν τους συντηρητικούς, όμως αυτές τελικά σηματοδοτούσαν την πρόοδο, δηλαδή το πέρασμα σε μια νέα φάση της Ιστορίας. Σήμερα ξέρουμε ότι αυτή η πρόοδος έφερε τελικά οπισθοδρόμηση στα γράμματα, στις τέχνες και στη σκέψη και έμπασε το δυτικό άνθρωπο στο μεσαίωνα. Αυτό όμως είναι άλλο θέμα.

 

 

Από τη μια λοιπόν έχουμε τους εθνικούς που αγωνίζονται να διατηρήσουν τον κόσμο τους έτσι, όπως τον ξέρουν, και από την άλλη τους χριστιανούς που μάχονται να κατεδαφίσουν αυτόν τον κόσμο και να χτίσουν ένα καινούργιο. Είναι μια εποχή μεγάλης αναστάτωσης και σύγκρουσης ιδεών που καλεί τους ανθρώπους  να συνταχθούν είτε με τη μία είτε με την άλλη άποψη.  Ανάμεσα στις δυο απόψεις δεν  υπάρχει χώρος για  τρίτη. Η τρίτη άποψη μπορεί να είναι μόνο η αποχή.

 

Οι Γνωστικοί, κατά τη γνώμη μου, εκφράζουν αυτή την τρίτη άποψη με τη στάση  και τις ιδέες τους.

Χωρισμένοι σε πολυάριθμες ομάδες με πιο γνωστούς τους Βασιλειδιανούς και τους Βαλεντινιανούς, οι Γνωστικοί πιστεύουν ότι ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι απατηλός, μια ψευδαίσθηση, ένας εφιάλτης, από τον οποίο κάποτε θα ξυπνήσουμε. Σε  άλλη παραλλαγή αυτής της δοξασίας ο κόσμος υπάρχει μεν, αλλά  είναι ένας «Κόσμος του Λάθους», έργο ενός κατώτερου Δημιουργού που αγνοεί ότι πάνω από αυτόν υπάρχει ο πραγματικός Θεός.

 

Κατά τους Γνωστικούς δεν σώζεται κανείς με την πίστη αλλά με τη γνώση, την ενορατική γνώση. Αυτή θα τους βοηθήσει να εννοήσουν την αλήθεια και να στραφούν προς τον αληθινό κόσμο, έργο του αγαθού Θεού που βρίσκεται σε άλλους ουρανούς.

 

Ένα κοινό χαρακτηριστικό  που διατρέχει όλες τις γνωστικές ομάδες είναι η βαθιά αίσθηση της αποξένωσης. Σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο οι Γνωστικοί αισθάνονται ξένοι, εξόριστοι. Ο πρώτος άνθρωπος της δημιουργίας ονομάζεται από τους Σεθιανούς Γνωστικούς «Γεραδάμα», δηλαδή Αδάμ ο Ξένος. Μια άλλη ομάδα Γνωστικών, οι Υψιστάριοι  - σ’ αυτούς ανήκε μάλιστα ένα καιρό και ο πατέρας του Ιωάννη Χρυσόστομου -  ονομάζουν το Θεό τους αλλογενή Ύψιστο και οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται αλλογενείς.

 

(Ας θυμηθούμε με την ευκαιρία το μύθο του σπηλαίου, όπως μας τον παραδίδει ο Πλάτων: οι άνθρωποι  βλέπουν τις σκιές του πραγματικού κόσμου, όπως αυτές σχηματίζονται στα τοιχώματα της σπηλιάς, όπου ζουν ισόβια αλυσοδεμένοι και καθηλωμένοι και νομίζουν ότι αυτός είναι ο πραγματικός κόσμος.  Χωρίς να είναι Γνωστικός ο Πλάτων,  «σκέφτεται» γνωστικά. Είναι δυιστής, όπως όλοι οι Γνωστικοί, και πιστεύει στην ύπαρξη δύο παράλληλων κόσμων, αυτού μέσα στον οποίο ζούμε και ενός άλλου υπερβατικού και τέλειου, του οποίου «σκιά» είναι ο δικός μας κόσμος.

Αλλά και ο φιλόσοφος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος, στωικός αυτός και όχι γνωστικός, γράφει στα «Εις Εαυτόν» ότι η ζωή εδώ είναι «ξένου επιδημία», δηλαδή παραμονή σε ξένη γη. Και εδώ διαβλέπουμε γνωστική σκέψη).

 

Εφόσον αυτός ο κόσμος είναι μια ψευδαίσθηση ή ένας κόσμος του Λάθους, οι Γνωστικοί αρνούνται να συμμετάσχουν στα δρώμενα της κοινωνίας τους και κρατούν μια περιθωριακή στάση απέναντί της.

Έχουν αντιεξουσιαστικές αντιλήψεις: αδιαφορούν για την κατεστημένη εξουσία και για κάθε είδους ιεραρχία και έχουν τάσεις εκλεκτικισμού.

 

Ενδιαφέρον είναι ότι θεωρούσαν τη γυναίκα ισότιμη με τον άνδρα και γι αυτό υπήρχαν γυναίκες ιεραπόστολοι και προφήτισσες. Πολλοί από αυτούς ήταν εχθροί της αναπαραγωγής, επειδή πίστευαν ότι είναι αμαρτία να  παγιδέψουν σ’ αυτό τον κόσμο του Λάθους και άλλες ψυχές. Ένας λόγος που έσβησαν από την Ιστορία πρέπει να είναι και αυτός.

Οι περισσότεροι από αυτούς  αυτοαποκαλούνταν χριστιανοί, αλλά η κοσμοθεωρία τους φόβιζε τους άλλους χριστιανούς, οι οποίοι τους μισούσαν και φαίνεται ότι διέδιδαν εις βάρος τους πολλές συκοφαντίες.

Υπήρχαν όμως και εθνικοί Γνωστικοί.

 

Μετά την επικράτηση της ορθόδοξης πίστης στη Σύνοδο της Νίκαιας το 325, οι Γνωστικοί μαζί με τους υπόλοιπους διαφωνούντες κρίθηκαν αιρετικοί και με την πάροδο των χρόνων οι ομάδες τους έπεσαν σε παρακμή και έσβησαν.

 

Δεν χάθηκαν ωστόσο εντελώς.

Στις ανατολικές επαρχίες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας εμφανίζονται ως Παυλικιανοί τον 7ο αιώνα. Οι εικονομάχοι αυτοκράτορες τους ευνόησαν, αλλά μετά την αποκατάσταση των εικόνων διώχθηκαν απηνώς. Αργότερα ο Ιωάννης Τσιμισκής φέρνει τα υπολείμματά τους στη χερσόνησο του Αίμου και τα χρησιμοποιεί στρατιωτικά. Από αυτούς περνά ο γνωστικισμός στους Βούλγαρους. Πρόκειται για την αίρεση των Βογόμιλων που εμφανίζεται εκεί τον 10ο αιώνα. Οι Βογόμιλοι μεταγγίζουν τις γνωστικές ιδέες τους  στη δυτική Ευρώπη, όπου το 12ο αιώνα εμφανίζεται η αίρεση των Καθαρών στη Γερμανία και τη Γαλλία. Εννοείται ότι η επίσημη εκκλησία τους καταδίωξε ανηλεώς, μέχρι που τους εξαφάνισε.

Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις ο γνωστικισμός έχει μεταλλαχθεί σε αδιάλλακτη εχθρότητα απέναντι στην κατεστημένη εξουσία οποιασδήποτε μορφής, την οποία θεωρεί διεφθαρμένη, και αντιστέκεται  με νύχια και με δόντια εναντίον της.

 

Μια μικρή γνωστική κοινότητα, οι Μανδαίοι, φαίνεται να επιβιώνει στο σημερινό Ιράκ.

 

Στην εποχή μας που η θρησκευτική πίστη έχει ατονήσει, ο γνωστικός τρόπος σκέψης εμφανίζεται σε άλλα πεδία, στη φιλοσοφία, στο μυθιστόρημα και στις κινηματογραφικές ταινίες.

 

Σύμφωνα με τον Sean Martin στο βιβλίο του «Οι Γνωστικοί» ( εκδ. Αρχέτυπο) ο Βολταίρος  στα έργα του «Candide» και «Το όνειρο του Πλάτωνος» και ο Γκαίτε στον «Φάουστ» εκφράζουν  γνωστικές ιδέες.

Στοιχεία γνωστικισμού βρίσκουμε και στους υπαρξιστές φιλοσόφους Πασκάλ, Κίρκεγκορ και Νίτσε.

Ο διάσημος  ψυχίατρος Καρλ Γιούνγκ δήλωνε γνωστικός.

Ο Φραντς Κάφκα είχε επίσης ενδιαφερθεί για το γνωστικισμό και τα δυο μεγάλα έργα του «η Δίκη» και «ο Πύργος» έχουν γνωστικές επιδράσεις.

Ο Αλμπέρ Καμύ με τον «Ξένο» του τοποθετείται απέναντι στον κόσμο ως γνήσιος γνωστικός.

Ας θυμηθούμε επίσης την ταινία «The Truman show», όπου ο κεντρικός ήρωας  μεγαλώνει σ’ ένα απατηλό κόσμο.

Αλλά το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα μάς το δίνει η ταινία «Matrix»:

«Ξύπνα, Νίο», αυτό το μήνυμα βλέπει γραμμένο στον υπολογιστή του ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ο οποίος στη συνέχεια μαθαίνει ότι ο κόσμος μέσα στον οποίο ζει , είναι ένας πλασματικός κόσμος.

Ο πραγματικός  βρίσκεται αλλού και αυτό που εκείνος βιώνει ως πραγματικότητα είναι απλώς η προσομοίωση ενός  υπολογιστή. Η ταινία χρησιμοποιεί όρους που υπάρχουν στα γνωστικά κείμενα, όπως τύφλωση, ύπνος, άγνοια, όνειρο, σκοτάδι και νύχτα που αντιπαρατίθενται στην όραση, στην αφύπνιση, στη γνώση και στο φως.

 

Πιστεύω ότι ο γνωστικισμός είναι τρόπος αντίληψης των πραγμάτων και κατ’ ακολουθία και τρόπος ζωής. Εκφράζει  μια διαχρονική κατηγορία ανθρώπων που αρνούνται να αναμετρηθούν με τον κόσμο, τον οποίο θεωρούν εξ ορισμού άδικο και σκληρό και τον οποίο καμιά ανθρώπινη δύναμη δεν μπορεί να βελτιώσει. Κατά την άποψή τους η ίδια η φύση της ύλης είναι τέτοια που  δεν μπορεί να δεχτεί καμιά διορθωτική επέμβαση . Γι αυτό προτιμούν να της γυρίσουν την πλάτη  και να βυθιστούν στα ανακουφιστικά τους οράματα.

 

Είναι άτομα της σκέψης αλλά όχι της δράσης, κατά κανόνα μοναχικά και απαισιόδοξα , απογοητευμένα από τον τρόπο που βλέπουν να λειτουργούν τα πράγματα. Παρατηρούν τον κόσμο και διαλογίζονται, δεν αισθάνονται όμως ικανά να τα βάλουν μαζί του. Εφόσον δεν μπορούν να αναλάβουν δράση, η μόνη τους διέξοδος είναι να συστραφούν περί τον εαυτό τους και να δημιουργήσουν με τη φαντασία τους ουτοπικούς κόσμους, όπου βασιλεύουν η δικαιοσύνη και η ευτυχία. Όσο γι αυτόν εδώ τον κόσμο, το καλύτερο που έχουν να κάνουν είναι να τον αγνοήσουν.

 

Δεν μπορώ εδώ να αντισταθώ στον πειρασμό και να μην αναφέρω τους στίχους του Άκη Πάνου: «Ήρθα σαν ξένος στη ζωή και ξαναφεύγω ξένος» καθώς και ολόκληρο το ποίημα του Γιάννη Σκαρίμπα «Σπασμένο Καράβι» ( όπου βλέπουμε την απόλυτη άρνηση του ζώντος κόσμου) - μια μικρή απόδειξη ότι ο γνωστικισμός είναι τελικά τρόπος σκέψης πέρα από θρησκευτικές αιρέσεις και δοξασίες.

 

Ο Πλάτων, αν και δεν ήταν γνωστικός, πιστεύω ότι ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία και η «Πολιτεία» του εκφράζει το δικό του ουτοπικό όραμα για ένα καλύτερο κόσμο. Καθαρά δυιστής και αυτός, πιστεύει στην παράλληλη  ύπαρξη του τέλειου κόσμου των Ιδεών και φυσικά περιφρονεί την αθηναϊκή δημοκρατία και το θόρυβο της εκκλησίας του δήμου.

 

Ο στωικός Μάρκος Αυρήλιος έχει κι εκείνος γνωστικό τρόπο σκέψης.

Η έκπληξη είναι ότι αυτός ο αυτοκράτορας πέρασε τα περισσότερα χρόνια του στα διάφορα στρατόπεδα πολεμώντας τους βαρβάρους. Αλλά ήταν σαν να διεκπεραίωνε κάποιο καθήκον, μια και η μοίρα τον είχε τοποθετήσει σ’ αυτή τη θέση.. Ήταν απαισιόδοξη φύση και έβλεπε  τον κόσμο από απόσταση.

 

Οι Γνωστικοί των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων κάνουν το ίδιο.

Δεν είναι άνθρωποι της δράσης, νιώθουν αποστροφή για τον κόσμο, ενοχλούνται από τη φασαρία του  και αυτοπεριθωριοποιούνται τηρώντας μια στάση εκλεκτικισμού απέναντι στους άλλους, τους οποίους θεωρούν απλοϊκούς και αφελείς.

 

Χωρίς να είναι αυτή η καλύτερη λύση για να ζήσει κανείς τη ζωή του, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι  ο γνωστικός τρόπος σκέψης μάς έδωσε μεγάλα έργα. Εκτός από αυτά που ήδη ανέφερα, παραθέτω ακόμα μερικά που βρήκα στο βιβλίο του Sean Martin  «Οι Γνωστικοί»:

 

«Το Βιβλίο του Ούριζεν», «Βάλα ή Τα Τέσσερα Ζώα», «Ιερουσαλήμ», του Ουίλιαμ Μπλέικ.

«Η Ναυτία», του Ζαν Πολ Σαρτρ.

«Ντέμιαν» και «Ο Λύκος της Στέπας», του Χέρμαν Έσσε.

«Μόμπι Ντικ», του Χέρμαν Μέλβιλ.

Πολλά μυθιστορήματα του Φίλιπ Ντικ, εκ των οποίων αναφέρω μόνο το «Ηλεκτρικό Πρόβατο», πάνω στο οποίο βασίστηκε η ταινία του Ridley Scott  «Blade Runner».

Επίσης γνωστικά θέματα έχουν χρησιμοποιήσει μεταξύ άλλων: Ο Λόρενς Ντάρελ στο «Αλεξανδρινό Κουαρτέτο», ο Τζακ Κέρουακ στο «Δόκτωρ Σαξ», ο Ανατόλ Φρανς στην «Εξέγερση των Αγγέλων», ο Χάρολντ Μπλουμ στην «Πτήση προς τον Εωσφόρο», ο Άλεν Γκίνσμπεργκ στην «Πλουτώνια Ωδή» και οι Μπόρχες και Σιοράν στο έργο τους γενικά.

 

Κόσμος του Λάθους, λοιπόν.

Μήπως  εκείνοι οι μονόχνωτοι Γνωστικοί είχαν  κάποιο δίκιο;

Καίτη Βασιλάκου

  

ας Τον ντύσουμε

Φίλοι Χριστού είναι οι Φιλόπτωχοι

Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου

"...Όσο είναι καιρός, λοιπόν, ας επισκεφθούμε το Χριστό, ας Τον περιποιηθούμε, ας Τον θρέψουμε, ας Τον ντύσουμε, ας Τον περιμαζέψουμε, ας Τον τιμήσουμε.
Όχι μόνο με τραπέζι, όπως μερικοί, όχι μόνο με μύρα, όπως η Μαρία, όχι μόνο με τάφο, όπως ο Αριμαθαίος Ιωσήφ, όχι μόνο με ενταφιασμό, όπως ο φιλόχριστος Νικόδημος, όχι μόνο με χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα, όπως οι μάγοι πρωτύτερα.
Μα επειδή ο Κύριος των όλων θέλει έλεος και όχι θυσία και επειδή η ευσπλαχνία είναι καλύτερη από τη θυσία μυριάδων καλοθρεμμένων αρνιών, ας Του την προσφέρουμε μέσου εκείνων που έχουν ανάγκη, μέσω εκείνων που βρίσκονται σήμερα σε δεινή θέση, για να μας υποδεχθούν στην ουράνια βασιλεία, όταν φύγουμε από τον κόσμο τούτο και πάμε κοντά στον Κύριο μας, το Χριστό, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες.
Αμήν".
stratisandriotis.blogspot.com

Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

Μαθητές με χαμηλές προσδοκίες

Του Σταύρου Πάγκαλου,
Σχ. Σύμβουλου Δ/θμιας Εκπ/σης, κλ. ΠΕ12.05
Αν εξετάσει κανείς το μαθητικό δυναμικό στις σχολικές μονάδες της Δ/θμιας Τεχνικής –Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ΔΤΕΕ) θα διακρίνει τρεις λίγο – πολύ ευδιάκριτες κατηγορίες μαθητών:
Η πρώτη αποτελείται από μαθητές που επιθυμούν πραγματικά να ασκήσουν το επάγγελμα στην Ειδικότητα στην ειδικότητα που επέλεξαν. Πολλοί απο αυτούς ενδιαφέρονται να ακολουθήσουν το επάγγελμα των γονιών τους ή άλλων ατόμων από το οικογενειακό τους περιβάλλον, κάποιοι έχουν ήδη σχετική εργασιακή εργασιακή εμπειρία και είδαν ότι τους ενδιαφέρει, άλλοι έχουν εκδηλώσει από νωρίς την κλίση τους για  κάποιο αντικείμενο και έχουν συνειδητά επιλέξει τη συγκεκριμένη κατεύθυνση μετά από ενδελεχή διερεύνηση των επαγγελματικών προοπτικών  που τους προσφέρει, κ.ά.  Είναι δηλαδή μαθητές με προσδοκίες που θέλουν να μάθουν όσο το δυνατόν περισσότερα  πάνω για το επάγγελμά τους.
Η δεύτερη, συνήθως πιο ολιγάριθμη από την πρώτη (εξαρτάται από την Ειδικότητα), αποτελείται από μαθητές που έχουν βάλει ως απώτερο στόχο την εισαγωγή τους σε ΤΕΙ. Έχουν επιλέξει δηλαδή τη συγκεκριμένη κατεύθυνση εκτιμώντας ότι,  μέσω της διαδικασίας των πανελλαδικών εξετάσεων με το ειδικό ποσοστό για τους μαθητές των ΕΠΑΛ, θα πετύχουν πιο εύκολα και σίγουρα το στόχο τους. Εκτιμούν δηλαδή ότι αν συνέχιζαν τις σπουδές τους στο Γενικό Λύκειο και συμμετείχαν στις γενικές πανελλαδικές εξετάσεις η βαθμολογία που θα συγκέντρωναν δεν θα τους έδινε πολλές πιθανότητες να εισαχθούν στην Σχολή που επιθυμούν.  Ο αριθμός τους εξαρτάται κυρίως από το κατά πόσο η ιδιαίτερη διαδικασία πρόσβασης που προβλέπεται για τους μαθητές της ΔΤΕΕ είναι ευνοϊκότερη σε σχέση με αυτή που ισχύει για τους μαθητές του Γενικού Λυκείου. Είναι και αυτοί μαθητές με προσδοκίες που έχουν καλές επιδόσεις στο σχολείο, δεν εκφράζουν όμως την κύρια κατεύθυνση της ΔΤΕΕ που είναι η προετοιμασία για ένα επάγγελμα μέσης στάθμης.
Τέλος, η τρίτη κατηγορία αποτελείται από μαθητές με χαμηλές προσδοκίες. Είναι μαθητές που έχουν καταλήξει στη ΔΤΕΕ γιατί το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα και ο κοινωνικός περίγυρος τους έχει χαρακτηρίσει ως «αδύνατους» μαθητές  ή μαθητές που «δεν παίρνουν τα γράμματα». Πολλοί από αυτούς αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες (δεν έναι τυχαίο ότι το ποσοστό των μαθητών με δυσλεξία είναι πολύ μεγαλύτερο στη ΔΤΕΕ σε σχέση με τη Γενική Εκπαίδευση). Συνήθως έχουν επιλέξει τον Τομέα /Ειδικότητα που φοιτούν με χαλαρά κριτήρια. Παρουσιάζουν μειωμένο ενδιαφέρον για τα μαθήματα (τόσο αυτά της Γεν. Παιδείας, όσο και της Ειδικότητας) και έχουν χαμηλές επιδόσεις. Ευελπιστούν ότι θα καταφέρουν μέσα από το ΕΠΑΛ - όπου φοιτούν οι περισσότεροι μαθητές αυτής της κατηγορίας - να πάρουν ένα απολυτήριο Λυκείου έχοντας καταβάλει λιγότερο κόπο σε σχέση με το Γενικό Λύκειο. Θα το χρησιμοποιήσουν ως αποδεικτικό περαίωσης της Δ/θμιας Εκπ/σης και ενδεχομένως να μπορέσουν έτσι να διοριστούν και στο Δημόσιο ή σε όποια άλλη εργασία, όπου το απολυτήριο Λυκείου μετρά ως προσόν, ή ακόμη -  με την κατάργηση της βάσης του 10 στις πανελλαδικές εξετάσεις - να εγγραφούν σε κάποιο ΤΕΙ. Μικρός αριθμός από τους  μαθητές αυτούς θα απασχοληθεί τελικά σε μια θέση εργασίας σχετική με το αντικείμενο των σπουδών τους.
Δυστυχώς αυτή η τελευταία κατηγορία μαθητών είναι και η πολυπληθέστερη στα επαγγελματικά σχολεία. Είναι η πηγή αποθάρρυνσης των καθηγητών που βλέπουν τις προσπάθειές τους να μην αποδίδουν. Ταυτόχρονα όμως αποτελούν για τους εκπαιδευτικούς που εργάζoνται στη ΔΤΕΕ  μια πρόκληση: Πως δηλαδή θα καταφέρουν να τους αυξήσουν την αυτοεκτίμηση, να τους βοηθήσουν να συμπληρώσουν τα κενά γνώσεων που έχουν από τις προηγούμενες τάξεις, να τους κινήσουν το ενδιαφέρον για μάθηση, να τους εμφυσήσουν την αγάπη για το αντικείμενο της ειδικότητάς τους, κλπ.
Οι διαπιστώσεις αυτές επαληθεύονται και από τα ευρήματα των λίγων μελετών που έχουν διερευνήσει την απασχόληση των αποφοίτων της ΔΤΕΕ. Ένα μικρό ποσοστό των αποφοίτων, που κυμαίνεται μεταξύ του 5% και του 40% (ανάλογα με την ειδικότητα και τον τύπο του σχολείου), καταλήγει να εργάζεται σε μια εργασία σχετική με το πτυχίο που απέκτησε.
Κάθε μεταρρύθμιση επομένως στη ΔΤΕΕ οφείλει, πρώτα απ’ όλα, να ανατρέψει αυτή την εικόνα. Να μην είναι η ΔΤΕΕ ο χώρος όπου η Γενική Εκπαίδευση εναποθέτει το πρόβλημά της (τους «αδύνατους» μαθητές), αλλά να συγκεντρώνει μαθητές με προσδοκίες, μαθητές που να έχουν συγκεκριμένους μορφωτικούς και επαγγελματικούς στόχους .
Όλες οι κατά καιρούς εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις επικεντρώθηκαν στην μικρή αναλογία των μαθητών που ακολουθούν την ΔΤΕΕ, σε σύγκριση με άλλες χώρες, και έθεταν ως κύριο στόχο τους την αντιστροφή αυτής της κατάστασης, χωρίς να έχουν αναλύσει τις αιτίες του φαινομένου και χωρίς να εξασφαλίσουν ότι η αύξηση του αριθμού των μαθητών στην επαγγελματική εκπαίδευση θα συμβαδίζει με τη βελτίωση της ποιότητας της (κυρίως της ποιότητας του μαθητικού της δυναμικού) και με την αύξηση του κοινωνικού γοήτρου της. Στην ουσία επιδίωκαν (και πολλές φορές το διακήρυτταν κιόλας ως  πρωταρχικό στόχο τους) να «αποσυμφορήσουν» το Γενικό Λύκειο, να μειώσουν δηλαδή, σε πρώτο στάδιο, τους εν δυνάμει υποψήφιους για εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και ιδίως στα ΑΕΙ. Για να γίνει η ΔΤΕΕ πιο ελκυστική στους μαθητές, προέβλεπαν ένα πιο «βατό» πρόγραμμα σπουδών και εισαγωγή στα ΤΕΙ με συνοπτικές διαδικασίες. Έτσι εκείνο που συνήθως συνέβαινε σε καθε αλλαγή, ήταν να αυξηθεί ο αριθμός των μαθητών της τρίτης κατηγορίας και ενδεχομένως και της δεύτερης.
Δημιουργήθηκαν επαγγελματικά σχολεία σε κάθε μικρή πόλη και κωμόπολη για να διευκολυνθεί η πρόσβαση των μαθητών στη ΔΤΕΕ, σχολεία τα οποία ποτέ δεν δικαίωσαν τις προβλέψεις των σχεδιαστών τους, ως προς το πλήθος των μαθητών που θα συγκέντρωναν. Η αγωνία και η ανασφάλεια των καθηγητών, κάθε χρόνο, αν θα εγγραφεί ικανός αριθμός μαθητών για να λειτουργήσει το τμήμα και να μη μείνουν χωρίς ωράριο, «κατέβαζε τον πήχυ» όσον αφορά τα μαθησιακά αποτελέσματα, αφού η απόρριψη κάποιου μαθητή θα οδηγούσε στην κατάργηση του τμήματος, είτε στην ενίσχυση εκείνων των τμημάτων και σχολείων που υπόσχονταν την «απρόσκοπτη» πορεία των μαθητών προς το πτυχίο και το απολυτήριο. Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση του αριθμού των σχολικών μονάδων και η μεγάλη γεωγραφική διασπορά τους,  λειτούργησε σε βάρος της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης, καθώς οδήγησε σε ολιγομελή τμήματα που δεν ήταν δυνατό να υποστηριχθούν με τον απαιτούμενο εργαστηριακό εξοπλισμό, λόγω της εκτίναξης στα ύψη του σχετικού κόστους ανά μαθητή.
Σύμφωνα με όλες τις μελέτες, και ιδιαίτερα τις σχετικές έρευνες του CEDEFOP, το κύρος της ΔΤΕΕ σε μια χώρα εξαρτάται καθοριστικά από το κοινωνικό κύρος των αποφοίτων της. Από το αν δηλαδή οι απόφοιτοι έχουν καλές ευκαιρίες απασχόλησης στην ειδικότητά τους, αν πετυχαίνουν ικανοποιητικές αποδοχές, αν έχουν τα εφόδια να εξελιχθούν (να κάνουν καριέρα) στο πλαίσιο μιας επιχείρησης ή ως αυτοαπασχολούμενοι – εργοδότες, αν έχουν αποκτήσει τις γνώσεις και δεξιότητες να συμμετέχουν σε διαδικασίες δια βίου μάθησης ή να συνεχίσουν σπουδές σε ανώτερο επίπεδο. Εξετάζοντας κανείς τις συνθήκες στα κράτη όπου η ΔΤΕΕ ακολουθείται από την πλειονότητα των  μαθητών, διαπιστώνει ότι  ισχύουν σε μεγάλο βαθμό όλα, ή σχεδόν όλα, τα παραπάνω.
Στη χώρα μας όμως δεν έχουν εξασφαλιστεί οι προϋποθέσεις αυτές, τουλάχιστον για την πλειονότητα των αποφοίτων μας, με αποτέλεσμα τη χαμηλή κοινωνική εκτίμηση και αναγνώριση της ΔΤΕΕ . Ποιος λόγος να γίνει για το γόητρο και το κύρος της ελληνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης, όταν το 70% των αποφοίτων της (κατά τις σχετικές έρευνες) ετεροαπασχολείται, εργάζεται δηλαδή σε εργασία άσχετη με το πτυχίο του;
Είναι άραγε λογικό όσοι θα εργασθούν τελικά ως σερβιτόροι, υπάλληλοι σε πολυκαταστήματα, υπάλληλοι σε εταιρείες σεκιούριτι ή ενοικίασης αυτοκινήτων, διανομείς, πωλητές, μικρομαγαζάτορες, κλπ., να έχουν λάβει ακριβή εργαστηριακή εκπαίδευση σε ολιγομελή τμήματα; Μήπως θα ήταν προτιμότερο να είχαν παραμείνει στο Γενικό Λύκειο; Εννοείται σε ένα Γ.Λ. που δεν θα ήταν μονόπλευρα προσανατολισμένο στην εισαγωγή στα ΑΕΙ- ΤΕΙ, αλλά σε ένα σχολείο που θα τους έδινε τη γενική παιδεία και τις κοινωνικές δεξιότητες γι αυτά τα επαγγέλματα.
Τι πρέπει να γίνει λοιπόν για να αυξηθεί το κύρος και η ελκυστικότητα της ΔΤΕΕ στη χώρα μας;
Το πρώτο βήμα είναι να αλλάξει η φιλοσοφία του σχεδιασμού της Δ.Τ.Ε.Ε. Σήμερα είμαστε στο σημείο όπου έχουμε ιδρύσει και διασπείρει σε όλη τη χώρα επαγγελματικά σχολεία και προσπαθούμε να τα εφοδιάσουμε με μαθητές. Ενώ η ορθολογική διαδικασία θα ήταν το κάθε προϋπάρχον σχολείο να καθορίζει έναν κλειστό (και ελάχιστο απαιτούμενο) αριθμό εισακτέων ανά ειδικότητα, με βάση ποιοτικές προδιαγραφές εκπαιδευτικού προσωπικού και μέσων. Εφ όσον η απορρόφηση των αποφοίτων από την αγορά εργασίας είναι ικανοποιητική (με βάση έρευνες) και υπάρχει βεβαιωμένη κοινωνική ζήτηση και για άλλους μαθητές, τότε μόνον να ιδρύονται νέα τμήματα και σχολεία για να καλύψουν τη ζήτηση. Μάλιστα είναι σημαντικό, η εγγραφή των μαθητών σε κάθε επαγγελματική ειδικότητα να γίνεται μετά από ειδικά διαγνωστικά τεστ, μέσω των οποίων να διαπιστώνεται αν ο μαθητής έχει κλίση και αν ενδιαφέρεται πραγματικά για το συγκεκριμένο επάγγελμα (τέτοια πρακτική ακολουθείται π.χ. στο επιτυχημένο Φινλανδικό μοντέλο).
Το δεύτερο βήμα είναι να γίνουν ενέργειες προς την πλευρά της παραγωγής και της εργασίας με σκοπό την πιστοποίηση ή/και τη νομοθετική κατοχύρωση διαφόρων επαγγελμάτων τα οποία σήμερα δεν πιστοποιούνται. Πάρα πολλά επαγγέλματα /ειδικότητες του κατασκευαστικού κλάδου (καλουπατζήδες, σιδεράδες, κτίστες, τεχνίτες μεταλλικών κατασκευών, κ.ά.), ξυλουργοί, επιπλοποιοί, τεχνικοί - χειριστές παραγωγικών μηχνημάτων και διαδικασιών, εργαζόμενοι στον επισιτισμό, στη μεταποίηση τροφίμων, σε υπηρεσίες γραφείου και πληροφορικής, κλπ., δεν έχουν επίσημες διαδικασίες πιστοποίησης προσόντων, ούτε προβλέπονται ειδικές εργασιακές κανονιστικές ρυθμίσεις, με ότι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα προϊόντων και υπηρεσιών.  Έχει παρατηρηθεί ότι όποτε τέθηκαν προδιαγραφές και κανόνες για την άσκηση  ενός επάγγελματος, δημιουργήθηκε αντίστοιχη εκπαιδευτική ζήτηση. Όταν κατοχυρώθηκε με νόμο το επάγγελμα του κομμωτή ή παλαιότερα του υδραυλικού, παρουσιάστηκε αθρόα προσέλευση μαθητών στις σχετικές ειδικότητες της ΔΤΕΕ.
Μόνον αν γίνουν αποφασιστικά βήματα στις δυο αυτές κατευθύνσεις θα επέλθει το ζητούμενο: Να αυξηθεί δηλαδή το ποσοστό των μαθητών που κατευθύνονται στην ΔΤΕΕ, έχοντας συγκεκριμένες προσδοκίες και στόχους και μαζί να ανυψωθεί και το κοινωνικό κύρος της επαγγελματικής εκπαίδευσης. Όπως είναι γνωστό από τις σχετικές εκπαιδευτικές μελέτες, οι υψηλές προσδοκίες των μαθητών είναι ο βασικός παράγοντας που χαρακτηρίζει ένα σχολείο ως «καλό» ή αποτελεσματικό. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Ας αναλογιστούμε ποιές θεωρούνται ως «καλές» σχολές στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, γιατί θεωρούνται καλύτερα σχολεία τα ακριβά ιδιωτικά, πού οφείλεται η φήμη των παλαιών Σχολών Εργοδηγών, ή και σήμερα, ποιά τμήματα των σχολικών μονάδων της ΔΤΕΕ ή των σχολών μαθητείας του ΟΑΕΔ θεωρούνται πιο επιτυχημένα και σε ποιές ειδικότητες; Κοινός παρονομαστής όλων αυτών των επιτυχημένων σχολών, είναι ότι διαθέτουν /διέθεταν σπουδαστές με υψηλές προσδοκίες στους οποίους παρέχουν /παρείχαν καλές (και επαληθεύσιμες) επαγγελματικές ή/ και εκπαιδευτικές προοπτικές.
Αλλιώς, όσοι εκπαιδευτικοί βρισκόμαστε στο χώρο, θα συνεχίσουμε να θρηνούμε και να γκρινιάζουμε για το χαμηλό ποσοστό των μαθητών που ακολουθεί την επαγγελματική εκπαίδευση και να προτείνουμε άτολμους και ανεδαφικούς τρόπους βελτίωσής της, κινούμενοι - κατά βάθος - από μια ανάγκη αυτοσυντήρησης (διατήρηση θέσεων, κεκτημένων και κλαδικών ισορροπιών που απειλούνται από μια ενδεχόμενη συρρίκνωση της ΔΤΕΕ) και όχι από την ορθολογική εκτίμηση της κατάστασης με γνώμονα το συμφέρον των μαθητών και της ελληνικής κοινωνίας.

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011

ΤΑ ΤΡΙΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ

 

 

Η ΩΡΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΕΚΠΛΗΞΕΩΝ

            Η ψυχολογία έχει διαπιστώσει, ότι ο άνθρωπος από τη βρεφική του ηλικία έχει την τάση να παρουσιάζεται στους έξω καλύτερος απ ό,τι πραγματικά είναι. Αυτό σημαίνει, ότι κάθε άνθρωπος έχει κατά κάποιο τρόπο δύο ή τρία προσωπεία. Το ένα είναι το πραγματικό με το οποίο τον γνωρίζει ο Θεός. Το δεύτερο είναι εκείνο με το οποίο εμφανίζεται ο άνθρωπος στο οικείο περιβάλλον του και το τρίτο εκείνο με το οποίο τον γνωρίζει ο υπόλοιπος κόσμος. Οι περισσότεροι, άνθρωποι μας κρίνουν με βάση το τρίτο προσωπείο. Όσοι μας γνωρίζουν καλύτερα μας βαθμολογούν με βάση το δεύτερο, γι αυτό λένε, ότι δεν υπάρχει μεγάλος άνθρωπος στα μάτια του υπηρέτη του, αλλά ο Θεός μας κατατάσσει στην τάξη που μας αξίζει πραγματικά με βάση το πρώτο, το πραγματικό μας πρόσωπο.

            Γι αυτό όσο απατηλό κι αν είναι το προσωπείο με το οποίο εμφανιζόμαστε είτε γενικότερα, είτε στους οικείους μας, δεν είναι δυνατό να εξαπατήσουμε και αυτόν το Θεό, γιατί απλούστατα κρινόμαστε με βάση εκείνου που είμαστε στην πραγματικότητα.

            Το τραγικό λάθος των περισσοτέρων από μας είναι, ότι νομίζουμε πως ο Θεός θα μας κρίνει με βάση του προσωπείου με το οποίο εξαπατούμε τους άλλους. Δυστυχώς για μας όμως η κρίση Του θα είναι δίκαιη και την ημέρα της κρίσεως θα αποκατασταθεί η τέλεια και πλήρης δικαιοσύνη.

           Η σημερινή ευαγγελική περικοπή μας υπενθυμίζει, ότι θα έλθει η ώρα των μεγάλων εκπλήξεων, όπου όλα θα εμφανισθούνγυμνά και τετραχηλισμένα τοις οφθαλμοίς αυτού” ( Εβρ.4,13), οι οποίοι οφθαλμοί ως δίστομος μάχαιρα που φθάνει μέχρι μυελού ψυχής τε και πνεύματος, αρμών τε και μυελών ( Εβρ. 4,12) και ανακρίνει ακόμη και τις πιο μύχιες σκέψεις μας, τις οποίες ποτέ δεν είχαμε εκθέσει.

            Ο κρίνων θα είναι ο έχων τοις οφθαλμοίς αυτού ως φλόγα πυρός ( Αποκ. 2,18), ο οποίος είναι συγχρόνως ο δυνάμενος συμπαθείσαι ταις ασθενείαις ημών ”, αλλʼ επʼ ουδενί λόγο είναι δυνατό να εξαπατηθεί.

            Και το κατηγορητήριο και η υπεράσπιση μας θα βασίζονται στα έργα μας και στη ζωή μας όπως την ζήσαμε και όχι όπως είχαμε την ικανότητα να την εμφανίζουμε. Οι πράξεις μας πάλι και τα έργα μας θα κριθούν βάσει βαθύτερων ελατηρίων. Όσες έγιναν απλώς προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις ” φυσικά δεν θα ληφθούν  υπόψη, διότι ο προορισμός των έχει ήδη εκπληρωθεί. Όταν τις κάναμε οι άνθρωποι τις είδαν και τις θαύμασαν. Ό,τι επιδιώκαμε θα το έχουμε ήδη απολαύσει.

            Οι άλλες πράξεις μας που έγιναν κατ ενώπιον του Θεού, θα ανασυρθούν στην επιφάνεια και θα βρίσκονται μπροστά μας για την υπεράσπιση μας, για να εμφανισθεί και πάλι το πραγματικό μας πρόσωπο, με το οποίο θα ζήσουμε στη Βασιλεία του Θεού.

            Τότε όταν όλοι εμφανισθούμε με το πραγματικό μας πρόσωπο θα παρουσιασθούν οι μεγάλες εκπλήξεις. Τότε πολλοί από εκείνους που περιφρονούνταν από εμάς και θεωρούνταν ότι δεν θα έβλεπαν το πρόσωπο του Θεού, θα έλθουν για να συμπαρακαθίσουν στο Μεγάλο Δείπνο με όλους τους αγίους και τους δικαίους. Και εκείνοι που θεωρούνταν από εμάς ως υιοί της βασιλείας, εκβληθήσονται εις το σκότος το εξώτερον .  

            Και διερωτάται κανείς: αξίζει να κοπιάζει κανείς όλα τα χρόνια της ζωής του για να φτιάξει ένα προσωπείο το οποίο θα χρησιμοποιήσει για λίγα χρόνια και στο τέλος να βρεθεί, ότι χάριν αυτού έχει θυσιάσει ολόκληρη την αιωνιότητα; 

π. Γ. Στ.

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ ( Μτθ. 8,5-13)

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

Υπάρχει ένα Σχολείο...

γράφει ο Σωτήρης Αθηναίος
Υπάρχει ένα Σχολείο,
στο οποίο οι μαθητές χαίρονται το μάθημα·
Δε τους ρωτάνε οι γονείς, αν διάβασαν· Διαβάζουν, γιατί χαίρονται και νοιώθουν τη δύναμη της γνώσης.
Δε ζουν μαζί με τους γονείς τους, αλλά τους κουβαλάνε μαζί τους στον ύπνο και το ξύπνιο τους· Το αγαπημένο τατουάζ στο σώμα τους είναι η λέξη “μάνα”· Δεν έχουν το δωμάτιο τους, τη “βολή” τους, δεν καταλαβαίνουν με τον ίδιο τρόπο τις ψυχολογικές διακυμάνσεις της εφηβείας· Δεν είναι παιδιά, δεν είναι έφηβοι, δεν είναι άντρες, λες και κάποιος έχει σβήσει την αχνή μολυβιά, που σκιαγραφεί τα σημαντικότερα τμήματα της σύντομης ζωής τους και αυτοί με πείσμα πήραν τα μολύβια- χοντρά, ανεξίτηλα μολύβια- για να τα ξαναγράψουν μέσα στον παράδεισο και την ασφάλεια που τους παρέχει το σχολείο των Φυλακών.
Σ’ αυτό το σχολείο οι μαθητές δεν κάνουν αδικαιολόγητες απουσίες, δεν πάνε φροντιστήριο, σχεδόν κανένας δεν παραλαμβάνει τον έλεγχο των βαθμών τους.
Υπάρχει ένα Σχολείο,
στο οποίο οι μαθητές δε μετράνε το αντριλίκι με το θράσος προς τους Δασκάλους, για αυτούς οι Δάσκαλοι τους είναι ο κόσμος που ονειρεύονται και όχι η κοινωνία που απεχθάνονται.
Υπάρχει ένα Σχολείο, ένα Δημόσιο Σχολείο
που βοηθά εκατοντάδες μαθητές να πάρουν απολυτήριο Γυμνασίου και Λυκείου, για να μπορέσουν κάποτε να ενταχθούν ουσιαστικά στις απαιτήσεις ενός σύγχρονου Κράτους.
Υπάρχει ένα Σχολείο, ένα Δημόσιο Σχολείο,
στο οποίο δεκάδες μαθητές, δίχως φροντιστηριακή υποστήριξη, έχουν, ήδη, εισαχθεί στα ΑΕΙ και ΤΕΙ της χώρας.
Υπάρχει ένα Σχολείο, ένα Δημόσιο Σχολείο,
στο οποίο οι μαθητές εκδίδουν σχολική εφημερίδα με μεστότητα άρθρων και αισθητική τελειότητα, που θα τη ζήλευαν ακόμα και επαγγελματικά έντυπα. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι βραβεύτηκαν δύο φορές μέσα σε ελάχιστα χρόνια με το πρώτο βραβείο σχολικών εφημερίδων από το Δημοσιογραφικό οργανισμό Λαμπράκη.
Υπάρχει ένα Σχολείο, ένα Δημόσιο Σχολείο,
στο οποίο οι μαθητές συμμετέχουν στο διαγωνισμό της Μαθηματικής Εταιρείας και διακρίνονται (πόσα σχολεία, δημόσια ή ιδιωτικά, έχουν ανάλογη διάκριση;)
Υπάρχει ένα Σχολείο, ένα Δημόσιο Σχολείο,
στο οποίο οι μαθητές οργανώνουν και παρουσιάζουν, κάθε χρόνο, θεατρικές παραστάσεις, μουσικές εκδηλώσεις, προστατεύουν τη βιβλιοθήκη τους σαν το σημαντικότερο περιουσιακό τους στοιχείο
Υπάρχει ένα Σχολείο, ένα Δημόσιο Σχολείο,
το οποίο οι καθηγητές επέλεξαν προαιρετικά να υπηρετήσουν (ταξιδεύοντας με δικά τους έξοδα 90 χλμ κάθε μέρα)· Παρουσιάζονται το πρωί και φεύγουν το απόγευμα από την εργασία τους· Βρίσκονται χρόνια στην ίδια θέση και ποτέ δε ζήτησαν τη μετάθεση, που δικαιούνται. Μεταφέρουν το κέφι για δουλειά στους μαθητές τους, και αποτελούν το μοναδικό, ίσως, αξιόλογο πρότυπο που έτυχε να γνωρίσουν. Είναι πρόθυμοι να συμπαρασταθούν σε οποιοδήποτε καλλιτεχνική πρωτοβουλία των μαθητών τους, οργανώνουν και συμμετέχουν σε διεθνή συνέδρια για να ανταλλάξουν γνώσεις σχετικά με το επαγγελματικό τους αντικείμενο.
Αν υπήρχε ένα ανάλογο σχολείο στην Αμερική, Γερμανία, ή αλλού θα ήταν παγκόσμιο πρότυπο προς μίμηση για όλους τους δοκησίσοφους, που αναζητούν τα μεγαλεία, πάντα, έξω από την αυλή τους. Θα είχαν αφιερώσει χιλιόμετρα σελίδων τα ανά τον πλανήτη έντυπα, θα ήταν αντικείμενο μελέτης και διπλωματικών διατριβών σε όλους τους απανταχού πανεπιστημιακούς ή ερευνητές του πλανήτη 
Αυτό το σχολείο βρίσκεται στη χώρα μας και λειτουργεί, παρ' όλα τα γραφειοκρατικά προβλήματα, με χρήματα των Ελλήνων πολιτών. Σε μια εποχή με απαισιόδοξες έως μίζερες ειδήσεις, το Γυμνάσιο (με Λυκειακές τάξεις) του Ειδικού Κέντρου Κράτησης Νέων Αυλώνα (Ε.Κ.Κ.Ν.Α.) αποτελεί παράδειγμα δημιουργίας για όλους τους Λειτουργούς της Εκπαίδευσης (Δημόσιας και Ιδιωτικής). Οι Λειτουργοί του (από τις ελάχιστες φορές, που η λέξη αποκτά πραγματικό νόημα) δουλεύουν αθόρυβα και αποτελεσματικά και δε χρησιμοποιούν τις επιτυχίες τους ως μέσο κενόδοξης προβολής. Θεωρούν το έργο τους ολοκληρωμένο μόνο όταν καταφέρουν να πείσουν όλους εμάς να δώσουμε, στην πραγματικότητα, μια δεύτερη ευκαιρία στους μαθητές τους.



ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ ΑΥΛΩΝΑ
Γυμνάσιο – Λύκειο Ε.Κ.Κ.Ν.Α.: Ένα σχολείο ελεύθερων ανθρώπων μέσα στη Φυλακή

Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

Τις ημύνθη περί πάτρης;

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στην εφημερίδα «Ακρόπολις» 115 χρόνια πριν…..

Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος.
Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί,
 εκατάστρεψαν το έθνος, ανάθεμά τους. Κάψιμο θέλουν όλοι τους! Τότε σ' εξεθέωναν οι προεστοί κ' οι 'γυφτοχαρατζήδες', τώρα σε 'αθεώνουν' οι βουλευταί κ' οι δήμαρχοι.

Αυτοί που είχαν το λύειν και το δεσμείν εις τα δύο κόμματα, τους έταζαν 'φούρνους με καρβέλια', δώσαντες αυτοίς ουχί πλείονας των είκοσι δραχμών μετρητά, απέναντι, καθώς τους είπαν, και παρακινήσαντες αυτούς να εξοδεύσουν κι απ' τη σακκούλα τους όσα θέλουν άφοβα, διότι θα πληρωθούν μέχρι λεπτού, σύμφωνα με τον λογαριασμόν, όν ήθελαν παρουσιάσουν.

Το τέρας το καλούμενον επιφανής τρέφει τη φυγοπονίαν, την θεσιθηρίαν, τον τραμπουκισμόν, τον κουτσαβακισμόν, την εις τους νόμους απείθειαν. Πλάττει αυλήν εξ αχρήστων ανθρώπων, στοιχείων φθοροποιών τα οποία τον περιστοιχίζουσι, παρασίτων τα οποία αποζώσιν εξ αυτού… 

Μεταξύ δύο αντιπάλων μετερχομένων την αυτήν διαφθορά, θα επιτύχει εκείνος όστις ευπρεπέστερον φορεί το προσωπείον κ' επιδεξιώτερον τον κόθορνον.

Άμυνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και πιθηκισμού, του διαφθείροντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις της χρεοκοπίας.